Σου γράφω… και δεν ξέρω πια τον λόγο. Εκατόν εβδομήντα τέσσερεις και σήμερα. Παρασκευή, 20 Αυγούστου.
Άραξα να ξαποστάσω από το ολοήμερο τρέξιμο. Έπιασα το κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο κι αγναντεύω το ηλιοβασίλεμα. Ξαπλωμένος πάνω σε μια πενταβρώμικη κουβέρτα, που ‘ν’ ευλαβικά στημένη σ’ ένα άθλιο και πανβρώμικο – ο Θεός να το κάνει – στρώμα, μετράω. Μετράω την ψυχή μου σε ώρες και λεπτά. Μετράω και περιμένω πότε θα τελειώσει το εδώ, πότε θα έρθει η ζωή μετά τον στρατό. Μετράω στιγμές, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί και μ’ έβαζαν τιμωρία. Μια τιμωρία είναι κι αυτό. Μα, θα περάσει. Έτσι λέω, για να παραμυθιάσω την φοβισμένη μου ψυχή. Θα περάσει.
Τα ίδια και τα ίδια, κάθε μέρα τα ίδια. Βάλε κράνος. Πάρε τ’ όπλο. Βάλε υπογραφή. Φύλα το προσωπικό, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό. Φάε την βροχή και τ’ αγιάζι. Το τσιγάρο στα κρυφά, στην χούφτα – να μη σε δει ο εχθρός και σε τουφεκίσει. Το επόμενό σου καρδιοχτύπι μπορεί να μην προλάβει να δει αυτήν εδώ τη γη. Τρία. Πέντε. Ακτινίδιο. Προχώρει. Ληγμένη κονσέρβα είναι κι αυτό, που πρέπει να την αναμασάς κάθε μέρα που περνάει.
Σπαστός ύπνος. Τσακίζει το κορμί από την κούραση και το μυαλό απ’ την αυπνία. Τσακίζει το είναι από την ανυπαρξία – γιατί, αυτό εδώ πέρα, μόνο ζωή δεν είναι. Βαράει δυνατά η καρδιά και μετράς τον κάθε χτύπο – γιατί ο καθένας απ’ αυτούς σε φέρνει πιο κοντά σ’ ένα πολυπόθητο χαρτί. Βέβαια, το ξεχνάς, τρίβοντας κάποια χεσμένη τουαλέτα ή σφουγγαρίζοντας τα λιγδιασμένα πατώματα των εστιατορίων. Αν ήθελα να τρίβω τουαλέτες, θα καθόμουν σπίτι μου, που ούτως ή άλλως το έκανα. Αλλά, όχι. Όχι. Η πατρίδα χρειάζεται ήρωες, κομμάτια κρέας σε μια μηχανή που κονιορτοποιεί συνειδήσεις στον βωμό του κέρδους. Πώς θα ζήσει ο ταβερνιάρης και το στεγνοκαθαριστήριο σ’ αυτήν την ξεχασμένη γωνιά της επικράτειας; Απ’ τον πατέρα μου. Από μένα. Από τα παιδιά μου. Από τα εγγόνια μου.
***
Γράφω, σε μια γη που ανατέλλει, για τόσες μικρές, χαμένες στιγμές και μέρες που ποτέ δεν έζησα. Έτσι ήτανε και τότε. Έγραφα, τις χαραυγές που κοιμόσουνα βαθιά. Έγραφα καπνίζοντας, προσπαθώντας να διώξω τους φόβους που φώλιαζαν στην βασανισμένη μου καρδιά. Για τις μέρες που θα ζούσαμε έγραφα και για τις νύχτες που δεν ερχόντουσαν ποτέ. Σπαστός ο ύπνος και τότε. Όπως και τώρα. Τσακισμένα τα συναισθήματα – ένας σπασμός κάποιου ξεχασμένου μυ, μέσα σε ένα απέραντο μούδιασμα, μόνο αυτό ήτανε. Σπασμωδικές οι ομιλίες, οι λέξεις βιασμένες και οι ανάσες βαριές, τραχιές, δύσοσμες, απ’ το τσιγάρο και το κρασί. Ό,τι ζήσαμε κι ό,τι αρνηθήκαμε να ζήσουμε.
Κοιτάζω τ’ αυτοκτονημένα αστέρια στο στερέωμα. Ξέρω ότι πια δεν είναι εκεί, ξέρω ότι βλέπω μόνο ό,τι απέμεινε από την ύπαρξη τους, κάτι που, κάποτε, στο μακρινό ή κοντινό μέλλον, θα πάψει να υφίσταται. Τα μικρά και διάσπαρτα φώτα κάτω απ’ τον πεντακάθαρο, νυχτερινό ουρανό, που αρχίζει να ντύνεται με τα χρώματα της χαραυγής, μου θυμίζουν τις μικρές εκρήξεις χαράς και λύπης που είχαμε. Με κάνουν να αναπολώ όσα πίστευα πως κρατούσα στα χέρια μου και να μου λείπουν όσα ήθελα να ζήσω, όσα ήλπιζα πως θα βίωνα, όσα φαντάστηκα κι όσα ονειρεύτηκα.
Η ελπίδα έχει πεθάνει. Έχει αυτοκτονήσει. Όπως και τα αστέρια, που κάποια στιγμή, στην πορεία της ζωής τους, δεν άντεξαν άλλο και ανατινάχτηκαν μέσα στην σκοτεινή απεραντοσύνη του σύμπαντος, για να δώσουν ζωή σε νέα αστέρια, σε νέους πλανήτες, σε νέα φεγγάρια, σε νέες μορφές ζωής. Δύο τέτοια αστέρια θα μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς, μα επιλέξαμε να μην λάμψουμε ποτέ. Επιλέξαμε να κρύψουμε ότι πιότερο μας πόναγε, να το τυλίξουμε με τα πιο ρυπαρά ρετάλια των θρυμματισμένων αναμνήσεών μας και να τα θάψουμε στις πιο βρώμικες, στις πιο υγρές και σκοτεινές γωνιές των ψυχών μας. Τ’ αφήσαμε να σαπίσουν, για μέρες, για εβδομάδες, για μήνες. Πιστεύαμε πως θα γινόντουσαν λίπασμα που θα έθρεφαν τ’ ό,τι είχαμε. Μα κάναμε και οι δύο λάθος. Το μίασμα έγινε σήψη και καταβρόχθισε εκείνο που δεν είχαμε και μαζί του κι εμάς.
***
Σου γράφω, χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνω. Μια σανίδα σωτηρίας ψάχνω, όμως δεν την βρίσκω πουθενά. Κάνω κύκλους σ’ έναν αναπόφευκτο μονόδρομο. Πίσω σ’ εσένα και πάλι μακριά. Δεν αλλάζει τίποτα εδώ πέρα. Οι μέρες δεν κυλάνε, οι νύχτες δεν τελειώνουν. Οι φάτσες είναι τραγικές, βλογιοκομμένες – έσπασε ο αγωγός της αποχέτευσης και τα λύματα χύνονται στο νερό που πίνουμε. Η διαταγή; «Μην πίνετε νερό». Παράλογη, μα, να σου πω κάτι; Της ζωής μου το παράλογο το έχω συνηθίσει. Μαζί σου. Παράλογες διαταγές, μέσα σε παράλογες στιγμές, παράλογων ημερών που ούτ’ ο ένας μα μήτε κι ο άλλος μπορούσαν να διαθέσουν έστω κι ένα ψήγμα λογικής.
Εκατόν σαράντα μία και βραδιάζει. Κι έχουμε ακόμη καιρό. Έχουμε ψωμί να φάμε, μα δεν έχουμε νερό να πιούμε, εδώ που μας έχουνε ξεχάσει. Δεν έχει ο Θεός για εμάς. Ούτ’ έχει η πατρίδα.
***
Έχει βάλει κρύο. Τα απογεύματα, όταν δεν έχω κάτι να κάνω, κάθομαι και χαζεύω τον ανταριασμένο καιρό, πίσω από ένα ραγισμένο παράθυρο. Σαν κι εκείνο που διέλυσε η μανία σου και το προχειρόφτιαξες με μονωτική ταινία. Σε γιάφκα έφερνε το μικρό τσαρδί μας. Απ’ τις παπαρούνες που είχαν γεμίσει το μπαλκόνι και το απόκοσμο σχήμα της μαύρης μονωτικής στο τζάμι, μέχρι και το χαλάκι της εισόδου, μια μικρή γιάφκα ήμασταν.
Τα πήγαινες καλά με τα φυτά. Έχω φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι μόνο με τα φυτά μπορούσες να τα πας καλά, μόνο εκεί μπορούσες να δώσεις κάτι που δεν θα μαράζωνε. Με τους ανθρώπους, πάλι, είχες ένα χάρισμα να στάζεις ένα εξατομικευμένο δηλητήριο που κατάφερνε να εξαϋλώσει ακόμη και την ισχυρότερη ύπαρξη. Ασώματο και αιθέριο, σαν τα καταπράσινα μάτια σου, δάση βαθιά και αχανή, πνιγμένα από μια άγνωστη πανίδα και μια θεάρεστη χλωρίδα. Μέχρι, τουλάχιστον, να τα γνωρίσεις.
Μου πήρε αρκετό καιρό για να καταλάβω πως σου γράφω για να σου κάνω τα παράπονα που κάποτε δεν είχα, αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω, που δεν πρόλαβα να εκφράσω, που δεν είχα καν σκεφτεί ότι μπορεί να υπήρχαν μέσα μου. Ογδόντα οχτώ και σήμερα. Κι αν φαίνεται πως το βάσανο τελειώνει, ψέματα είναι, ψέματα, ξεπεσμός και ποίηση, όπως η ζωή που ζήσαμε. Όπως η ζωή που μπορούσαμε να ζήσουμε. Όπως όλα όσα θα μπορούσαν να μην έρθουν όπως τα φέραμε.
***
Χιονίζει απόψε. Όχι ψιλά και σποραδικά. Χιονίζει πολύ. Έχουν παγώσει τα χέρια μου και τα πόδια μου είναι από ώρα μουδιασμένα. Την έκανα την παρασπονδία και γέμισα το παγούρι μου με καυτό καφέ. Καυτό, δυνατό κι ευωδιαστό καφέ. Κάθε που χιόνιζε φτιάχναμε σκέτο καφέ και χαζεύαμε, απ’ το σπασμένο μας παράθυρο, το χιόνι που έπεφτε κάτω απ’ το φως των φανοστατών. Μια άχρωμη και μουντή πόλη, μετατρεπόταν, αργά, στην πιο φωτεινή της εκδοχή και το υποκίτρινο φως, την έκανε να φαντάζει ονειρική. Μια πόλη που μας είχε ξεχάσει και που, γι’ αυτό, είχαμε καταφέρει να την μισήσουμε.
Χιονίζει και σβήνω μέρες. Σβήνω στιγμές και τις αφήνω να χαθούν κάτω από τις μυριάδες χιονονιφάδες που καλύπτουν το άχαρο, σχεδόν καραφλό, βουνό. Δεν αξίζει να τις κρατάω, μήτε έχει νόημα να με βασανίζουν στα ταραγμένα μου όνειρα. Μια στριγγλιά. Μια θυμωμένη φάτσα. Μια διαταγή. Ένας πνιχτός λυγμός. Μια στριφογυριστή σφαλιάρα. Ένα κατακόκκινο μάγουλο. Ζεστό αίμα να τρέχει από μία μύτη. Οι στιγμές του ξεπεσμού, εικόνες ζωηρές, ζωντανές, με δική τους βούληση, στοιχειώνουν ό,τι θα μπορούσε να με κάνει να σε συγχωρήσω.
Μου τελειώνει το χαρτί και το καινούριο στυλό είναι για πέταμα. Πάντα με κορόιδευες που μουτζούρωνα το χέρι μου και μαζί μ’ αυτό, το χαρτί που σου ‘γραφα τις σκέψεις ή τις αναμνήσεις μου. Έτσι και σήμερα, μια σκέψη, ένα παράπονο και μια τεράστια, μπλε μουτζούρα, κοσμούν τις τελευταίες μου γραμμές σ’ αυτό το χαρτί. Θα ξαναπάρω όταν κατέβω στην πόλη ή όταν καταφέρει να πάει κανένα φιλαράκι. Είναι τεράστια η εμπλοκή κι ο ελεύθερος χρόνος, ανύπαρκτος, μέσα στην ίδια ανυπαρξία που βρισκόμαστε κι εμείς, στρατιωτάκια πανομοιότυπα που προσπαθούν να δουλέψουν μια μηχανή που καταρρέει αθόρυβα. Τι ‘θελα και σ’ άκουσα; Το μετάνιωσα, απ’ την πρώτη μέρα το μετάνιωσα κι από τότε, πέρασαν πολλές. Έμειναν λίγες. Σαράντα δύο και ξημερώνει. Μα κι έτσι ακόμη, πάλι πολλές είναι.
***
Ό,τι μας απέμεινε από μια ιδεατή ευτυχία, είν’ ένα λευκό, φτηνιάρικο, τσακαλωμένο σεντόνι, στρωμένο πάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, κάποιου φτηνού ξενοδοχείου. Περπάτησα, για πρώτη μου φορά, περπάτησα με το κεφάλι ψηλά, ανάμεσα σ’ όσους, τόσα χρόνια, προσπαθούσαν να με ρίξουν στην Σκύλλα ή την Χάρυβδη. Σεργιάνισα στα παλιά μου λημέρια κι αντάμωσα τους όσους ξεχασμένους, παλιούς γνωστούς, μπορεί να είχα. Τα μάτια μου και τα αυτιά μου, σ’ έναν καταραμένο τόπο, εκείνοι που έμειναν πίσω για να μου επιβεβαιώσουν όσα βαθιά μέσα μου φοβόμουνα: Ποτέ δεν ήσουνα εδώ.
Ό,τι μας απέμεινε από ένα διαβολικά διεστραμμένο παραμύθι, είναι τα τελευταία λόγια που κατάφερα να ξεστομίσω, όταν η βαριά καρδιά μου έκανε με τον ρυθμό της, όλο το κορμί μου να τραντάζεται. «Μόνο σήμερα».
Μόνο σήμερα ήτανε, πάνω σε παγωμένα σκεπάσματα, αυτά τα σκεβρωμένα κορμιά, που προσπάθησαν, χωρίς σπίθα ν’ ανάψουνε φωτιά. Μόνο σήμερα, δύο μουδιασμένα μυαλά, προσπάθησαν, χωρίς καμία επιτυχία, να γεφυρώσουνε χαώδη χάσματα. Μόνο σήμερα, δύο απομεινάρια του ό,τι δεν καταφέραμε να γίνουμε, προσπάθησαν να βάλουν βάσεις μέσα στο πιο σάπιο έδαφος των καρδιών τους, για να ξαναχτίσουν, ό,τι δεν είναι γραφτό να χτιστεί. «Μόνο σήμερα» σου είπα, πριν ντυθώ βιαστικά και εξαφανιστώ. Δεν σε συγχωρώ. Για όσα ζήσαμε και όσα αρνηθήκαμε να ζήσουμε, δεν σε συγχωρώ. Για όλη την προσπάθεια, την υπεράνθρωπη, την τιτάνια προσπάθεια που έκανα όλο αυτό τον καιρό, δεν σε συγχωρώ. Ούτε και για τις «επιλογές» που μου επέβαλλες έχω σκοπό να σε συγχωρήσω. Μπορεί να επιλέξω να ξεχάσω, μα να συχωρήσω; Πότε.
Δεκαεννιά και βράδιασε, με άδεια, για να γυρίσω τα μέρη που σύχναζα όταν ήμουν παιδί. Για να κοιμηθώ σ’ ένα κρεβάτι που δεν είναι μισό, σ’ ένα δωμάτιο που δεν μπάζει κρύο και υγρασία, σ’ ένα σπίτι με χαλιά και ζεστασιά. Δεκαεννιά κι ύστερα μια τελευταία υπηρεσία και το χαρτί. Κι ούτε πρόκειται να με ξαναδείς. Ούτε πρόκειται να ξαναμάθεις νέα μου. Μόνο σήμερα ήταν κι από αύριο; Μόνο μπροστά.
***
Ο Στέλιος έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα του κι ύστερα δίπλωσε το χειρόγραφο και το παράχωσε βιαστικά σ’ ένα φάκελο. Άρχισε να γράφει προσεκτικά την διεύθυνση του παραλήπτη, μια διεύθυνση που δεν θα ξεχνούσε ποτέ, όχι γιατί εκεί πέρασε τα όμορφα, τα άσχημα, τα ανώδυνα ή τα επώδυνα, μα γιατί, σ’ εκείνο το σπίτι, έζησε στα άκρα, μ’ όλα τα κύτταρα της ύπαρξής του. Ύστερα συμπλήρωσε την διεύθυνση του αποστολέα. Αν επιστρεφόταν το γράμμα του, θα γύριζε στο στρατόπεδο που υπηρετούσε και παραλήπτη δεν θα έβρισκε. Σάλιωσε τον φάκελο και τον έκλεισε, πριν ξαναπιάσει το τσιγάρο και το αφήσει να κρέμεται στα χείλη του και να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά με την κάθε του ανάσα.
Το πρωί θα το πήγαινε στο ταχυδρομείο. Είχε σκοπό να ξενυχτίσει σ’ εκείνο το μικρό γραφειάκι, παρέα με το κρασί του, το κερί του, τα γραπτά του και τα σχολικά του βιβλία. Η μορφή του, σχεδόν ανάγλυφη, σχεδιαζόταν πάνω στο παράθυρο του δωματίου. Το, κάποτε, στεγνό του κορμί, είχε γίνει μυώδες. Οι μαύροι του κύκλοι είχαν εξαφανιστεί και τα μάγουλά του είχαν ροδίσει. Η ψυχή του είχε αρχίσει να γιάνει, πεντακόσιες είκοσι εννιά μέρες ήταν καθαρός και, πλέον, δεν είχε ούτε την ανάγκη να το παλέψει, μήτε αποζητούσε τις παλιές, κακές του συνήθειες.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ρέμβαζε καπνίζοντας ή αν κάπνιζε ρεμβάζοντας – του άρεσε η ηρεμία που ανέδιδε ο χώρος και το ακριβό κρασί που δεν μούδιαζε τον λογισμό του, μα ξυπνούσε τις αισθήσεις του. Ο Στέλιος είχε καταφέρει να συγχωρήσει τον εαυτό του για τα όσα υπέμενε για τις διαδικασίες που μπήκε, μα δεν είχε σκοπό να συγχωρέσει όσους τον κλώτσησαν βαθιά μέσα στης ζωής του την ομίχλη.
Αποκοιμήθηκε βαθιά όταν πια η χαραυγή έσκισε τον ουρανό με τα χρώματά της κι είδε όνειρα γαλήνια. Κάπου, στο βάθος, ένα παλιό κασετόφωνο, έπαιζε τραγούδια από μια ζωή που πάλευε να ξεχάσει. «Φτωχοί αυτόχειρες, στρατιώτες εικοσάχρονοι, με μελανιασμένες κατανοήσεις…»
Έπρεπε να γυρίσει για μία τελευταία υπηρεσία. Δεν το ήθελε, αλλά έπρεπε. Βαριά ήταν η καρδιά του, όταν μπήκε στο λεωφορείο της επιστροφής, μα, ταυτόχρονα, πετούσε, γιατί ήξερε πως το βασανιστήριο είχε πια τελειώσει. Θα έφτανε νωρίς, θα ξυριζόταν, θα ζούσε την τελευταία μέρα και την τελευταία νύχτα του μέσα σ’ ένα ίδρυμα ημίτρελων, πριν πάρει την απόλυση στα χέρια και φύγει για να ζήσει ό,τι του ήταν γραφτό. Κουραστικό ήταν το ταξίδι και βαρετό συνάμα. Αν και δεν το είχε κάνει πολλές φορές, τα βουνά και τα ποτάμια, οι λόγγοι και οι πεδιάδες, έμοιαζαν παντού ίδια.
Το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού του, το πολεμικό δρομολόγιο, το έκανε μ’ ένα ρημαγμένο ΡΕΟ. Έντεκα φαντάροι κι εκείνος, πολίτης προσεχώς, στοιβαγμένοι ανάμεσα στις λαμαρίνες, να ταρακουνιούνται καθώς το βαρύ όχημα ανέβαινε αγκομαχώντας, το φαλακρό βουνό. Μέχρι να χαιρετίσει τον πρωινό σκοπό, να πλυθεί, να ντυθεί, να ξυριστεί, να γυαλιστεί, να ξεχρεώσει ό,τι είχε χρεωμένο, είχε μεσημεριάσει. Μόνο τ’ όπλο του ‘χε μείνει, και δυο – τρία πράγματα, που θα τα έδινε το επόμενο πρωί, λίγο πριν πάρει το χαράκι της λευτεριάς.
Κοτόπουλο με ρύζι. Δεν κατέβαινε μπουκιά κι ας ήταν καλομαγειρεμένο. Το είχε σιχαθεί η ύπαρξή του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα περνούσαν μήνες χωρίς να φάει κοτόπουλο, κατεψυγμένο ψάρι και νερόβραστα μακαρόνια με ξεπλυμένη σάλτσα. Η μεσημεριανή σιέστα ήταν σύντομη. Στις έξι βρισκόταν στη σκοπιά του. Στις οχτώ είχε τελειώσει. Πήγε για βραδινό. Μισόφαγε, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Κάθισε μ’ ένα παρέακι ν’ ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Δεν θα του έλειπαν ούτε τα όπλα, ούτε οι καταρρέοντες τοίχοι, ούτε το χακί, ούτε οι άνθρωποι που ‘χε γνωρίσει σ’ εκείνη τη φάση της ζωής του. Το έκοψε νωρίς για ύπνο. Θα ξυπνούσε στη μία, για να ετοιμαστεί για την τελευταία του σκοπιά. Έτσι κι έκανε.
Ήταν ξάστερος ο ουρανός εκείνο το βράδυ. Στις δύο παρά τέταρτο, έφτασε στην σκοπιά. Κοίταξε την πύλη κι ύστερα έτρεξε το βλέμμα του πάνω στο συρματόπλεγμα που έζωνε το στρατόπεδο. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε φαντασιωθεί πως πηδούσε εκείνον τον φράχτη που τον κρατούσε φυλακισμένο; Ακόμη κι εκείνο το βράδυ, που ήξερε ότι ήταν πια το τελευταίο του, σκεφτόταν να πηδήξει, να φύγει, να εξαφανιστεί. Πετούσε το αχαλίνωτο μυαλό του, πετούσε μακριά, πέρα, σε φανταστικές ιστορίες από την ζωή που καρτερούσε να ζήσει. Πετούσε η φαντασία του σε αναμνήσεις ξεθωριασμένες και εικόνες γκρίζες, που έφθιναν, μέρα με τη μέρα, σμπαραλιαζόντουσαν κι άφηναν πίσω τους θραύσματα που δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν. Εκείνο το πρόσωπο και τα πράσινα μάτια, ήταν σίγουρος ότι δεν θα κατάφερνε να τα ξεχάσει. Ένιωθε πως τα έβλεπε μπροστά του. Σαν να ήταν εκεί, έξω από την βαριά, σιδερένια πύλη, κάτω από το πάλλευκο φως των δυνατών προβολέων, είκοσι μέτρα μακριά του.
«Τις ει;» άκουσε την βροντερή φωνή του συναδέλφου του. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή κι ύστερα τα ξανάνοιξε. Η εικόνα δεν είχε σβήσει, η μορφή δεν είχε εξαφανιστεί, δεν ήταν κάποιο αποκύημα την αρρωστημένης του φαντασίας. Μιας φαντασίας που άρχισε να ξεθάβει εικόνες ξεχασμένες και να τις φέρνει μπροστά του. Η φυγή μέσα σε μια ανυπόφορη και αδυσώπητη νυχτερινή βροχή. Η τρεχάλα στους δρόμους. Εκείνο το απάνεμο σοκάκι. Το τσιγάρο. Το τρύπημα. Το μούδιασμα. Το ταξίδι του μυαλού μέσα από μια διαστρεβλωμένη συνείδηση, όπου η πραγματικότητα και το όνειρο, η ύπαρξη και η ανυπαρξία του χώρου και του χρόνου, είχαν πολτοποιηθεί και είχαν γίνει ένα πολύχρωμο πρίσμα. Το γέλιο και ο έρωτας. Τα πλαστικά «σ’ αγαπώ», που δεν άντεχε να δει πως ήταν κομποστοποιημένα. Η πείνα. Το σπασμένο τζάμι. Ένα κόκκινο, από αίμα, φιλί κι ένα σκισμένο χείλος. Η σφαλιάρα και το αυτί που βούιζε για ώρες. Η μίζα ενός αυτοκινήτου. Τα χειμαρρώδη δάκρυα που ανάβλυζαν από ένα παγωμένο ζευγάρι μάτια. Κι ύστερα το κρύο και η ανυπαρξία, το ζιγκολίκι για μια ψιλή, για να γίνουνε, για να ζήσουνε, για την αγάπη, το μίσος και το πάθος τους. Κλικ.
«Την ασφάλεια βγάλε, ρε βλήμα» άκουσε μια γνώριμη φωνή να τον διατάζει και η άκρη του ματιού του, έπιασε τον συνάδελφο να τρέχει, ουρλιάζοντας και σκουντουφλώντας από την βιάση του, προς το μέρος του. Πάγωσε η έκφραση στο πρόσωπό του. «Ρε… Μαλάκα…» κατάφερε να ψελλίσει καθώς απασφάλιζε το όπλο. Μπαμ. Μπαμ. Μπαμ. Μπαμ.
Τα φώτα στα μικρά, παλιά, ξεχαρβαλωμένα κτήρια, άρχισαν να ανάβουν άτακτα και δίχως σειρά. Οι φωνές των στρατιωτών που ακουγόντουσαν στην απόσταση, φάνταζαν ψίθυροι στ’ αυτιά του. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει, τα μηνίγγια του βαρούσαν δυνατά, τα δόντια του έτριζαν από το σφίξιμο. Οι σφαίρες είχαν φύγει στον αέρα. Κοίταξε εκείνο το απομεινάρι ανθρώπου που είχε το θάρρος να τον διατάξει. Στεκόταν ακόμη όρθιος, μαρμαρωμένος από την τρομάρα. Το κάτουρο έτρεχε πάνω στο μπορντό παντελόνι. Ο Στέλιος, πνιγμένος από οργή και αδρεναλίνη, έστρεψε το όπλο προς τον τρομοκρατημένο άντρα. Δεν πρόλαβε να πατήσει ξανά την σκανδάλη. Το κοντάκι ενός όπλου τον χτύπησε στα πλευρά και τον έριξε κάτω. Έκανε να σηκώσει το κεφάλι του, μα ήταν πολύ βαρύ. Ο στρατιώτης που στεκόταν από πάνω του, είχε γονατίσει από το λαχάνιασμα και έπιανε το στομάχι του. «Ρε μαλάκα Γεωργίου, θα τον σκοτώσεις τον χριστιανό;» κατάφερε να ψελλίσει μέσα στο λαχάνιασμά του.
«Ίσως και να του αξίζει» μονολόγησε εκείνος, πριν λιποθυμήσει.
***
«Κινήθηκε απειλητικά προς τον σκοπό» έγραψαν οι εφημερίδες. «Στο στρατόπεδο, συχνά, ταραξίες πετάνε αντικείμενα και μπουκάλια στους στρατιώτες» συνέχισαν τα blogs. «Ο ήρωας – φαντάρος, προστατεύει όσα εναπόθεσε στα χέρια του η πατρίδα» έγραψαν οι μισαλλόδοξοι.
«Είκοσι μέρες φυλακή για άσκοπη χρήση πυρομαχικών» άκουσε, στην πρωινή αναφορά του λόχου, ο Στέλιος κι ύστερα χαμογέλασε ανεπαίσθητα. «Μόνο σήμερα ήτανε. Σήμερα παίρνω το χαρτί. Σήμερα έκοψα κάθε δεσμό μ’ ό,τι είχε απομείνει απ’ την παλιά ζωή. Μόνο σήμερα θα μπορούσαν να έρθουν έτσι τα πράγματα κι έτσι ήρθαν» συλλογίστηκε, καθώς γύριζε πίσω στην παράταξη κι ύστερα χώθηκε στο θάλαμο για ν’ αλλάξει ρούχα, να παραδώσει τ’ όπλο και τις κουβέρτες του, να μαζέψει τις υπογραφές και να παραλάβει την πολιτική του ταυτότητα, αναγεννημένος πιά, χωρίς να κουβαλάει καμία ανάμνηση από ένα εξαιρετικά ακραίο και επώδυνο παρελθόν.