Σκέψου το εξής σενάριο: Σε έχει καλέσει ο κολλητός σου να πάτε σε ένα ρεβεγιόν, στο σπίτι ενός ανθρώπου που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ, σ’ ένα σπίτι που δεν έχεις ξαναπατήσει το πόδι σου. Μπαίνεις μέσα, με το δεξί, για να μην χαλάσεις τις εντυπώσεις και κοιτάζεις τριγύρω. Δεν σ’ αρέσει το σπίτι. Δεν είναι ούτε του γούστο σου, ούτε της αισθητικής σου. Κι εκεί, στην μέση του σαλονιού, ανάμεσα σε τριάντα αγνώστους, βροντοφωνάζεις «ΠΟΣΟ ΑΘΛΙΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΡΕ ΦΙΛΕ;»
Το έκανες εικόνα; Μάλλον ναι. Σου φαίνεται σωστή αυτή η εικόνα; Αν ναι, τότε δεν διδάχτηκες ποτέ την στοιχειώδη ευγένεια και το τακτ. Σε αυτή την περίπτωση προτείνω την άμεση επιστροφή σου στο προνήπιο και την εκ νέου διαπαιδαγώγησή σου από τους οικείους σου. Αν δεν δουλέψει και αυτό, μπορώ να έρθω να σου χτυπήσω την πόρτα, να μπω στο σπίτι σου και να σου πω ότι το σπίτι σου, το σπιτάκι σου, αυτό που έστησες με κόπο και που διακόσμησες με γνώμονα την δική σου αισθητική, είναι «ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΥΓΥΡΙΑ ΡΕ ΜΕΓΑΛΕ». Επίσης μπορώ να φωνάξω ένα φιλαράκι ελαιοχρωματιστή «ΝΑ ΤΟ ΒΑΨΕΙ ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ!»
Δεν θα μιλήσω πάλι για την έλλειψη στοιχειωδών τρόπων. Δεν έχει νόημα. Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να λέω ότι στην εποχή της πληροφορίας η πλειοψηφία την ανθρωπότητας είναι λειτουργικά αναλφάβητη – και πέρα απ’ αυτό, στερείται των προαναφερθέντων στοιχειωδών τρόπων. Θα αρχίσω από κάπου αλλού.
Είναι δεδομένο ότι δεν γίνεται να αρέσουν τα πάντα στους πάντες. Παίρνω παράδειγμα τον εαυτό μου. Δεν μου αρέσουνε τα γλυκανάλατα, οι ερωτικές ιστορίες, οι ρομαντικές κομεντί, ο πουρές, η βότκα, το φυστικοβούτυρο, οι περισσότερες ταινίες της Marvel, οι BMW και ένας σκασμός ακόμη πράγματα. Τα αποφεύγω, όμως όταν δεν μπορώ να τα αποφύγω, θα τα κριτικάρω μέσα στα πλαίσια του λογικού.
Όταν κάτι είναι, κατά κοινή ομολογία, «μαλακία» (όχι δεν θέλω να χρησιμοποιήσω μια πιο ελαφριά λέξη), θα το πω και θα το κάνω με στόμφο. Η σύζυγος με μαλώνει και, κάποιες φορές, έχει δίκιο. Που λες, κάποια στιγμή, είδα μια – ούτε ο Θεός δεν μπορεί να την κάνει – παράσταση, που, όντως, ήταν μια μαλακία και μισή. Όχι γιατί μου άφησε αυτή την αίσθηση, ή αυτό κατέβασε η γκλάβα μου εκείνη την στιγμή, μα γιατί έβλεπα κάτι το οποίο είχε «κρυφά νοήματα» τα οποία ούτε εκείνοι που την έγραψαν / σκηνοθέτησαν / πρωταγωνίστησαν, δεν μπορούσαν να μου εξηγήσουν. Το «να προβοκάρω για να προβοκάρω», είναι μαλακία, γιατί έτσι σοκάρω κάποιον για μία και μόνη στιγμή κι ύστερα με καταπίνει το αδυσώπητο πηγάδι της λήθης. Προβοκάροντας ασκόπως και αναιτίως, δεν δίνω τίποτα στον καταναλωτή του έργου μου, παρά μόνο ένα μικρό σοκ, για μια μικρή στιγμή. Ίσως ν’ ανοίξει και μια μικρή συζήτηση για το προβοκάρισμα και μέχρι εκεί. Αναλύοντας το έργο, από οποιαδήποτε μεριά, στο τέλος θα καταλήξουμε στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στην «μαλακία».
Υπάρχουν πολλά τέτοια έργα και χαρακτηρίζονται έτσι για πολλούς και διάφορους λόγους, που δεν θα αναλύσουμε σ’ αυτό το κείμενο. Εάν και εφόσον μπορώ να μιλήσω με τους δημιουργούς, δεν θα πάω να τους πω κατάμουτρα την γνωμάρα μου για την «μαλακία» που δημιούργησαν. Θα προσπαθήσω να καταλάβω το έργο τους. Θα προσπαθήσω να μπώ μέσα στην σκέψη και την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Θα προσπαθήσω να διευρύνω τα όρια της αντίληψής μου. Βέβαια, όταν μου πουν ότι κάτι έγινε, απλώς για να γίνει, απλώς για να προβοκάρει, χωρίς λόγο, αιτία και αφορμή, θα κουνήσω το κεφάλι, θα σκεφτώ ότι ήταν μια μαλακία και θα προχωρήσω. Θα αρκεστώ στο να κάνω μια εποικοδομητική κριτική, ώστε να καταλάβει ο δημιουργός τι δεν μου άρεσε και για ποιόν λόγο δεν μου άρεσε, ό,τι δεν μου άρεσε. Δεν θα του κάνω κωλοδάχτυλο από τα τριάντα μέτρα, ενώ, ταυτόχρονα, θα ουρλιάζω «ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ΡΕ ΡΕΖΙΛΙΑ;»
Και κάπως έτσι, καλέ μου, μπάσταρδε, αναγνώστη, ερχόμαστε σε εσένα, που κάνεις ακριβώς αυτό το πράγμα: Πας και παρατάς τη γνωμάρα σου κάτω από ένα σχόλιο, διαλαλώντας σε όλο το διαδίκτυο πως αυτό που μόλις διάβασες – αν το διάβασες όλο, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω – ήταν μια μαλακία. Χωρίς να το αιτιολογείς, χωρίς να το κριτικάρεις, χωρίς να δίνεις οποιοδήποτε άλλο στοιχείο για να καταλάβω τι ακριβώς σε ενόχλησε. Γυρνάς και γράφεις, σ’ ένα μέσο που μπορεί να φτάσει την φωνή σου στα πέρατα του κόσμου, ότι πέταξες τον χρόνο σου διαβάζοντας το πόνημά μου. Χωρίς να μου λες τον λόγο. Χωρίς να μου εξηγείς τι θα ήθελες να γράφει, αν σε ενόχλησε η ιδιότροπη σύνταξή μου, οι ακραίοι χαρακτήρες μου, το λεξιλόγιό μου ή κάτι άλλο. Και περιμένεις να σε πάρω στα σοβαρά. Περιμένεις να μην σου απαντήσω. Περιμένεις ότι εσύ και μόνο εσύ έχεις δικαίωμα να αραδιάζεις την γνώμη σου όπου σταθείς κι όπου βρεθείς κι ότι δεν θα έρθει κανείς, κάτω από το σχόλιό σου, να κάνει τον αντίλογο. Κι όταν δεν σ’ αρέσουν αυτά που γράφουν οι άλλοι, μπλοκάρεις κιόλας, μικρέ στρουθοκάμηλε, πριγκίπισσα που δεν αντέχεις την συναναστροφή με τους πληβείους.
Δεν είναι όλα για όλους. Αυτό το γνωρίζουμε και δεν μας ενοχλεί. Δεν έχουν όλοι το ίδιο επίπεδο. Επίσης το γνωρίζουμε και πολλές φορές πέφτουμε στο δικό τους, ασκόπως, προσπαθώντας να τους εξηγήσουμε τα αυτονόητα. Τρία πράγματα όμως, με εξοργίζουν.
Ο αναγνώστης που θα έρθει και θα αραδιάζει την αρνητική κριτική χωρίς να την στοιχειοθετήσει. Γράφοντας «μπράβο» και πατώντας καρδούλα, δείχνεις ότι σου αρέσει κάτι. Πατώντας έλεος, δείχνεις ότι δεν σου αρέσει κάτι. Γράφοντας, όμως, «μαλακία», θα πρέπει να μου πεις και γιατί ήταν μαλακία. Πώς περιμένεις να καταλάβω τι σε χάλασε και να γίνω καλύτερος, αν δεν μου το εξηγήσεις; Δεν είμαστε όλοι μέντιουμ, αγαπητέ χόμο ερέκτους, ούτε βγήκαμε όλοι από τις σπηλιές για κυνήγι με το ρόπαλο και ξαφνικά βρεθήκαμε στον θαυμαστό κόσμο του ίντερνετ.
Ο αναγνώστης που δεν μπορεί να κριτικάρει ένα κείμενο, γιατί έχει σαθρά, ή δεν έχει καθόλου, επιχειρήματα και αντ’ αυτού, θα αρχίσει να βρίζει τον άνθρωπο που το υπογράφει. Γνωστό και ως ad hominem. Ήρθα εγώ στο σπίτι σου, να σου χτυπήσω την πόρτα και να σου πω «ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ ΤΗΝ ΦΑΤΣΑ ΣΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΜΑΜ-ΡΑ;». Πραγματικά, ορισμένους, σας μισώ και σας απεχθάνομαι, γιατί δεν φτάνει που δεν έχετε επιχειρήματα, δεν φτάνει που προσπαθείτε να ξεσκίσετε την σάρκα του γραφιά, γιατί η αντίληψή σας δεν φτάνει για να ξεσκίσετε το κείμενο που μόλις διαβάσατε, αλλά μαζεύεστε και πολλοί – τετρακόσια δικάβαλα χουλιγκάνοι που πάνε για μανούρα, κάτι τέτοιο μου θυμίζετε.
Το τρίτο και μακράν χειρότερο, το έχει γράψει υπέροχα, στο Provocateur, o Ηλίας Γεροντόπουλος. Ο πιο επικίνδυνος και μισητός αναγνώστης είναι εκείνος που διαβάζει μόνο τους τίτλους ή την περίληψη του κειμένου και έρχεται να αραδιάσει την γνωμάρα του στα σχόλια. Πάτα εδώ να το διαβάσεις, για να φρίξεις περισσότερο.
Υ.Γ.: Ζούμε στην εποχή όπου βασιλεύει η λογοκρισία των ηλιθίων, κάτι το οποίο γνωρίζω και με θλίβει. Είμαι από εκείνους που πιστεύω ότι η κοινωνία της πληροφορίας δεν θα έπρεπε να είναι προσβάσιμη από όλους, γιατί πολλοί, ούτε μπορούν να προσαρμοστούν ούτε και την αντέχουν. Το πρόβλημα είναι ότι πίσω από την σχετική ανωνυμία του διαδικτύου και την ασφάλεια που σου προσφέρει η οθόνη, μπορείς να πεις και να γράψεις οτιδήπτε σου κατέβει στο κεφάλι, γιατί, μέχρι τώρα, δεν υπάρχουν συνέπειες. Στο τελείωμα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η κοινωνία που καλείται να ζήσει στην εποχή της πληροφορίας, βρίσκεται ακόμη σε εμβρυικό στάδιο – τουλάχιστον όσον αφορά το netiquette κι αυτό, από μόνο του, μπορεί να μας δείξει το γενικότερο επίπεδο ξεπεσμού της σημερινής κοινωνίας.