Κοίταξε τον ώμο της στον καθρέφτη. Ματωμένος, η πλάτη ριγέ από τις γρατζουνιές, τα δάχτυλα σε διάφορα σημεία τραυματισμένα. Όχι από άνθρωπο, από γάτο που δεν ήθελε το μπάνιο. Γραπώθηκε πάνω της το ζωντανό από το φόβο του, προσπαθώντας να αποφύγει το νερό που έβρεξε το τρίχωμά του κι εκείνη ένοιωσε τον πόνο από τα νύχια του να φτάνουν στα σωθικά της. Προσπάθησε να τον πιάσει, να σταματήσει τις μαχαιριές που έτσουζαν το σώμα, αλλά δεν έφτανε, ο γάτος ήταν καρφωμένος στην πλάτη. Με μια κίνηση κατάφερε να τον αρπάξει από τα μπροστινά του πόδια και να τον πετάξει χτυπώντας την πλάτη του ζώου κάτω. Το γατί σηκώθηκε κι έτρεξε γρυλλίζοντας να κρυφτεί πίσω από το έπιπλο της τηλεόρασης να στεγνώσει το βρεγμένο του τρίχωμα. Περισσότερο φαινόταν να τον ενόχλησε η υγρασία παρά το πέταγμα στο πάτωμα.
Ο γάτος δεν ήταν επιθετικός, ήθελε απλά να ξεφύγει από τη μπουγάδα του. Προσεκτικός ακόμα και στο παιχνίδι. Λιγάκι άτακτος, σκαρφάλωνε στα τραπέζια, στη συρταριέρα, πηδούσε να φτάσει τις κρεμάστρες, κυνηγούσε μύγες και σκιές και είχε αδυναμία σε ένα πλεκτό μωβ καπελάκι που είχαν δωρίσει στην αφεντικίνα του. Παρατηρούσε που το έκρυβε κι όταν το βλέμμα της ήταν στραμμένο αλλού, έδινε ένα σάλτο, έριχνε στο πάτωμα το καπελάκι και ξεκινούσε να το περιεργάζεται και να δίνει μικρές πάσες σε έναν αόρατο φίλο του. Τη στιγμή που τα μάτια τους διασταυρώνονταν, ο γάτος έτρεχε να κρυφτεί πίσω από την διάφανη κουρτίνα. Φοβερή κρυψώνα. Με τίποτα δεν θα τον έβρισκε, μεγάλη επιτυχία! Όλες τις άλλες φορές, κάθε φορά που ήθελε χάδια, παραπάνω φαΐ, την προσοχή μόνο πάνω του, να βγει βόλτα σαν … γάτος κι αυτός, είχε τον τρόπο του, έπαιρνε ένα λάγνο βλέμμα, Μπάρκουλης και βάλε, που το συνόδευε με ένα νιαούρισμα που δεν ήταν το κλασσικό «νιάου» αλλά κάτι μεταξύ σε «α-νιάου» και σκέτο «άου». Καλός γατούλης, όμορφος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν βίαιη σε ζώο. Όταν κάποιο δεν υπάκουε, όταν έκανε ζημιά, όταν αγρίευε. Το χέρι σηκωνόταν αυτόματα και κατέληγε πάνω του. Πρέπει να ήταν δεκατριών χρονών την πρώτη φορά που έπιασε το σκυλί της, το κόλλησε στον τοίχο και άρχισε να το χτυπάει με την αλυσίδα εξαιτίας κάποιας ζημιάς που είχε κάνει. Ακολούθησαν κι άλλες παρόμοιες σκηνές, με άλλα σκυλιά και γάτες. Έλεγε ότι τ’ αγαπούσε. Ότι δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς το σκυλάκι της. Τί αγάπη είν’ αυτή;
Την παρακολουθούσα χρόνια να φέρεται έτσι, θύμωνα, πνιγόμουν, την κατηγορούσα, της φώναζα, αλλά τίποτα δεν άλλαζε. Ήξερε και κείνη το πόσο αρρωστημένη ήταν η κατάσταση, ένας μόνιμος εκνευρισμός που περίμενε να ξεσπάσει, ένας διακόπτης για την έκρηξη. Τη στιγμή του έντονου θυμού σκεφτόταν ότι έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμη, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φύγει από το δωμάτιο, να βγει από το σπίτι έστω για πέντε λεπτά, αλλά όχι, έπρεπε να σηκώσει χέρι, έπρεπε αυτό το τρελό συναίσθημα που την κυρίευε να απελευθερωθεί σε βάρος κάποιου αδύναμου που δεν μπορούσε να αμυνθεί την ώρα εκείνη …..
Χρόνια πριν στο λεωφορείο συνάντησε έναν ιερέα από την ενορία τους. Η συζήτηση έφτασε στον παράδεισο και την κόλαση. «Πώς φαντάζεσαι δηλαδή τον παράδεισο; Δεντράκια, λουλουδάκια και πεταλουδίτσες και η κόλαση καζάνια να βράζουν στις καυτές φλόγες;» τη ρώτησε. Δεν ήξερε. Μάλλον, γιατί όχι; Η απάντηση της φάνηκε απλή και ξεκάθαρη. «Η συνείδηση του κάθε ανθρώπου είναι η κόλαση κι ο παράδεισός του.»
Ωραίο ήταν αυτό, σκέφτηκε. Μόνο που η συνείδηση της δεν ήταν καθαρή. Στο καθρέφτη το πρόσωπο που έβλεπε δεν ήταν ενός καλού ανθρώπου. Στην ησυχία του σπιτιού οι σκέψεις δυνατές την τρόμαζαν, μα τότε έβρισκε τρόπο να ξεχαστεί, να ασχοληθεί με το οτιδήποτε που θα απομάκρυνε την εικόνα του εαυτού της να φωνάζει, να είναι απότομη, να ξεσπά. Προσπαθούσε να φέρει στο νου κάτι αισιόδοξο, μια μικρή ελπίδα ότι θα μπορούσε να διορθώσει το κακό που προκαλούσε στους άλλους και στον εαυτό της.
Η ίδια – πόση ειρωνεία – σιχαινόταν τους βίαιους ανθρώπους, κάθε μορφή βίας, λεκτική και σωματική σε γυναίκες, παιδιά, ζώα, στους αδύναμους. Δεν άντεχε να το βλέπει, να ακούει, να το υφίσταται. Κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν αντέδρασε όταν υπήρξε εκείνη το θύμα. Είναι όμως τόσο εύκολο να αναγνωρίζεις στις πράξεις των άλλων το κακό, το άδικο, το λάθος, τα επιχειρήματα δυνατά, αναμφισβήτητα, ποιός φταίει, γιατί φταίει, τί οδηγεί τον καθένα σε τέτοια συμπεριφορά. Ενδείξεις, αποδείξεις, μάρτυρες και γεγονότα να πέφτουν βροχή όταν στο εδώλιο βρίσκεται κάποιος άλλος.
Όταν όμως το χέρι που σηκώνεται είναι το δικό σου, πρόκειται τότε για άμυνα ή για επίθεση, γιατί όταν ο κακός της ιστορίας είσαι εσύ υπάρχουν πάντα δικαιολογίες; Γιατί δεν σταματά το χέρι πριν χτυπήσει;
Κοίταξα τον ώμο μου στον καθρέφτη. Ματωμένος, η πλάτη ριγέ από τις γρατζουνιές, τα δάχτυλα σε διάφορα σημεία τραυματισμένα. Όχι από άνθρωπο, από ένα γατούλη που δεν επιτίθεται ποτέ και απλά δεν του αρέσει το μπάνιο.