Ήταν φίλοι. Ή και γνωστοί. Δεν είχαν καταλάβει και οι ίδιοι τι ήταν ακριβώς. Είχαν συζητήσει για τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ! Πολιτική, ποίηση, μουσική, θέατρο, όνειρα που πραγματοποίησαν, όνειρα που βρίσκονταν στην αναμονή, μέρη που είχαν επισκεφθεί και η λίστα συνεχίζεται. Ανέκαθεν συζητούσαν με άνεση, ακόμη κι όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Απολάμβαναν πάντα ο ένας την παρέα του άλλου. Αντάλλασσαν γνώσεις, ιδέες, απόψεις, ταξίδευαν με κάθε κουβέντα, γελούσαν. Γελούσαν τόσο πολύ…
Δεν είχαν βρεθεί ποτέ μέρα∙ μόνο βράδυ. Τύχαινε. Ίσως να το επεδίωκαν και οι ίδιοι. Σαν μυστική συνάντηση, στο ίδιο μαγαζί, με τους ίδιους ανθρώπους σχεδόν κάθε φορά. Οι δυό τους, η μόνιμη σταθερά συνιστώσα μιας εξεζητημένης εξίσωσης. Καμιά φορά χάνονταν στη μαγεία της στιγμής, παρασύρονταν από τη ζάλη του αλκοόλ και του τσιγάρου κι οι ματιές γίνονταν πιο θρασείς, πιο οικείες, πιο βαθιές, με νοήματα που πάσχιζαν κι οι δυό να κρύψουν.
Μα ήταν φίλοι. Το ήξεραν πως μόνο αυτό θα είναι. Όταν οι ματιές ξέφευγαν, ένας από τους δύο αποχωρούσε κι απομακρυνόταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ήταν σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια που θα οδηγούσαν εκείνα τα ξενύχτια και γνώριζαν πως δεν μπορούσε να συμβεί αυτό. Μάζευαν δυνάμεις για να μπορέσουν ν’αντισταθούν ο ένας στον άλλο, να θεωρηθούν ξανά φίλοι. Αυτό ήταν μόνο, άλλωστε!
Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία κι εμφανής, με ρινίσματα τυπικής οικειότητας που υπάρχει σε μια παρέα που δεν καλογνωρίζεται ακόμη. Η κλασσική πια ερώτηση «πού χάθηκες;» είχε την μόνιμη, σαν από αυτόματο τηλεφωνητή απάντηση «ε, ξέρεις τώρα, δουλειές». Κι ας ήξεραν κι οι δυό πως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Μετά από κάθε απομάκρυνση η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους γινόταν πάλι τυπική και ισορροπημένη. Όπως έπρεπε να είναι. Και ξανά, συνάντηση στη συνάντηση, κουβέντα στην κουβέντα, ανάμεσα στα ηλεκτρισμένα «στην υγειά μας», στα μάτια τους γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο το «στην υγειά ΣΟΥ».
Συχνά άκουγαν παθιασμένα, ερωτικά κομμάτια – έμοιαζε σαν ο Dj να ήταν βαλτός κάποιες φορές, σαν να τους διάβαζε – και δήθεν εκείνη την ώρα έπρεπε να συζητήσουν κάτι, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, αρκεί να υπήρχε η αφορμή να πλησιάσουν. Ένα ελαφρύ σκύψιμο πάνω από τον ώμο για να της πει κάτι, καθώς την αγγίζει απαλά στη μέση – τόσο ώστε να νιώθει κάθε κύτταρό της να ξυπνά με το άγγιγμά του. Ένα τυχαίο άγγιγμα του ποδιού της στο δικό του τον έκανε να θέλει να μένει κολλημένος εκεί όλο το βράδυ. Η αίσθηση της ανάσας του στο αυτί της καθώς της μιλούσε, η φωνή του, έκανε το μυαλό της να ταξιδεύει κι όλο το κορμί της ν’αναρριγεί στη σκέψη ότι το μαγαζί άδειαζε, έμεναν μόνοι κι έκαναν πράξη ότι δεν τολμούσαν να παραδεχτούν ούτε στις πιο κρυφές τους σκέψεις.
Μα ήταν φίλοι. Μόνο φίλοι. Κι έτσι, κάθε φορά, ο ένας από τους δύο έβρισκε το κουράγιο ν’απομακρυνθεί. Σχεδόν εναλλάξ, σαν ένα τανγκό που χορεύουν οι δυό τους. Απομακρύνονταν ξανά, μέχρι την επόμενη φορά που θα βρίσκονταν στο ίδιο μαγαζί, με τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια γέλια και αθώα αγγίγματα. Η απομάκρυνση πάντα διαρκούσε τόσο ώστε στο μυαλό τους να μην είναι πλέον φανταστικοί παράνομοι παθιασμένοι εραστές, αλλά φίλοι.
Μονάχα φίλοι…
2 απαντήσεις στο “Μονάχα φίλοι”
Πολύ αληθινό
Ευχαριστώ πολύ <3