,

Η ουρά της αλεπούς

Στεκόταν στη μέση του σκοτεινού τούνελ και περίμενε. Ένα αχνό φως φώτιζε τους τοίχους γύρω του. Άκουγε το συναγερμό να χτυπάει. Οι αναμνήσεις και οι τελευταίες στιγμές που έζησε δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του. Ξαφνικά το πάτωμα μπροστά του φωτίστηκε, λες κι έπεσε πάνω του ένας προβολέας. Λευκά τετράγωνα εμφανίστηκαν στο έδαφος∙ λευκά τετράγωνα που πατούσαμε επάνω τους όταν κάναμε κουτσό. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, σήκωσε το ένα του πόδι, και με το άλλο πάτησε μέσα στο τετράγωνο. Δεν χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσει την ισορροπία του. Έμεινε ακίνητος κι έκλεισε τα μάτια του…

4 ώρες πριν…

Οι στολισμένοι για τα Χριστούγεννα δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Εκείνος περπατούσε σκυφτός με τα χέρια στις τσέπες. Το καπέλο του ήταν κατεβασμένο μέχρι το μέτωπό του και το κασκόλ του κάλυπτε τη μύτη. Μόνο τα μάτια του φαίνονταν∙ 2 πράσινα, αμυγδαλωτά μάτια, ικανά να αιχμαλωτίσουν οποιονδήποτε έκανε το λάθος να τα κοιτάξει. Ξαφνικά, ένιωσε κάποιον να πέφτει πάνω του και την επόμενη στιγμή ένας χαρτοφύλακας είχε πέσει στο έδαφος και τα χαρτιά είχαν σκορπίσει στο δρόμο. Έσκυψε να τα μαζέψει και τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια κοπέλα που τον κοιτούσε κατακόκκινη.

 «Συγγνώμη…», ψέλλισε τη στιγμή που της τα έδινε.

 Εκείνος χάθηκε στο βλέμμα της κι εκείνη στο δικό του. Σηκώθηκαν ταυτόχρονα χωρίς να χάσουν οπτική επαφή.

 «Ευχαριστώ», του είπε τελικά κι απομακρύνθηκε.

 Απόμεινε να την κοιτάζει καθώς η κόκκινη αλογοουρά της κουνιόταν ατίθασα πέρα-δώθε. Ξαφνικά, την είδε να μεταμορφώνεται σε ουρά αλεπούς∙ μια ουρά, που είχε μάτια και στόμα και του χαμογελούσε πονηρά. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του και τότε είδε πως η αλογοουρά, συνέχιζε να είναι μια απλή αλογοουρά από μαλλιά κι όχι ουρά αλεπούς. Τα ανοιγόκλεισε ξανά και η ουρά εμφανίστηκε και πάλι, κλείνοντάς του το μάτι. Την ακολούθησε.

 Ο ήχος από το συναγερμό ακουγόταν όλο και πιο δυνατά. Κατέβασε κάτω το πόδι που είχε στον αέρα και πήδηξε στο επόμενο τετραγωνάκι, σηκώνοντας το άλλο αυτή τη φορά. Έμεινε και πάλι ακίνητος, σηκώνοντας τα χέρια του στην έκταση για να κρατήσει την ισορροπία του.

3 ώρες πριν…

Κάτι είχε ξεχάσει. Ήταν σίγουρος πως κάτι είχε ξεχάσει. Περπατούσε στο δρόμο και χτυπούσε το κεφάλι με τη γροθιά του προσπαθώντας να θυμηθεί τι ήταν αυτό που του διέφευγε. Πλησιάζοντας προς τη γωνιά του δρόμου, είδε έναν άντρα ντυμένο Άγιο Βασίλη να κουνάει το κουδουνάκι του. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω του και είδε δυο μυτερά αυτιά να ξεπροβάλουν από τις άκρες του σκούφου του. Συνέχισε να τον κοιτάει έντονα μέχρι που μια ομάδα παιδιών σταμάτησε μπροστά στον άντρα κι άρχισαν να του μιλούν. Όταν έφυγαν, τα μυτερά αυτιά είχαν εξαφανιστεί. Ανοιγόκλεισε τα μάτια πολλές φορές, προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε ξεχάσει. Συνέχισε να την ακολουθεί.

Τα χέρια και το πόδι του είχαν αρχίσει να κουράζονται. Πήδηξε στο επόμενο τετραγωνάκι και στάθηκε ακίνητος. Από μικρός άλλωστε μπορούσε να κρατήσει ισορροπία με το αριστερό πόδι καλύτερα από ότι με το δεξί.

2 ώρες πριν…

«Έκτορ…», αντήχησε μια φωνή στο μυαλό του.

 Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε.

 «Όχι τώρα», μουρμούρισε και συνέχισε να ακολουθεί την ουρά.

 Την είδε να φτάνει έξω από την τράπεζα. Λίγο πριν μπει μέσα, τους είδε. Στέκονταν έξω από την πόρτα. Ναι, δεν μπορεί να έκανε λάθος. Είδε τα μυτερά αυτιά τους να ξεπροβάλουν μέσα από τα μαλλιά τους. Εκείνη τους προσπέρασε χωρίς να τους κοιτάξει καν και μπήκε μέσα.

 «Έκτορ!», ακούστηκε πιο έντονα η φωνή.

 «Σταμάτα!», φώναξε μέσα στο κεφάλι του.

Συνέχισε να τους κοιτάζει και τους είδε να μπαίνουν στην τράπεζα. Έτρεξε ξοπίσω τους. Τη στιγμή που η γυάλινη πόρτα έκλεινε, είδε την κοπέλα με την κόκκινη αλογοουρά που δεν ήταν αλογοουρά στην πραγματικότητα, αλλά ουρά αλεπούς να στέκεται πίσω από μια γιαγιά και να περιμένει τη σειρά της. Η γιαγιά στράφηκε προς το μέρος της και της χαμογέλασε. Μισόκλεισε τα μάτια και είδε μια τεράστια κρεατοελιά να εμφανίζεται στη μύτη της. Τα μάτια της δεν είχαν άσπρο. Ήταν κατάμαυρα. Ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του να αυξάνονται. Οι άντρες με τα μυτερά αυτιά στάθηκαν πίσω της. Μετατόπισε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο κι έσφιξε τις γροθιές του. Ένα σημάδι. Περίμενε ένα σημάδι. Τότε είδε τη γιαγιά να γυρνάει προς το μέρος των αντρών και να τους χαμογελάει. Η κόκκινη ουρά που υπήρχε στο κεφάλι της κοπέλας τον κοίταξε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Αυτό ήταν! Το σημάδι! Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα!

 «Έκτορ!», φώναξε προειδοποιητικά η φωνή στο κεφάλι του.

 «Σκάσε!», είπε φωναχτά αυτή τη φορά.

 Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Το ίδιο και η κοπέλα με την κόκκινη αλογοουρά. Το απορημένο βλέμμα της χάθηκε μέσα στο δικό του.

 «Ακίνητοι όλοι!», φώναξε τότε κι έχωσε το χέρι μέσα στο σακάκι του, χωρίς ωστόσο να το βγάλει έξω.

Όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Εκείνος προχώρησε προς τη σειρά που στεκόταν η κοπέλα, άρπαξε τη γιαγιά από το λαιμό με το ελεύθερο χέρι του και την έριξε με δύναμη πάνω στον πάγκο του ταμείου. Σωριάστηκε στο έδαφος ακίνητη. Στη συνέχεια στράφηκε στους δύο άντρες που τον κοιτούσαν τρομαγμένοι. Έδωσε μπουνιά στο κεφάλι του ενός και στην κοιλιά του άλλου. Μόλις έπεσαν κάτω, τους κλότσησε στο κεφάλι μέχρι που σταμάτησαν να κινούνται.

 «Είσαι ασφαλ…», στράφηκε προς τη σαστισμένη κοπέλα που τον κοιτούσε έντρομη, αλλά σταμάτησε απότομα.

 Κοίταξε γύρω του και είδε να βγαίνουν μυτερά αυτιά από τα κεφάλια όλων όσων βρίσκονταν μέσα στην τράπεζα. Τα μάτια τους ήταν μαύρα. Κοίταξε και πάλι την κοπέλα. Η κόκκινη αλογοουρά της σηκώθηκε στον αέρα πίσω από το κεφάλι της. Τώρα δεν έμοιαζε με ουρά, αλλά με κεφάλι αλεπούς.

 «Βοήθησέ με», ψιθύρισε η αλεπού.

 «Έλα μαζί μου», της είπε και την τράβηξε απότομα από το μπράτσο με το ελεύθερο χέρι του.

 «Σε παρακαλώ», ψέλλισε η κοπέλα.

 Εκείνος την τράβηξε με δύναμη και την έσυρε έξω από την τράπεζα τη στιγμή που ο συναγερμός άρχιζε να χτυπάει.

Άλλαξε και πάλι πόδι πηδώντας στο επόμενο τετραγωνάκι και σήκωσε τα χέρια στην έκταση. Το κλαψούρισμα που ακουγόταν έμοιαζε με τραγούδι στα αυτιά του∙ ένα τραγούδι που τον ευχαριστούσε που την είχε σώσει.

«Έκτορ…», άκουσε αδύναμα τη φωνή μέσα στο κεφάλι του.

Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά προσπαθώντας να την κάνει να σωπάσει.

1 ώρα πριν…

Την έσυρε μέσα στη στοά και την έβαλε να καθίσει με την πλάτη της στο τοίχο. Ένα «κρακ» ακούστηκε. Μάλλον είχε σπάσει ο αστράγαλός της. Στάθηκε απέναντί της και την κοίταξε τη στιγμή που εκείνη σφάδαζε στους πόνους.

 Η αλεπού είχε εξαφανιστεί κι είχε δώσει τη θέση της στην κόκκινη ουρά της που κουνιόταν χαρούμενη πέρα-δώθε στο κεφάλι της ευχαριστώντας τον που την έσωσε.

 «Μη μου κάνεις κακό, σε παρακαλώ…», πρόφερε η κοπέλα με κόπο.

 Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

 «Σε έσωσα», της είπε. «Σε έσωσα από τα τέρατα».

 Είδε την αλογοουρά της να σηκώνεται και πάλι στον αέρα και να γίνεται κεφάλι αλεπούς που του χαμογελούσε πλατιά. Χαμογέλασε κι εκείνος.

 «Ξέρεις», είπε, «ο μικρός πρίγκιπας, είχε κι εκείνος μια αλεπού και την αγαπούσε πολύ. Εσύ θα είσαι η δική μου αλεπού, κι εγώ ο πρίγκιπάς σου».

 Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς τη στιγμή που ο ήχος των σειρήνων ακουγόταν από μακριά∙ ένας ήχος που στο μυαλό του έμοιαζε με συναγερμό. Χαμήλωσε το βλέμμα και είδε τα λευκά τετραγωνάκια ζωγραφισμένα. Μπροστά στα έντρομα μάτια της, άρχισε να παίζει κουτσό.

Τώρα…

Είχε φτάσει στο τελευταίο τετραγωνάκι, όταν οι σειρήνες ακούγονταν πλέον σχεδόν δίπλα τους. Ποδοβολητά ακούστηκαν να πλησιάζουν στο άνοιγμα της στοάς. Εκείνος είχε την πλάτη στραμμένη προς το μέρος τους.

«Ακίνητος!», άκουσε μια φωνή να του λέει.

Στεκόταν στο ένα του πόδι. Το κατέβασε αργά και πάτησε κάτω.

«Γύρνα προς τα εδώ!»

Υπάκουσε. Τότε η φωνή αντήχησε και πάλι στο μυαλό του.

«Έκτορ!»

Αυτή τη φορά την άφησε να μιλήσει.

«Έκτορ τα χάπια σου! Δεν πήρες τα χάπια σου!», του είχε φωνάξει η μητέρα του από το παράθυρο τη στιγμή που έφευγε από το σπίτι.

Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό του. Θυμήθηκε τι ήταν αυτό που είχε ξεχάσει.

«Περιμένετε!», τους φώναξε κι έκανε να χώσει το χέρι μέσα στο σακάκι του.

«Ακίνητος! Τα χέρια ψηλά!», του φώναξαν αλλά εκείνος δεν άκουσε.

«Περιμένετε, μπορώ να σας εξηγήσω! Θα σας δείξω! Θα…»

Έχωσε το χέρι στο σακάκι. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε∙ ένας πυροβολισμός που «χτύπησε» στους τοίχους της στοάς κι ο αντίλαλός του επέστρεψε πολλαπλάσιος στα αυτιά του. Όλα σκοτείνιασαν. Στο λευκό του πουκάμισο, εμφανίστηκε ένας κόκκινος λεκές, που είχε το σχήμα της ουράς μιας αλεπούς.

Όταν λίγη ώρα αργότερα μετέφεραν το άψυχο σώμα του, ο επικεφαλής αστυνομικός, τράβηξε το σακάκι του στο πλάι και είδε ότι στο χέρι του δεν κρατούσε όπλο. Κρατούσε ένα χαρτί που βεβαίωνε πως ο άνθρωπος αυτός, είχε βγει προσωρινά από την ψυχιατρική κλινική για τα γιορτές κι ακολουθούσε ισχυρή, φαρμακευτική αγωγή.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


%d