,

Πώς είναι να ξεχνάς

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν σαν μικρό παιδί όταν έμαθες ότι το χρυσόψαρο έχει μνήμη μόνο 3 δευτερολέπτων;

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά όταν καταλάβαινες ότι η γιαγιά δεν θυμάται πλέον τα πρόσωπά σας﮲ όταν την έβλεπες να κοιτάει το κενό και να μην απαντάει καν στις ερωτήσεις σας.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν τη στιγμή που η πολύχρωμη πεταλούδα άγγιζε τα παιδικά σου χέρια και στη συνέχεια πετούσε ψηλά στον ουρανό.

Κι εσύ την κοιτούσες να ξεμακραίνει και να χάνεται, μέχρι που το φως του ήλιου έπεφτε πάνω στα μάτια σου και σε τύφλωνε. Κι όταν τα άνοιγες και πάλι για να κοιτάξεις, εκείνη είχε εξαφανιστεί… λες και δεν υπήρξε ποτέ. Έτσι η ανάμνηση της θύμησής της σε έκανε να αναρωτιέσαι, αν θυμόσουν καλά, αν υπήρξε ποτέ πραγματικά.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά στην παιδική χαρά όταν οι χθεσινοί σου φίλοι έκαναν παρέα με άλλα παιδιά κι εσένα σε είχαν απλά ξεχάσει﮲ όταν έβλεπες ότι είχαν διαφορετικό κολλητό φίλο κάθε φορά.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά που δάνειζες κάτι και δεν το έπαιρνες ποτέ πίσω. Κι εσύ δίσταζες να το ζητήσεις γιατί περίμενες ότι κάποια στιγμή θα θυμηθούν να στο επιστρέψουν.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά στη δουλειά, όταν έβλεπες τις δικές σου ιδέες να παρουσιάζονται μέσα από τα στόματα άλλων﮲

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά που όλοι ξεχνούσαν αυτά που τους χάριζες και σου το ανταπέδιδαν με το χειρότερο τρόπο. Κι εσύ έδινες, έδινες, έδινες, μα δεν έπαιρνες ποτέ τίποτα πίσω από αυτά﮲ όταν έβλεπες τις φιλίες χρόνων να διαλύονται μέσα σε μια στιγμή﮲ όταν έβλεπες τους πάντες να απομακρύνονται από κοντά σου για μια ασήμαντη αφορμή.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιόσουν κάθε φορά που όλοι αθετούσαν τις υποσχέσεις τους∙ κάθε φορά που δεν θυμούνταν τι έχουν πει∙ κάθε φορά που άλλα έλεγαν κι άλλα έκαναν, γιατί απλά ξεχνούσαν τι έχουν υποσχεθεί.

«Οι άνθρωποι ξεχνούν πολύ εύκολα», σου είχαν πει κάποτε. Εσύ όμως γιατί δεν ξεχνάς; Γιατί δεν μπορείς να ξεχάσεις;

«Μερικές φορές είναι καλύτερα να ξεχνάς…», είχες σκεφτεί κάποτε, χωρίς να συνειδητοποιήσεις τι ήταν αυτό που ευχόσουν.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιέσαι τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι στέκεσαι στη μέση του δρόμου, αλλά δεν θυμάσαι πού θέλεις να πας.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιέσαι ενώ κάθεσαι στην κουνιστή σου πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιέσαι τη στιγμή που κοιτάς τα λευκά μαλλιά σου στον καθρέφτη∙ τα λευκά μαλλιά που δεν θυμάσαι πότε απέκτησες.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιέσαι τη στιγμή που ψηλαφίζεις τις ρυτίδες σου, αυτές που δεν θυμόσουν ποτέ ότι είχες.

«Πώς είναι να ξεχνάς;», αναρωτιέσαι κάθε φορά που ψάχνεις να βρεις τις κατάλληλες λέξεις να εκφράσεις αυτά που θέλεις να πεις, αλλά εκείνες δεν έρχονται στα χείλη σου.

Πώς είναι να ξεχνάς; Πώς είναι να καλύπτει το μυαλό σου ένα μαύρο πέπλο; Πώς είναι να θυμάσαι μόνο συγκεχυμένα σχήματα, σκόρπιες αναμνήσεις, σκηνές που δεν ξέρεις αν τις έζησες πραγματικά ή αν είναι κομμάτια ονείρων; Πώς είναι να ξυπνάς κάθε μέρα σε διαφορετικό δωμάτιο αλλά να σου λένε ότι είναι το ίδιο; Πώς είναι να σε φωνάζουν μαμά και γιαγιά κι εσύ να μην τους αναγνωρίζεις;

Πώς είναι να ξεχνάς; Πώς είναι να μη θυμάσαι καν να φας; Πώς είναι να βλέπεις όλους και όλα πάντα για πρώτη φορά;

Πώς είναι να ξεχνάς; Πώς νιώθεις, όταν καταλαβαίνεις ότι η καρδιά σου αρχίζει σιγά σιγά να ξεχνά κι εκείνη να χτυπά; Πώς νιώθεις όταν καταλαβαίνεις ότι οι χτύποι είναι πλέον πιο αργοί και ότι η ώρα κυλά χωρίς σκοπό, αργά και βασανιστικά;

Πώς είναι να ξεχνάς; Πώς είναι δυνατόν το μόνο που θυμάσαι τόσο καθαρά να είναι εκείνη η πολύχρωμη πεταλούδα που έμεινε στα χέρια σου μόνο για μερικά λεπτά και μετά χάθηκε στο άπειρο τη στιγμή που το φως του ήλιου σε τύφλωνε;

Πώς είναι να εύχεσαι να γίνεις εκείνη η πεταλούδα και να πετάξεις μακριά;

«Γιαγιά!», ακούς μια μακρινή φωνή στα αυτιά σου, αλλά δεν δίνεις σημασία.

Έχεις ξαπλώσει στο υγρό χορτάρι και χαμογελάς. Η πολύχρωμη πεταλούδα σου φιλάει τα μάτια και πετάει ψηλά, μέχρι που χάνεται μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου.

«Δυστυχώς, αυτή είναι η φυσική κατάληξη μετά το Aλτσχάιμερ», είπε ο επικεφαλής γιατρός στην οικογένεια της γηραιάς κυρίας. «Οι σωματικές λειτουργίες χάνονται σταδιακά και οδηγούν στο θάνατο. Ήταν…», συνέχισε, αλλά το μικρό κοριτσάκι δεν τον άκουγε.

Ξέφυγε πίσω από τη φούστα της μαμάς της κι άρχισε να ακολουθεί μια πολύχρωμη πεταλούδα που πετούσε γύρω από το κεφάλι της. Άπλωσε το χέρι, εκείνη έκατσε για λίγα λεπτά πάνω του και στη συνέχεια πέταξε ψηλά στον ουρανό. Προσπάθησε να την ακολουθήσει με το βλέμμα της, αλλά το φως του ήλιου την τύφλωσε. Όταν άνοιξε τα μάτια, εκείνη είχε πια χαθεί.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: