,

Η πίτα της αγάπης

Αν ρωτήσεις τον Αγγελή πότε κόντεψε, κατά λάθος, να βάλει φωτιά στο σπίτι, θα σου πει «Κάπου στο Λύκειο». Οι περισσότερες περιπέτειές του, σκανταλιές, τρέλες, αταξίες, όπως και να τις πεις, έγιναν «εκεί κάπου στο Λύκειο».

«Γιατί παιδί μου; Τί σκεφτόσουν; Γιατί να κάψεις το σπίτι σας; Είχατε πολλά και αποφάσισες να ξαλαφρώσεις τους γονείς σου από το βάρος; Μοντέρνα ιδέα για ανακαίνιση;»

«Πφ! Υπερβολές! Να μωρέ, είχα κάτι εργαλεία στην αποθήκη και πειραματιζόμουν. Δεν πέτυχε αυτό που ήθελα αλλά εντάξει, όλα καλά.»

«Και δε μου λες …  Οι γονείς σου τι έκαναν;»

«Ο πατέρας μου δε ζούσε (Κι αν ζούσε ξεροψημμένος θα είχε γίνει.)  Ε, η μάνα μου τα κλασσικά ….»

«Δηλαδή;»

«Μου άστραψε ένα χαστούκι κι έμεινε η παλάμη της στο μάγουλο δυο βδομάδες.»

«Ναι …. Κι εσύ τί έκανες;»

«Πειραματίστηκα με κάτι άλλο!»

Η μητέρα του Αγγελή ήταν σκληρή γυναίκα. Δεν έλεγε εύκολα γλυκό λόγο, δεν είχε χαϊδέψει τα παιδιά της σχεδόν ποτέ, ούτε τ’ αγόρια, ούτε την κόρη της. Δεν ήξερε από τέτοια. Κι η δική της μάνα ήταν ακόμα χειρότερη. Η κυρά Βαγγελιώ ήταν δουλευταρού από μικρή, δεν είχε εξάλλου επιλογές. Μεγάλωσε σε κάποιο χωριό στη Λήμνο κι από ό,τι έλεγε ο Αγγελής, οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Γύρω στα 13 της χρόνια ήρθε με τους γονείς της στην Αθήνα λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά. Ο Αγγελής ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τ’ αδέλφια του και εντελώς διαφορετική συμπεριφορά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήσυχο παιδί κι υπάκουο, όπου τον άφηνες εκεί έμενε, μικροπαντρεύ­τηκε, έκανε οικογένεια, ήταν καλός στη δουλειά του, μια χαρά σύζυγος και πατέρας.

«Εντάξει», έλεγε ο Αγγελής, «εγώ δεν είμαι σαν τον Παύλο».

«Μια χαρά άνθρωπος είν’ ο Παύλος»

«Ναι, καλός είναι. Βαρετός όμως βρε παιδί μου»

«Σωστά, αν δεν βάλεις μπουρλότο στο σπίτι σου, ποιός ο σκοπός της ζωής; Δίκιο, δίκιο έχεις τι να λέμε τώρα!»

Η αδελφή του, έμοιαζε στη μητέρα τους. Προτεραιότητες, αυστηρός προγραμματι­σμός, δουλειά, οικογένεια. Εκείνη στην ουσία μεγάλωσε τον Αγγελή. Με την αδελφή του έκανε τις πρώτες «αντρικές» κουβέντες. Την αγαπούσε όσο και τη μάνα του.

Κολώνα του σπιτιού η κυρά Βαγγελιώ, ήταν μικρός ο Αγγελής όταν έχασε τον πατέρα του και τον ρόλο μάνας και πατέρα ανέλαβε εκείνη. Η αλήθεια είναι πως ο Αγγελής δεν ήταν άγγελος επί της γης, μόνο στ’ όνομα.

Απέναντι από το πατρικό του απλώνονταν αλάνες, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, όπου όλα τα πιτσιρίκια λυσσούσαν, έπαιζαν κυνηγητό, κρυφτό, ποδόσφαιρο που τύχαινε, σπανίως και κατά λάθος πάντα, να ξεφύγει λίγο η μπαλίτσα και να προσγειωθεί με δύναμη σε τζάμια, αυτοκίνητα, σε ό,τι βρισκόταν στο πέρασμά της τέλος πάντων. Έτρεχαν να σωθούν από τους εξαγριωμένους γείτονες που παρά τις προσπάθειες δεν κατάφερναν να πιάσουν τους δράστες. Εκτός από την κυρά Βαγγελιώ, η οποία δεν χρειαζόταν να τρέξει. Άνοιγε το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στην αλάνα και με ήρεμη – την ώρα εκείνη – φωνή, καλούσε τον κανακάρη της. «Αγγελήήή.» Μία φορά. Ποτέ δεύτερη. Ο Αγγελής ήξερε ότι αν το δευτέρωνε, δεν  θα γλύτωνε το ξύλο. Το πολύ ξύλο. Ραντάρ στ’ αυτιά λοιπόν ν’ ακούσει τη μάνα να τον φωνάζει και τσακιζόταν σπίτι. Τον μάλωνε και ανάλογα την αταξία έπεφταν και τα ανάλογα χαστούκια. Κι ο Αγγελής συνέχιζε. Έτυχε μια φορά λέει, θα ‘ταν 6 χρονών, να πάει στον κινηματογράφο με κάτι μεγαλύτερους φίλους του και επειδή δεν επέστρεψαν όλοι μαζί, έτυχε λέει, να χαθεί λίγο και να γυρίσει χαράματα στο σπίτι.

«Θες να πεις ότι 6 ετών, χάθηκες και γύρισες μόνος; Δεν κυκλοφορούσε κόσμος στο Μπουρνάζι πριν 30 χρόνια να ζητήσεις βοήθεια;;;»

«Κυκλοφορούσε. Ήθελα όμως να βρω το δρόμο μόνος μου»

«Και;»

«Ε ναι, έφαγα το ξύλο μου»

«Δεν σου είπε ποτέ καλή κουβέντα η μητέρα σου;»

«Όχι. Η κυρά Βαγγελιώ όταν ήθελε να με ευχαριστήσει μου μαγείρευε φαγητά που μου άρεσαν, έφτιαχνε γλυκά, πίτες. Γέμιζε το τραπέζι με λογής – λογής καλούδια, με μπούκωνε»

«Δηλαδή τις υπόλοιπες φορές σε άφηνε νηστικό;»

«Η μάνα μου μαγείρευε νόστιμα. Προσπαθούσε συνέχεια να βρίσκει συνταγές που θα μου αρέσουν, φαγητά που στην μυρωδιά και τη γεύση τους θα μου τρέξουν τα σάλια. Έτσι εκφραζόταν. Η φροντίδα κι η αγάπη της ήταν σερβιρισμένη στο πιάτο. Άνοιγε φύλλο για τις πίτες, σιγά μην αγόραζε έτοιμο, και τις έφτιαχνε μόνο για μένα, εκείνη δεν έτρωγε – ψίχουλο δεν άφηνα.

»Ξυπνούσε από τ’ άγρια χαράματα, με περίμενε να σηκωθώ για να πιούμε μαζί τον καφέ μας πριν φύγω για δουλειά. Να βεβαιωθεί ότι θα πάρω μαζί μου κάτι να φάω, λες και δεν μπορούσα να ψωνίσω απ’ έξω… Όχι, δεν μου έλεγε να φορέσω ζακέτα…

»Ξέρεις πόσες φορές έχω φτιάξει κοτόσουπα; Ποτέ δεν έχει αυτή τη μαμαδίστικη γεύση. Μόνο οι μανάδες ξέρουν να τη φτιάξουν με τέτοιο τρόπο που να γίνει γιατρικό. Την παρακολουθούσα να μαγειρεύει, πέρναγα ώρες μαζί της στην κουζίνα, αρώματα αναδύονταν από την κατσαρόλα ανακατεμένα με χρώματα και μυρωδικά. Άλλαζε το πρόσωπό της όταν ετοίμαζε μεζέδες και λιχουδιές. Μόνο για μένα. Να ‘ναι το τραπέζι έτοιμο στρωμένο όταν γυρίσω κι αν δεν μου αρέσει κάτι, να υπάρχει πάντοτε κι άλλη επιλογή»

«Η μάνα σου σ’ έμαθε να μαγειρεύεις;»

«Έβλεπα τι έκανε, μου έχουν μείνει οι εικόνες στο μυαλό, αλλά μόνος μου πειραματίστηκα, δεν ρώτησα τη μάνα μου αλλά την αδελφή μου. Τα φαγητά όμως ξεκίνησα να τα κάνω όπως η κυρά Βαγγελιώ»

Κι ο Αγγελής μεγάλωσε, δεν έκανε οικογένεια και σταμάτησε τις σκανταλιές (ναι, σιγά!). Η μαγειρική έγινε ανάγκη και χόμπι του ταυτόχρονα. Οι «πειραγμένες» συνταγές, οι γεύσεις που του κάνουν τα μάτια να γουρλώνουν αποτελούν πλέον γι’ αυτόν, το πιο δελεαστικό παιχνίδι. Μαγειρεύει για τον ίδιον, για φίλους και γνωστούς. Αν οι άντρες μιλούν τις περισσότερες φορές για γυναίκες κι αθλητικά – κι όχι μόνο – οι συζητήσεις του Αγγελή καταλήγουν στο φαγητό, είτε το θέμα είναι πολιτικό,  οικονομικό, επιστημονικό, πάντα θα έχει καραμελωμένο κρεμμυδάκι, βασιλικό, θυμάρι και μπαχαρικά.

Σκυμμένος πάνω από τα κατσαρολικά του, με ήρεμες κινήσεις, σαν τον μαέστρο που δίνει ρυθμό στα υλικά του, μουρμουράει, ανακατεύει το φαγητό, έχοντας πάντα στο μυαλό πώς θα ικανοποιήσει γευστικά τους δικούς του ανθρώπους. Και το ταψάκι με το μουσακά ή το παστίτσιο το χωρίζει σε βόρειο και νότιο ανάλογα τα γούστα. Αλατισμένο ή ανάλατο, με ή χωρίς μελιτζάνες, όπως αρέσει στον καθένα. Όσα δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια, τα λέει άλλοτε με ένα ετοιμοπόλεμο ταπεράκι για τη φίλη  που δεν πρόλαβε να μαγειρέψει, άλλοτε με το κέικ σοκολάτας στην ξαδέλφη που ακούει τα γλυκά να την φωνάζουν, μα πάντοτε με ιδιαίτερη φροντίδα και ζεστασιά που νοστιμίζουν περισσότερο τα φαγητά του.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: