Ο Βύρων στεκόταν εδώ και ώρα έξω από το ξενοδοχείο και περίμενε. Ήταν 11:00 το πρωί. Ήταν σίγουρος ότι η ξενάγηση θα ξεκινούσε στις 10:30. Έτσι έγραφε η ανακοίνωση:
«Ξενάγηση στο ξενοδοχείο των Ιπποτών: 30 Νοεμβρίου στις 10:30».
«Ξενοδοχείο των Ιπποτών», σκέφτηκε. «Τι περίεργο όνομα».
Δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει εκείνο το πρωινό, αλλά τώρα μετάνιωνε πικρά για την απόφασή του. Αν υπήρχε κάτι που μισούσε ήταν η ασυνέπεια. Φρόντιζε να είναι πάντα στην ώρα του, και θύμωνε με όσους δεν το τηρούσαν. Έστριψε το παχύ μουστάκι του κι ετοιμάστηκε να φύγει, όταν άκουσε φωνές. Συνοφρυώθηκε, και κατευθύνθηκε προς την πηγή τους. Στην άλλη πλευρά του κτιρίου, ήταν συγκεντρωμένη μια ομάδα ατόμων. Μόλις τον είδαν να κατευθύνεται προς το μέρος τους, σώπασαν και τον κοίταξαν.
«Καλημέρα – καλημέρα!», του είπε χαρωπά ένας νεαρός και του έδωσε το χέρι του.
Εκείνος του ανταπέδωσε τη χειραψία. Τα ατημέλητα κόκκινα μαλλιά του, έβγαιναν από τις δύο πλευρές του καπέλου που φορούσε και τα πράσινα ρούχα του, τον έκαναν να μοιάζει αστείος. Εκείνο που ερχόταν να συμπληρώσει το σκηνικό, ήταν τα σιδεράκια στα δόντια του.
«Είμαι ο Γκάρυ ο ξεναγός σας», συμπλήρωσε ο νεαρός χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
«Νόμιζα ότι το ραντεβού ήταν στην κεντρική είσοδο», έκανε ο Βύρων ενοχλημένος.
«Όχι!», έκανε ο Γκάρυ. «Το ραντεβού ήταν στην πλαϊνή μεριά, για να κατευθυνθούμε μετά στην κεντρική είσοδο!»
Συνέχιζε να χαμογελάει εκνευριστικά.
«Λοιπόν! Τώρα που είμαστε όλοι εδώ, μπορούμε να ξεκινήσουμε».
«Μόνο εμείς είμαστε;», ρώτησε ο Βύρων κοιτάζοντας τα πέντε άτομα που στέκονταν.
«Ναι! Λίγοι και καλοί!», του απάντησε.
«Μάλιστα…», μουρμούρισε εκείνος και στάθηκε δίπλα σε ένα κοριτσάκι με ξανθές πλεξούδες που κρατούσε το χέρι της μαμάς του.
Εκείνο γύρισε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Αυτός στένεψε τα μάτια και τότε το κοριτσάκι απέστρεψε το βλέμμα. Παραδίπλα ένα ζευγάρι Κινέζων τουριστών σημείωναν πυρετωδώς σε ένα τετράδιο. Παρατήρησε τις φωτογραφικές μηχανές που κρέμονταν από το λαιμό και των δύο και χαμογέλασε στραβά. Ένας νεαρός, με emo εμφάνιση, στεκόταν ακόμα πιο πέρα. Αναρωτήθηκε πώς στο καλό κατάφερνε να βλέπει με αυτή τη μαύρη, πυκνή τούφα πάνω από το ένα του μάτι.
«Ας είναι», σκέφτηκε τη στιγμή που ο Γκάρυ άνοιγε τη βαριά, σιδερένια καγκελόπορτα.
Το ξενοδοχείο των Ιπποτών, υψωνόταν μεγαλόπρεπο μπροστά τους. Ήταν ένας μεγάλος πέτρινος πύργος. Το μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο, ήταν πλαισιωμένο από μια συστάδα ψηλών κυπαρισσιών που έκρυβαν το φως του ήλιου κι έριχναν τις πελώριες σκιές τους στο έδαφος. Ένιωσε ένα ελαφρό ρίγος. Φυσικό αφού ο ήλιος δεν μπορούσε να διαπεράσει τις φυλλωσιές τους. Έφτασαν στη μεγάλη, ξύλινη πόρτα. Δυο ιππότες στέκονταν δεξιά κι αριστερά της, υψώνοντας την πανοπλία τους σε αόρατους εχθρούς.
«Το ξενοδοχείο αυτό», άρχισε ο Γκάρυ, «ήταν παλιά κάστρο ιπποτών. Γι’ αυτό άλλωστε πήρε και την ονομασία του. Τα κυπαρίσσια που βλέπετε στην αυλή, τα είχαν φυτέψει για να κρύβουν το φως του ήλιου και να το εμποδίζουν να φτάσει προς το μέρος τους. Βλέπετε, οι ιππότες που έμεναν εδώ, ανήκαν σε μια αίρεση, η οποία πίστευε στο Φεγγάρι και θεωρούσαν πως ο Ήλιος ήταν ο δαίμονας εχθρός τους», πρόσθεσε κι έσπρωξε την πόρτα η οποία άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο.
Μόλις έκλεισε πίσω τους, βυθίστηκαν στο σκοτάδι.
«Ωπ!», έκανε ο Γκάρυ και ξαφνικά άναψαν τα κεριά που βρίσκονταν στους τοίχους.
«Ω…», ακούστηκε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού.
«Πώς άναψαν τα κεριά;», ρώτησε αμέσως ο Βύρων.
«Έτσι», του είπε ο Γκάρυ και τράβηξε ένα κορδόνι που κρεμόταν από το ταβάνι πάνω από το κεφάλι του.
Τα κεριά έσβησαν και άναψαν ξανά όταν το τράβηξε και πάλι.
«Υπέροχο!», φώναζε ο Κινέζος και τράβηξε αλλεπάλληλες φωτογραφίες.
«Μπορείτε να περιηγηθείτε λίγο στο χώρο πριν ανέβουμε στον επάνω όροφο», είπε τότε ο Γκάρυ.
Ο Βύρων κοίταξε γύρω του. Προχώρησε προς τον πάγκο της υποδοχής. Το βιβλίο των επισκεπτών ήταν ανοιχτό σε μια κενή σελίδα. Παρατήρησε ότι ο τελευταίος επισκέπτης, είχε γράψει κάτι ακατάληπτο στα κινέζικα.
«Θα γράψετε κάτι για εμάς;», άκουσε μια φωνή και τινάχτηκε.
Σήκωσε το κεφάλι του που ήταν σκυμμένο πάνω στο βιβλίο και είδε ότι πίσω από τον πάγκο είχε ξεπροβάλει ένας κοντόχοντρος άντρας με κόκκινη στολή. Πρέπει να ήταν σκυμμένος τόση ώρα γι’ αυτό δεν τον είχε προσέξει.
«Ω! Γεια σας κύριε Μπέλορ», έκανε ο Γκάρυ και πήγε προς το μέρος του.
Τον χτύπησε στον ώμο και του χαμογέλασε.
«Ο κύριος…», στράφηκε προς τον Βύρων.
«Βύρων», απάντησε βαριεστημένα εκείνος.
«Ναι!», είπε ο Γκάρυ. «Ο κύριος Βύρων λοιπόν, φυσικά και θα γράψει κάτι για εμάς έτσι δεν είναι;», ρώτησε και του χαμογέλασε πλατιά.
Τα σιδεράκια του άστραψαν κάτω από το φως των κεριών. Εκείνος πήρε αμίλητος την πένα που ήταν ακουμπισμένη δίπλα στο βιβλίο κι έγραψε:
«Φανταστική εμπειρία! Μια ξενάγηση που δεν θα θέλατε να χάσετε».
Κι έκανε να φύγει.
«Υπογράψτε παρακαλώ!», του είπε ο Μπέλορ.
Ξεφύσηξε κι έβαλε την υπογραφή του κάτω από το σχόλιο. Προχώρησε παραπέρα. Το κοριτσάκι στεκόταν μαζί με τη μαμά του στον απέναντι τοίχο και κρατούσε στα χέρια μια πορσελάνινη μπαλαρίνα. Την έδειξε στη μητέρα της κι εκείνη την αγκάλιασε σφιχτά. Μόλις απομακρύνθηκαν, πλησίασε για να δει καλύτερα και διαπίστωσε ότι πίσω από τη μινιατούρα μπαλαρίνα, κρεμόταν στον τοίχο ένα κάδρο, που απεικόνιζε τη σιλουέτα μιας γυναίκας, ντυμένης μπαλαρίνα που χόρευε πάνω στη σκηνή.
«Δεν έχει κόσμο αυτό το ξενοδοχείο;», ρώτησε φωναχτά.
«Όχι!», απάντησε αμέσως ο Γκάρυ που ήταν ακόμα δίπλα στον Μπέλορ. «Έχουμε δεσμεύσει τη σημερινή μέρα για την ξενάγηση».
Εκείνος συνέχισε να περιεργάζεται το χώρο. Ο emo νεαρός, στεκόταν μπροστά από μια πανοπλία. Όταν απομακρύνθηκε, ο Βύρων θα ορκιζόταν ότι είδε δυο μάτια να τον κοιτούν μέσα από τη σχισμή του κράνους. Την επόμενη στιγμή όμως είχαν εξαφανιστεί. Έστρεψε την προσοχή του προς το ζευγάρι των κινέζων. Ξεφύλλιζαν ένα άλμπουμ Polaroid. Όταν απομακρύνθηκαν, πλησίασε. Οι φωτογραφίες, απεικόνιζαν τις σιλουέτες ενός ζευγαριού. Δεν μπορούσε να διακρίνει όμως λεπτομέρειες. Είχαν ξεθωριάσει με το χρόνο. Κάτι όμως στο σουλούπι τους, του έμοιαζε οικείο.
«Λοιπόν! Ώρα να ανεβούμε επάνω!», φώναξε ο Γκάρυ και όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. «Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τις σκάλες», πρόσθεσε. «Θα το κάνουμε όπως οι ιππότες εκείνο τον καιρό!», είπε και προχώρησε στην άλλη άκρη του δωματίου.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Το ίδιο και ο Μπέλορ. Ο Βύρων έμεινε για λίγο πίσω κοιτώντας ξανά τις δύο μπαλαρίνες. Κάτι του θύμιζαν…
«Κύριε Βύρων!», φώναξε τότε ο Γκάρυ.
Όλοι γύρισαν προς το μέρος του.
«Ελάτε! Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε χωρίς εσάς!»
Μπήκαν όλοι μαζί σε ένα ξύλινο, τετράγωνο κουτί.
«Βρισκόμαστε μέσα σε ένα αυτοσχέδιο ασανσέρ, που χρησιμοποιούσαν οι ιππότες όταν ζούσαν στο κάστρο», άρχισε ο Γκάρυ τη στιγμή που τραβούσε μια βαριά αλυσίδα και το κουτί άρχισε να ανεβαίνει. «Πριν από 20 χρόνια, όταν αποφασίστηκε να γίνει μετατροπή του κάστρου σε ξενοδοχείου, δύο εργάτες, προσπάθησαν να ελέγξουν αν ήταν ασφαλές. Δυστυχώς δεν ήταν», είπε και σταμάτησε να τραβάει την αλυσίδα.
Το κουτί έμεινε μετέωρο με ένα απότομο τράνταγμα.
«Από τότε, κάθε πέντε χρόνια, κάνουμε αναπαράσταση του θανάτου μας και καλούμε κάποιον να έρθει να μας βρει. Βλέπετε, είναι βαρετά στην αιωνιότητα…», είπε με μάτια που έλαμψαν.
Ο Βύρων προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που είχε ακούσει.
«Σωστά καταλάβατε», είπε ο Γκάρυ. «Οι εργάτες που σκοτώθηκαν είμαστε εμείς οι δυο», πρόσθεσε κι έδειξε τον εαυτό του και τον Μπέλορ.
Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Όλοι ήταν μαζεμένοι στην μια άκρη του κουτιού και τον κοιτούσαν ανέκφραστα.
«Πώς…», ψέλλισε.
«Βάλατε την υπογραφή σας κύριε Βύρων», του είπε απλά ο Μπέλορ.
Τότε θυμήθηκε. Η κινέζικη επιγραφή στο βιβλίο, ανήκε στο ζευγάρι των κινέζων, όπως επίσης και οι φωτογραφίες Polaroid. Η φωτογραφία και η μινιατούρα της μπαλαρίνας, ανήκαν στη μητέρα και το κοριτσάκι, τα μάτια μέσα από την πανοπλία, ανήκαν στον emo νεαρό.
«Εγώ, δεν…», πρόλαβε να πει τη στιγμή που ο Γκάρυ άφηνε την αλυσίδα και το αυτοσχέδιο ασανσέρ βυθιζόταν στο χάος.
5 χρόνια μετά…
Στεκόταν ώρα στην μπροστινή είσοδο του ξενοδοχείου και περίμενε. Οι μακρινές φωνές, την έκαναν να καταλάβει ότι βρισκόταν σε λάθος σημείο τόση ώρα. Προχώρησε προς την πλαϊνή μεριά του ξενοδοχείου και είδε μια ομάδα ανθρώπων: ένα κοκκινομάλλη με πράσινα ρούχα, ένα κοριτσάκι με ξανθές πλεξούδες που κρατούσε το χέρι της μητέρας του, ένα ζευγάρι κινέζων, έναν emo νεαρό, κι έναν πενηντάρη άντρα με παχύ μουστάκι.
«Καλημέρα – καλημέρα!», είπε χαρωπά ο κοκκινομάλλης και προχώρησε προς το μέρος της.