Αγρίμι ήταν. Από μικρή. Γυρίστρα και γλωσσού την έλεγε η μάνα της. “Πώς θα το παντρέψουμε αυτό το παιδί; Θεριό ανήμερο είναι!” ψιθύριζε τα βράδια στον πατέρα της κι εκείνος δεν μιλούσε. Ποτέ του δεν μιλούσε. Μια ζωή, η μάνα της ήταν αυτή που έβαζε σε κείνη και στα 2 αδέρφια της πόστα. Εκείνη ήταν που έμπηγε φωνές κάθε που παράκουγαν τις εντολές της. Εκείνη που καμιά φορά, έβγαζε την παντόφλα και τα περιλάβαινε “για να μάθουν ν’ ακούν!”.
Δεν ήταν κακιά η μάνα της. Δεν ήταν κακιά και τ’ αγαπούσε τα παιδιά της. Εκείνα τα χρόνια όμως, δεν ήξεραν οι γονείς πως να το δείξουν. Δεν τα χάιδευαν πολύ, δεν τους γλυκομιλούσαν, μην και κακομάθουν. Ήταν σκληρά τα χρόνια, τραχιά τα χέρια των γονιών απ’ τα χωράφια ολημερίς. Και τα χέρια της μάνας της ήταν τραχιά κι έπεφταν βαριά καμιά φορά πάνω στο πρόσωπό της.
Απ’ την άλλη, ο πατέρας τους, πάντα λιγομίλητος και αγέλαστος. Κουρασμένος απ’ τη ζωή κι αυτό φαινόταν απ’ τις βαθιές αυλακιές που χαράκωναν το πρόσωπό του κι ας μην ήταν ούτε 50 χρονών ακόμη. Από μωρό, πλάι στους δικούς του στα χωράφια. Του έφαγε ο ήλιος το δέρμα. Του μάτωσε η δουλειά τα χέρια. Δεν είχε δει χάδια και φιλιά. Δεν τα είχε χαρεί. Κι όταν παντρεύτηκε, καλή, χρυσή, νοικοκυρά η γυναίκα του, αλλά δεν του έδειχνε στοργή. Σκληρή γυναίκα. Άκαμπτη. Κι εκείνος όμως, δεν παραπονέθηκε ποτέ. Συνέχισε να δουλεύει ολημερίς στο πλάι της, για να αναστήσουν τα τρία παιδιά τους.
Δυο σερνικά είχαν και τη Φιλίτσα, τη μικρότερη. “Κάνατε και την τσούπρα, να πιείτε ένα ποτήρι νερό!” τους έλεγαν όταν γεννήθηκε κι ίσως ήταν απ’ τις λίγες φορές που χαμογέλασε αληθινά κι ο πατέρας της.
Φτωχή οικογένεια. Χωρίς πολλά πολλά. Άλλωστε, πόσοι είχαν πολλά τότε; Όπως όλοι κι αυτοί. Γρήγορα ακολούθησαν και τ’ αγόρια στα χωράφια τους γονιούς τους κι άρχισε σιγά σιγά να αυξάνεται η παραγωγή και να καταφέρνει η μάνα τους να βάζει λίγα – λίγα στην άκρη για τα προικιά της Φιλίτσας, της μοναχοκόρης τους.
Η Φιλίτσα όμως, μόνο τον γάμο δεν είχε στο μυαλό της. Σαν αγρίμι παράβγαινε με τ’ αδέρφια της στο τρέξιμο κι έκανε διαγωνισμό ποιος θα καταφέρει να πετύχει στη σκοποβολή με το όπλο του παππού τους, τα τενεκεδένια κουτάκια. Έξαλλη γινόταν η μάνα της! “Έλα μωρή να σου δείξω να ζυμώνεις! Της παντρειάς έγινες κι ακόμη τρεχοβολάς σαν τ’ αρσενικό!” της φώναζε. Και θύμωνε η Φιλίτσα που της χαλούσε το παιχνίδι κι έβγαζε γλώσσα της μάνας της κι άρπαζε κι εκείνη την παντόφλα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει…
Κι ήρθε ο καιρός που η Φιλίτσα, έπρεπε να παντρευτεί. Έπρεπε! Ήταν ήδη 19 χρονών κι ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να τη συζητάει “Γεροντοκόρη θα τους μείνει!” έλεγαν οι γειτόνισσες, πίνοντας τον καφέ τους στις παστρικιές αυλές τους. Δεν ήταν άσχημη η Φιλίτσα, το κάθε άλλο! Όμορφη ήταν κι είχε δυο μάτια γαλανά σαν θάλασσες, αλλά ποιος θα την ζητούσε για γυναίκα του έτσι ατίθαση και ακαμάτρα; Στα χωράφια πρώτη ήταν κι έβαζε κάτω και σερνικά, αλλά στο σπίτι… ούτε να ζυμώσει, ούτε να πλύνει στη σκάφη, ούτε να πιάσει τον αργαλειό να φτιάξει κάτι για την προίκα της. Ποιος να την ζητήσει, που είχε μια γλώσσα ίσα με το μπόι της και άκουσον άκουσον (!) άποψη; Τ’ άκουγε η μάνα της αυτά. Τ’ άκουγε και μαύριζε η ψυχή της. Δίκιο είχαν οι σακαφιόρες. Έπρεπε κάτι να κάνει για να αλλάξει τα πράγματα. Η Φιλίτσα έπρεπε να παντρευτεί.
Στην αρχή την έπιασε με το καλό. “Μεγάλωσες κοπέλα μου. Ήρθε ο καιρός σου! Πρέπει να κάμεις το δικό σου σπιτικό!”. Τ’ άκουγε η Φιλίτσα και κουνούσε το κεφάλι της. Νευρίαζε η μάνα της και δώσ’ του ανεβοκατέβαζε την παντόφλα πάνω στο κορίτσι. Κιχ δεν έβγαζε η Φιλίτσα όταν η μάνα της ξεσπούσε πάνω της. Βαθιά μέσα της ήξερε πως είχε δίκιο. Είχε πια μεγαλώσει. Έπρεπε να παντρευτεί. Έπρεπε και το ήθελε κι η ίδια, αλλά πώς;
Είδε κι απόειδε η μάνα της, που δεν κατάφερνε τίποτα με την ίδια κι άρχισε να πλευρίζει όλο και περισσότερο τον άντρα της. “Μας συζητάνε στο χωριό! Κάτι πρέπει να κάνεις! Μην κοιτάς μόνο να φεύγεις απ’ το σπίτι τάχα για προμήθειες κάθε τρεις και λίγο! Ξέρω γιατί το κάνεις! Απ’ τη μέρα που με γνώρισες γκρινιάρα με λες, αλλά αν δεν είχες κι εμένα…”. Την κοιτούσε εκείνος και λέξη δεν έβγαζε. Παραδομένος ήταν πια. Είχε δουλέψει σκληρά, είχε κοπιάσει να μεγαλώσει τη φαμίλια του και όσο τα χρόνια περνούσαν κι έβλεπε πως μια χαρά τα κατάφερναν τα παιδιά του και δεν τον είχαν πια ανάγκη, τόσο βυθιζόταν στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που πάντα ένιωθε και που πολλές φορές τον οδηγούσε σε σκέψεις που δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό του τον ίδιο να ξεστομίσει. “Καλή, χρυσή, νοικοκυρά η γυναίκα που παντρεύτηκες, αλλά η άλλη… Δεν σ’ άφησαν να την πάρεις κι αντί να φερθείς σαν άντρας και να πας να την κλέψεις, έσκυψες το κεφάλι στις προσταγές των γονιών σου. Κι έφυγε εκείνη, παντρεύτηκε μακριά και την έχασες. Άνανδρος είσαι! Έκλαιγε στα χέρια σου και της έλεγες δεν μπορώ!” σκεφτόταν όσα είχαν συμβεί κι έφτυνε τα ίδια του τα μούτρα στον καθρέφτη. Ίσως γι’ αυτό δεν μάλωνε κι εκείνος την Φιλίτσα. Γιατί του έμοιαζε. Έτσι ήταν κι εκείνος μικρός κι όμως υποτάχτηκε κι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο. Δεν ήξερε να αγκαλιάσει και να χαϊδέψει τα παιδιά του, ήξερε όμως πως δεν ήθελε να γίνει η κόρη του σαν κι αυτόν.
“Τράβα πλύσου και βάλε τα καλά σου. Την Κυριακή έχουμε χαρές!” της είπε μια μέρα η μάνα της. “Χαρές; Τι χάρες;” ρώτησε η Φιλίτσα κι άφησε στο χώμα τη ντάνα με τα καφάσια που κρατούσε. Κι έτσι, καταμεσής στο χωράφι, της δήλωσε η μάνα της το μέλλον της. Ότι σε λίγο καιρό, με δόξα και τιμή, θα παντρευτεί έναν άντρα απ’ το διπλανό χωριό, που ένα χρόνο πριν έχασε τη γυναίκα του και τον άφησε μόνο με τα 5 παιδιά τους. Ήταν κάμποσο μεγαλύτερός της, αλλά τι σημασία είχε; Σημασία είχε να κάμει κι αυτή το σπιτικό της, γιατί ο γαμπρός τον είχε τον τρόπο του και στο κάτω της γραφής, χάρη της έκαμε. Που είχε γίνει 22 χρονών κι άντρας δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει.
“Γεροντοκόρη έμεινες γλωσσού! Γεροντοκόρη! Γιατί ποτέ σου δεν με άκουσες! Μαγκούφα θα έμενες αν δεν στον έβρισκα κι αυτόν!” έλεγε, έλεγε, έλεγε… Μιλούσε και σταματημό δεν είχε κι η Φιλίτσα έστεκε αμίλητη και την κοιτούσε σαν χαμένη, κρατώντας απαλά την κοιλιά της. Κι έλεγε κι έλεγε η μάνα της και μόνο όταν είδε μια λεπτή, κόκκινη γραμμή να κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια της Φιλίτσας σταμάτησε να μιλάει. Μια γραμμή που όλο κι έβαφε το χώμα κάτω απ’ τα πόδια της κόρης της…
“Γυρίστρα και γλωσσού μ’ έλεγε η μάνα μου. Αγρίμι απ’ την μέρα που γεννήθηκα. Πάντα είχα μια φλόγα μέσα μου, το μόνο μου νοιάξιμο ήταν να μην υποταχτώ! Ποτέ! Κι από πίκα κυκλοφορούσα σαν σερνικό. Από πίκα, δεν έπιανα τον αργαλειό. Από πίκα, γιατί ένιωθα πως κανείς δεν νοιαζόταν. Γραμμάτιο που έπρεπε να ξοφληθεί, δίνοντάς με στον άντρα μου. Έτσι ένιωθα.
Όταν γνώρισα τον Νικολή, πώς άλλαξαν όλα σε μια στιγμή αν ήξερες! Λέξη δεν έβγαινε απ’ το στόμα του κι όμως σαν με κοιτούσε, κοκκίνιζα σαν παπαρούνα. Μη με ρωτάς πώς μ’ έκανε να τον αγαπήσω. Κι εγώ δεν ξέρω να σου πω. Μουγκός απ’ τη μέρα που γεννήθηκε ήταν. Κουβέντα δεν έλεγαν τα χείλη του. Τα μάτια του όμως… Αν έβλεπες τα μάτια του…
Ήξερα πως δεν θα μ’ άφηναν να τον πάρω. Να πάρω τον μουγκό! Ντροπής πράγματα! Το ήξερα κι όσο ο καιρός περνούσε, τόσο πιο πολύ σκέπαζα τα πόδια και τα μάτια μου, μη τα δει κανείς και τα λιμπιστεί και με ζητήσει. Γιατί αν κάποιος με ζητούσε, θα μ’ έδιναν. Αρκεί να μην ήταν μουγκός…
Το βράδυ που κατάλαβα πως ήμουν έγκυος, έτρεξα και του το είπα. Αν έβλεπες πώς χάρηκε! Κλαίγαμε αγκαλιά κι ας ήξερα… Πότε μου είπε η μάνα μου ότι παντρεύομαι, πότε ένιωσα την ψυχή του παιδιού μας να φεύγει από μέσα μου, πότε με πήγε στο γιατρό, πότε γίναν όλα… ακόμη δεν ξέρω να σου πω.
Παντρεύτηκα τελικά. Τον πήρα εκείνον που μου είχαν βρει. Είχε κι εκείνος την ανάγκη μου, 5 παιδιά μόνος του πώς να τα κουμαντάρει κι έκανε τα στραβά τα μάτια. Και με τα χρόνια τον πόνεσα και με πόνεσε κι αυτός. Ποτέ του όμως δεν μ’ αγάπησε όπως αγαπούσε τη συγχωρεμένη. Ποτέ μου κι εγώ δεν τον αγάπησα όπως αγαπούσα τον Νικολή, που σαν έμαθε τα μαντάτα, έφυγε απ’ το χωριό και δεν έμαθα ξανά τίποτα για εκείνον…
Τι τα θες τώρα πια; Ότι έγινε, δεν ξεγίνεται. Τ’ αγάπησα τα παιδιά του άντρα μου σαν δικά μου. Κι αυτά και τα δικά τους παιδιά, που τα νιώθω εγγόνια μου. Μπορεί να μην είσαι σάρκα απ’ τη σάρκα μου, αλλά εγγόνα μου σ’ έχω… Γράμματα πολλά μπορεί να μην ξέρω, ξέρω όμως ένα να σου πω. Δεν υπάρχει αγάπη που δεν της πρέπει ν’ ανθίσει. Κι αυτό το σποράκι που έχεις μέσα σου, να το προσέχεις και να μην ακούς τους άλλους. Δεν υπάρχει παιδί που αξίζει τ’ ανάθεμα. Να τον επάρεις κόρη μου. Να τον επάρεις κι αν η μάνα σου τ’ αρνηθεί, να ‘ρθείτε εδώ. Σε μένα. Ένα δωμάτιο έχω όλο κι όλο, αλλά γιομάτο αγάπη το ‘χω. Εδώ να ρθείτε!”…