Με τα δάχτυλα του ποδιού της, μπορούσε να ακουμπήσει τον τοίχο πίσω της. Ήταν μούσκεμα απ’ την υγρασία και κολλούσε απ’ τη βρώμα. Η μυρωδιά στο σκοτεινό δωμάτιο ήταν ανυπόφορη, όμως τόσες ώρες μετά, σχεδόν την είχε συνηθίσει. Πόσες ώρες άραγε βρισκόταν εκεί; Της ήταν αδύνατον να υπολογίσει.
Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα, δεν ήξερε καν αν ήταν μέρα ή νύχτα. Ήξερε μόνο πως οι καρποί της πονούσαν φριχτά απ’ τα σκοινιά που ήταν δεμένη, απ’ την ώρα που την κατέβασε εδώ. Το μόνο που είχε προλάβει να δει, ήταν ένας σιδερένιος γάντζος στο ταβάνι κι ένα σκοινί που κρεμόταν από κει. Μ’ αυτό το ίδιο σκοινί, είχε δέσει σφιχτά τα χέρια της και την άφησε στην ουσία να κρέμεται απ’ το ταβάνι, μιας και τα πόδια της δεν έφταναν στο έδαφος.
“Δεν υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ. Δεν υπάρχει λόγος να φωνάζεις. Δεν μπορεί να σ’ ακούσει ή να σε βοηθήσει κανείς!” της είχε πει με βραχνή φωνή, πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. “Ο χρόνος σου τελειώνει!” είπε και κλείδωσε δύο φορές, πριν τον ακούσει να σέρνει τα βαριά του βήματα. Και μετά… σιωπή.
Στην αρχή προσπάθησε να λυθεί, προσπάθησε να σηκώσει το κορμί της, να πιάσει το σκοινί. Ήταν αδύνατον. Γρήγορα παραιτήθηκε απ’ την προσπάθεια. Στην αρχή φώναζε δυνατά, αλλά δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα γύρω της και σύντομα σταμάτησε. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη σιωπή, μήπως άκουγε κάποιον ήχο που να δήλωνε πού μπορεί να βρισκόταν. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Έκλαψε πολύ. Τον παρακάλεσε φωναχτά. Τίποτα. Και μετά, απλά παραιτήθηκε. Παραιτήθηκε κι απέμεινε να περιμένει στωικά το τέλος.
Είχε λιποθυμήσει ή ίσως είχε απλά αποκοιμηθεί σ’ αυτή την άβολη στάση, όταν την ταρακούνησε ο ήχος από τα κλειδιά στην κλειδαριά. Τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο και να την πλησιάζει μ’ αργά βήματα. Το φως που μπήκε απ’ τον έξω χώρο, την έκανε να τον δει καθαρά. Ένας άντρας, γύρω στα 45-50, ψηλός και γεροδεμένος. Το δέρμα του ήταν σκούρο και τα μαύρα μαλλιά του μακριά κι ανακατεμένα. Το ύφος του ήταν άγριο. Η Δήμητρα τον κοίταξε τρομαγμένη. Προσπάθησε ν’ ανοίξει το στόμα της, αλλά δεν έβγαινε ήχος.
“Δεν υπάρχει λόγος να πεις τίποτα. Ήρθε η ώρα!” της είπε και σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι. Κρατούσε ένα μπαλτά, που άστραψε απ’ το λιγοστό φως του χώρου. “Μη! Σε παρακαλώ! Τι θέλεις; Ότι θέλεις θα…”. Ο άντρας δεν την άφησε να ολοκληρώσει τη φράση της κι άπλωσε το χέρι του στον τοίχο, ανάβοντας το φως του δωματίου. Η Δήμητρα κοίταξε γύρω της και γούρλωσε τα μάτια της με τρόμο. Πτώματα. Ανθρώπινα κατακρεουργημένα πτώματα, στοιβαγμένα στη γωνία και αίματα παντού στους τοίχους. Παντού! Αυθόρμητα κοίταξε πίσω της. Ο τοίχος που με τα βίας κατάφερνε να ακουμπήσει τα δάχτυλα των ποδιών της, ήταν σχεδόν κόκκινος. Η σκέψη πως είχε αγγίξει αυτόν τον τοίχο, νομίζοντας πως ήταν υγρασία, την έκανε να ανατριχιάσει.
-Πες μου τι θες να κάνω και… ψέλλισε
-Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις! Εδώ είναι το δικό μου δωμάτιο παιχνιδιού! Εδώ μόνο εγώ βάζω τους κανόνες! Κι ο κανόνας είναι ένας και μοναδικός! Όποιος αποφασίζω εγώ, πεθαίνει!
-Είμαι σίγουρη πως θα μπορούσα να…
-Σκάσε πουτάνα! Τι σε κάνει να πιστεύεις πως μπορεί να καταφέρεις να μου δώσεις οτιδήποτε που δεν είχε κανείς απ’ όλους αυτούς; της είπε με τραχιά φωνή κι έδειξε με το βλέμμα του τα πτώματα γύρω τους
Η Δήμητρα κοκάλωσε. Δεν είχε ιδέα γιατί αυτός ο άνθρωπος τα έκανε όλα αυτά, αλλά έπρεπε να βρει έναν τρόπο να γλιτώσει. Ίσως αν κατάφερνε να κερδίσει λίγο χρόνο, να καταλάβαινε τι τον οδηγεί σ’ αυτές τις πράξεις και να μπορούσε να τον μεταπείσει.
-Ξέρω τι σκέφτεσαι. Γιατί τα κάνω όλα αυτά. Έτσι δεν είναι;
-Καταλαβαίνω πως…
-Όχι πουτάνα! Τίποτα δεν καταλαβαίνεις! Ο λόγος είναι ένας, απλός και ξεκάθαρος. Όλα αυτά τα κάνω, απλά γιατί μπορώ! της είπε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, κάνοντάς την να ανατριχιάσει
-Και τώρα ήρθε η ώρα! είπε δυνατά και σήκωσε το μπαλτά απειλητικά στο πρόσωπό της
–Μία χάρη! Μία μόνο τελευταία χάρη! του φώναξε παρακλητικά
Εκείνος την κοίταξε έντονα. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Τα δικά της ήταν κόκκινα και γεμάτα δάκρυα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, η Δήμητρα ένιωσε πως ίσως και να την είχε λυπηθεί. Έκανε λάθος κι αυτό το κατάλαβε απ’ το δυνατό, ειρωνικό του γέλιο.
-Το δικό σου μαρτύριο παρατείνεις. Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Μία χάρη όμως τη δικαιούσαι.
-Πώς με διάλεξες; Πώς τους διάλεξες όλους αυτούς; Γιατί; του είπε κοιτώντας τον με πείσμα στα μάτια
Ανακουφίστηκε όταν τον είδε να κατεβάζει το χέρι του. Τον είδε να κάνει δυο βήματα προς τα πίσω και να βγάζει απ’ την τσέπη του ένα πακέτο με τσιγάρα. Άναψε με αργές κινήσεις ένα τσιγάρο και την κοίταξε.
-Θα κερδίσεις μόλις 5 λεπτά ζωής ακόμη, μέχρι να σου πω. Κι εγώ μ’ αυτό το τσιγάρο θα χάσω 7! είπε και ξεκαρδίστηκε με τον εαυτό του.
Η Δήμητρα στραβοκατάπιε και προσπάθησε να σκεφτεί. Είχε μόλις 5 λεπτά να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει, αλλιώς σε λίγο το νεκρό, σακατεμένο κουφάρι της, θα έκανε παρέα με όλα τα υπόλοιπα στο μικρό δωμάτιο.
-Τυχαία! Αυτή είναι η απάντηση. Βγαίνω στο δρόμο κι όποιον μου καπνίσει και τον βρω σε κάποια βολική και σκοτεινή τοποθεσία, απλά τον αρπάζω. Τον ναρκώνω και τον μεταφέρω εδώ. Θα μπορούσα να σε σκοτώσω αμέσως. Κι αυτούς θα μπορούσα. Όμως τότε δεν θα είχε τόση πλάκα! Με φτιάχνει περισσότερο να σας αφήνω εδώ, μέσα στη βρώμα και το σκοτάδι. Να σας αφήνω να πεθαίνετε κάθε λεπτό από αγωνία και να αναρωτιέστε τι μπορεί να συμβαίνει. Σκάω στα γέλια όταν σας ακούω να ουρλιάζετε για βοήθεια και να με παρακαλάτε. Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα τριγύρω για να σας σώσει. Όποιος μπαίνει σ’ αυτό το υπόγειο, δεν βγαίνει ποτέ! Ούτε νεκρός όπως βλέπεις! Λέω σε όλους αυτό που είπα σε σένα! “Δεν υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ. Δεν υπάρχει λόγος να φωνάζεις. Δεν μπορεί να σ’ ακούσει ή να σε βοηθήσει κανείς!”. Μετά φωνάζω “Ο χρόνος σου τελειώνει!”, κλειδώνω και σέρνω επίτηδες τα βήματά μου. Ξέρω ότι όλο αυτό σας τρομάζει ακόμη περισσότερο! Και μετά σας αφήνω στη σιωπή. Για 5-6 ώρες, που είναι αρκετές για να σας κάνουν να διαλυθείτε απ’ τον φόβο σας! Δεν ξέρεις πόσους βρήκα εδώ να κρέμονται κατουρημένοι απ’ το φόβο τους! Δεν ξέρεις πόσο αστείο ήταν! είπε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια
-Και τώρα… θα μου επιτρέψεις! συνέχισε με βραχνή φωνή
Πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα, ποδοπατώντας το με το παπούτσι του και σήκωσε το δεξί του χέρι, κρατώντας σφιχτά τον μπαλτά. Η Δήμητρα πρόλαβε να δει τα μάτια του να γουρλώνουν από έκπληξη, όταν το φως του δωματίου έσβησε. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε να λέει “Δεν υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ. Δεν υπάρχει λόγος να φωνάζεις. Δεν μπορεί να σ’ ακούσει ή να σε βοηθήσει κανείς!”. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. “Ο χρόνος σου τελειώνει!” ακούστηκε η ίδια φωνή να λέει. Η πόρτα κλείδωσε δύο φορές και βαριά βήματα ακούστηκαν να απομακρύνονται…