Φόρεσε το φόρεμα της το μπλε το σκούρο, το επίσημο. Έσιαξε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη κι έβαλε ροζ απαλό κοκκινάδι στα χείλη. Χαμογέλασε. Της ήταν αδύνατον να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωθε τόσο χαρούμενη! Τόσο ανυπόμονη! Κοίταξε το παλιό, ξύλινο ρολόι στον τοίχο. Όπου να ‘ναι θα χτυπούσε το κουδούνι της.
Είχε να δει τον εγγονό της 8 ολόκληρα χρόνια! Ολόκληρος άντρας ήταν πια! Εδώ, η κόρη του είχε γίνει ολόκληρη κοπέλα! Παιδάκι ήταν την τελευταία φορά που την είδε και να που έφτασε σχεδόν 18 χρονών σήμερα! Η μικρή της, η Άννια της! Το μοναδικό της δισέγγονο! Πόσο θα ήθελε να τους είχε πιο κοντά της! Και την Άννια και τον Γιάννη της και την γυναίκα του την Άλεξ, που παρότι ήταν Καναδέζα και δεν ήξερε καλά ελληνικά, πάντα της μιλούσε τρυφερά στο τηλέφωνο και όταν την έβλεπε της φερόταν σαν να ήταν δική της γιαγιά.
Τον λάτρευε τον εγγονό της, ήταν άλλωστε το μοναχοπαίδι της μακαρίτισσας της κόρης της, αλλά όταν αποφάσισε να φύγει στον Καναδά για να μείνει μόνιμα εκεί, ήταν η πρώτη που τον ενθάρρυνε. “Μία ζωή μας δίνεται γιαβρί μου και πρέπει να τη ζούμε κατά πώς λέει η καρδιά μας!” του έλεγε. Η κυρά Ελευθερία, ήταν μια γυναίκα δυναμική, επίμονη, “κιμπάρισσα”(*) και “τσελεμπίνα” (*) και παρά την ηλικία της, το μυαλό της έκοβε σαν ξυράφι.
Βράδυ ήταν κι ο Γιάννης με την Άλεξ είχαν ξαπλώσει από νωρίς. Η Άννια καθόταν στον καναπέ δίπλα στην Ελευθερία και έβλεπαν φωτογραφίες. Η Άννια έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για όλες αυτές τις ασπρόμαυρες, φθαρμένες φωτογραφίες που της έδειχνε η γιαγιά της και της έκανε συνεχώς ερωτήσεις.
Το βλέμμα της Ελευθερίας στην εγγόνα της, ήταν γεμάτο αγάπη και καμάρι και της απαντούσε σε όσα την ρωτούσε. Πόσο παράξενο της φαινόταν που παρότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στον Καναδά, τα ελληνικά της ήταν σχεδόν τέλεια! Σ’ ελληνικό σχολείο βέβαια πήγαινε και στο σπίτι μιλούσαν κυρίως ελληνικά, αλλά και πάλι…
-Κι αυτό τι είναι γιαγιά;
-Αυτό… Αυτό “πασόρα” (*) είναι ο τόπος μου. Η Σμύρνη. Δεν είχα φωτογραφίες από εκεί και βρήκα αυτήν σε μια εφημερίδα και την κράτησα. Σου έχει μιλήσει ποτέ ο μπαμπάς σου για την Σμύρνη;
-…
–Άσε! Ξέρω! Ξεχνάνε οι άνθρωποι! Μεγαλώνουν και μπλέκονται με τις δουλειές και τις υποχρεώσεις και ξεχνάνε το παρελθόν τους. Κάτσε εδώ γιαβρί μου να σου πω μια ιστορία…
Σταμάτησε για λίγο η Ελευθερία να μιλάει και κόλλησε το βλέμμα της στον τοίχο. Θάμπωσε ξαφνικά θαρρείς, το κρυστάλλινο γαλάζιο των ματιών της. Θάμπωσε και γέμισε φλόγες…
-Φλόγες! Ασταμάτητες, μανιασμένες, που κατασπάραζαν σπιθαμή προς σπιθαμή τα πάντα στο πέρασμά τους! Καπνός! Πυκνός, μαύρος καπνός που κατάπινε θαρρείς τον ουρανό! Αμέτρητος κόσμος! Ο ένας πάνω στον άλλον, εκλιπαρώντας για βοήθεια! Ένα λιμάνι που βούλιαζε από ανθρώπους, που έψαχναν μια σανίδα σωτηρίας για να ξεφύγουν απ’ την κόλαση την ίδια. Ουρλιαχτά και θρήνος! Πόνος και θάνατος! Πυροβολισμοί και φωνές! Αίμα και πτώματα παντού! Αυτές είναι οι αναμνήσεις που είχε η μάνα μου απ’ τις τελευταίες της στιγμές στη Σμύρνη. Από τις στιγμές που στοιβαγμένη σ’ ένα καράβι, άφηνε πίσω της το σπίτι της, την πατρίδα της, τη ζωή της.
Πάνω κάτω στην ηλικία σου ήταν όταν έγιναν όλα. Είχε δει και ζήσει όλη την καταστροφή και από τότε που ήμουν μικρή, μου έλεγε τις ιστορίες του τότε, ξανά και ξανά. Τόσα χρόνια πέρασαν και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια! Μου τα περιέγραφε τόσο ζωντανά, που ώρες ώρες ένιωθα πως ήμουν κι εγώ εκεί και ζούσα μαζί με όλους αυτούς τους ανθρώπους, τον πόνο, την αγωνία και τον τρόμο τους.
Η Σμύρνη ήταν όμορφη πόλη περδικομάτα(*) μου. Μια πόλη που έμοιαζε να μην κοιμάται ποτέ! Το λιμάνι, το “Κε”, έσφιζε από ζωή! Οι άνθρωποι ήταν εργατικοί, αλλά και γλεντζέδες! Λάτρευαν τη μουσική και τον χορό. Άκουγαν αμανέδες και σμυρνέικα τραγούδια και χόρευαν καρσιλαμάδες, χασάπικα και ζεϊμπέκικα στα αμέτρητα μαγαζιά της πόλης. Οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ντυμένες με δαντέλες και μετάξια και φορούσαν στα μαλλιά τους παραδείσια φτερά! Πάντα το έλεγαν για τις Σμυρνιές! Είχαν έναν αέρα, φερμένο θαρρείς από άλλα μέρη! Μαγική πόλη! Μια πόλη που έλεγες πως ήταν γεμάτη φως και που δεν μπορούσε να φανταστεί νους ανθρώπου πως θα σβήσει τόσο άδοξα.
Όταν η Σμύρνη έπεσε στα χέρια των Τούρκων, ο διοικητής έβγαλε διαταγή να παραδοθούν όλοι οι άντρες 15-45 χρονών. Τους μετέφεραν στα “αμελέ ταμπουρού”, τα τάγματα εργασίας. Έκλαιγαν μάνες, γυναίκες, παιδιά, θρηνούσαν για το κακό που τους είχε βρει! “Μάνα μη σκιάζεσαι, θα γυρίσουμε!” ήταν η τελευταία κουβέντα που είπε ο αδερφός της μάνας μου, στη γιαγιά μου. Είκοσι χρονών παλικαράκι ήταν. Δεν γύρισε ποτέ. Ήταν ένας απ’ τους 160.000 άντρες που βρήκαν τραγικό θάνατο απ’ τις ταλαιπωρίες, τα βασανιστήρια και τη σκληρή δουλειά. Ένας απ’ αυτούς που δεν ξαναγκάλιασε την οικογένειά του. Η διαταγή του διοικητή έλεγε, πως όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να φύγουν. Έλεγε…
Άντρες καβάλα στα άλογα. Ντυμένοι στα μαύρα. Με μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, κρατώντας μακριά γιαταγάνια. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που ήρθαν. “Τσέτες!”. Άνοιξαν τις τούρκικες φυλακές και τους αμόλησαν να σκορπίσουν θάνατο! Βοηθοί του Χάρου γίνηκαν κι έκαναν δικό τους ότι άγγιζαν. Μπαίναν στα σπίτια, σκότωναν τους άντρες και τα παιδιά, ατίμαζαν τις γυναίκες κι έκαναν πλιάτσικο. Τι αγριότητες έκαναν! Για να πάρουν δαχτυλίδια, έκοβαν δάχτυλα και για να αρπάξουν σκουλαρίκια, έκοβαν αυτιά! Σκότωναν χωρίς διακρίσεις. Ο κόσμος έκανε ότι μπορούσε για να ξεφύγει! Την μάνα μου, την έκρυψε ο πατέρας της σ’ ένα παταράκι με τον αδερφό της και τη μάνα της. Έμειναν εκεί 2 ολόκληρες μέρες. Όταν βγήκαν απ’ το σπίτι, έπεσαν πάνω στο πτώμα του παππού μου. Πιάστηκαν απ’ το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι φωτιές είχαν ήδη ξεκινήσει…
Απ’ την αρμένικη συνοικία ξεκίνησε η φωτιά. Ο κόσμος κοιτούσε κι έκλαιγε! “Πάλι οι Αρμένιοι θα την πληρώσουν!” έλεγαν και δεν φαντάζονταν πως θα έκαιγαν τελικά ολόκληρη τη Σμύρνη. Δεν το χώραγε ο νους τους! Δεν είχαν λόγο να το κάνουν! Ήταν πια δική τους! Οι Τσέτες συνέχιζαν να κατασφάζουν τον κόσμο και σύντομα εμφανίστηκαν κι άλλες φωτιές! Παντού! Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος για να σωθεί! Έτρεχαν και περνούσαν δίπλα από κατακρεουργημένα πτώματα! Προσπερνούσαν ακέφαλα κορμιά! Μέχρι και βρέφη! Οι δρόμοι στην αρμένικη συνοικία ήταν γεμάτοι με ακέφαλα βρέφη! Όλα μύριζαν καμένο και φρέσκο αίμα!
Οι άνθρωποι κυλούσαν σαν ποτάμι προς τη θάλασσα. Εκεί ένιωθαν πως ήταν η σωτηρία τους! Εκεί ήταν τα καράβια που θα τους έπαιρναν μακριά απ’ αυτά τα καζάνια της κόλασης που έβραζαν και κατέκαιγαν τα πάντα! Στη θάλασσα θα σώζονταν πίστευαν, όσοι τουλάχιστον προλάβαιναν να φτάσουν μέχρι εκεί, γιατί οι δρόμοι για το λιμάνι ήταν γεμάτοι με στρατιώτες, που είχαν βάλει στόχο να μην αφήσουν κανέναν και τίποτα όρθιο.
Χιλιάδες άνθρωποι προσπάθησαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Χιλιάδες άνθρωποι κρύφτηκαν μέχρι και μέσα σε τάφους, στα νεκροταφεία. Σφαγιάστηκαν όλοι! Το σύνθημα των σφαγέων ήταν “Η Τουρκία στους Τούρκους”. “Βουρ κεραταλάρ!” ούρλιαζαν και σκότωναν με σφαίρες, χαντζάρες και ξιφολόγχες!
Όλη η Σμύρνη κάηκε. Όλη, εκτός της μουσουλμανικής και της εβραϊκής συνοικίας! Πολλοί είδαν ακόμη και αξιωματικούς να βουτάνε κουρέλια σε τενεκέδες με υγρό και να μπαίνουν σε σπίτια, τυλίγοντάς τα αμέσως στις φλόγες! Πολλοί είδαν αυτοκίνητα να κουβαλάνε εύφλεκτα υλικά και εκρηκτικές ύλες! Έτρεχε ο κόσμος και περνούσε πάνω από άδεια μπιτόνια βενζίνης που βρίσκονταν πεταμένα εδώ κι εκεί. Όλη η Σμύρνη κάηκε από μια φωτιά, που άναψε τις στιγμές που στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο ομάδες Τούρκων στρατιωτών…
Δεν θυμόταν η μάνα μου ποιος την βοήθησε αυτήν και τη μάνα της να ανέβουν σ’ ένα καράβι. “Έλλη” θαρρώ το έλεγαν. Μέχρι να ανέβει και να στριμωχτεί με άλλους στο κατάστρωμα, είδε πολύ αίμα, πολλά δάκρυα! Άκουσε πολλούς θρήνους, πολλές κραυγές! Σ’ όλο το ταξίδι μέχρι τον Πειραιά, άκουσε πολλές ιστορίες! Για παπάδες που τους σταύρωναν μέσα στις εκκλησίες, για γυναίκες που τις ατίμαζαν και για μωρά που σκότωναν με αγριότητα. Όπου έβρισκαν ζωντανούς, τους βασάνιζαν μέχρι θανάτου. Φρίκη! Φρίκη παντού! Ιστορίες που δεν τους χωράει ανθρώπου νους!
Αποχαιρέτησε την πατρίδα, τους ανθρώπους της, το σπίτι της, τη ζωή της, βλέποντάς τα να φλέγονται. Η άλλοτε γητεύτρα της Μικράς Ασίας, η Σμύρνη, υπέκυπτε στα τραύματά της, μπροστά στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, που την ακολουθούσαν στον Άδη.
Το σπίτι της μάνας μου στη Σμύρνη, ήταν μεγάλο και όμορφο. Μοσχοβολούσε κανέλα και μπαχάρι και στον κήπο υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια. Δεν είχε φωτογραφίες να μου δείξει κι όμως όπως μου το περιέγραφε, ήταν σαν να βρισκόμουν εκεί. Ζούσαν όμορφα στη Σμύρνη. Γκραικοί και Τούρκοι και Αρμένιοι και Εβραίοι, είχαν όλοι καλές σχέσεις μεταξύ τους. Κι όμως, όλοι αυτοί οι μεγάλοι που κάνουν το κουμάντο του κόσμου, ζήλεψαν τα πλούτη της Μικράς Ασίας κι αποφάσισαν να τα αποκτήσουν. Κι ας γέμισαν τα χέρια τους με αίμα. Αίμα αθώων… Μέσα σ’ αυτό το αίμα έπνιξαν τη Σμύρνη, την “Γκιαούρ Ιζμίρ” όπως την έλεγαν… Άπιστη Σμύρνη…
-…
-Δεν σβήνονται όσα έγιναν Άννια μου. Δεν σβήνονται οι νεκροί, δεν σβήνεται η μέρα τους! Ο κόσμος προχωράει, αλλάζει, εξελίσσεται, αλλά όσα έχουν γίνει δεν αλλάζουν. “Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει”, διάβασα κάπου. Αλήθεια είναι γιαβρί μου. Μόνο αν ξέρουμε από πού ξεκινήσαμε, μπορούμε να βρούμε πού πρέπει να πάμε. Η ιστορία μας, όσο κι αν κάποιοι την πολεμάνε, είναι το παρελθόν μας και για να έχουμε ένα καλύτερο μέλλον, θα πρέπει να την γνωρίζουμε. Η γνώση της ιστορίας είναι το μοναδικό όπλο που έχουμε, για να μην ξαναζήσουμε τα ίδια!
Η Άννια κοίταξε τα σχεδόν διάφανα πια, γαλάζια μάτια της γιαγιάς της. Δεν ήθελε να πει λέξη. Δεν άντεχε. Έκλεισε τα μάτια της και κούρνιασε στην αγκαλιά της.
- κιμπάρισσα = γενναιόδωρη
- τσελεμπίνα = αρχοντική
- πασόρα = καμαρωτή
- περδικομάτα = γυναίκα με όμορφα μάτια
«Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα, δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα, μον’ κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα, γιατί οι άνθρωπ’ ήταν θερία κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα»
Άγγελος Σημηριώτης – Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής & εκπαιδευτικός