Ο Σίλβερ κατευθυνόταν προς στη στάση του λεωφορείου. Λίγο πριν φτάσει, τον είδε να περιμένει εκεί. Μπορεί να ήταν μόλις 7 το πρωί και το κρύο να είχε σφίξει, αφού ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά, αλλά ο γεράκος δεν έδειχνε να πτοείται. Βρισκόταν εκεί κάθε μέρα, κάνοντας συνέχεια την ίδια ερώτηση σε όσους στέκονταν δίπλα του.
«Συγγνώμη νεαρέ», του είπε μόλις τον είδε, «θα με βοηθήσεις να πάω στο σταθμό των τρένων;»
Εκείνος ξεφύσηξε απηυδισμένος. Τον είχε κουράσει όλο αυτό. Κοίταξε γι’ ακόμα μια φορά το μπαστούνι που κρατούσε, τα λευκά, μακριά μαλλιά του που έβγαιναν μέσα από το παλιό καπέλο του και το μπουκαλάκι νερού που ξεπρόβαλε από την τσέπη του και απάντησε βαριεστημένα.
«Έρχεται το λεωφορείο παππού… Αυτό που παίρνω κι εγώ κάθε πρωί. Ανέβα και θα σε πάει».
Εκείνη τη στιγμή έφτασε το λεωφορείο, ο Σίλβερ ανέβηκε, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του και ο γεράκος με το μπλε μπουφάν απόμεινε να τον κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν.
Όταν επέστρεψε από τη δουλειά του, εκείνος βρισκόταν ακόμα εκεί και μιλούσε σε όσους περίμεναν στη στάση. Εκείνοι τον αγνοούσαν επιδεικτικά.
Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το βλέμμα του γέρου που τον κοιτούσε καθώς απομακρυνόταν είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο του. Ήταν μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τη στάση και είδε πως εκείνος βρισκόταν ακόμα εκεί.
«Καλά είναι τρελός;», μονολόγησε. «Θα πεθάνει από το κρύο…»
Συνέχισε να τον κοιτάει για μερικές στιγμές.
«Δεν το πιστεύω αυτό που πάω κάνω», μουρμούρισε νευριασμένος τη στιγμή που ντυνόταν όσο πιο ζεστά μπορούσε κι έβγαινε έξω.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Για ένα περίεργο λόγο, ενώ βρίσκονταν στη μέση του χειμώνα δεν κρύωνε. Προχώρησε προς το μέρος του. Εκείνος είχε σκυμμένο το κεφάλι. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Φαινόταν σαν να κοιμόταν.
«Έι παππού!», του φώναξε καθώς τον πλησίαζε.
Εκείνος σήκωσε το βλέμμα.
«Τι κάνεις εδώ μέσα στη νύχτα;»
«Θα με πας στο σιδηροδρομικό σταθμό;», τον ρώτησε αμέσως.
«Είναι αργά», του είπε ο Σίλβερ «και δεν έχει λεωφορείο αυτή την ώρα. Πήγαινε να κοιμηθείς και θα πάμε το πρωί, εντάξει;»
«Πρέπει να πάω στο σταθμό», επέμεινε ο γέρος και σηκώθηκε.
Στηρίχθηκε στο μπαστούνι του και προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μέρος του. Το μπουκαλάκι που είχε στην τσέπη γλίστρησε κι έπεσε στο έδαφος με έναν ελαφρύ γδούπο.
«Σε παρακαλώ…», μουρμούρισε ο γέρος μόλις έφτασε κοντά του. «Πρέπει να πάω. Βοήθησέ με».
Εκείνος αναστέναξε. Το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. Ο σιδηροδρομικός σταθμός απείχε μόλις 15 λεπτά με τα πόδια. 15 για να πάει και 15 για να γυρίσει. Θα έχανε μισή ώρα συνολικά.
«Δεν το πιστεύω αυτό που κάνω», μουρμούρισε και πάλι μέσα από τα δόντια του. «Έλα. Πάμε», του είπε και τον έπιασε αγκαζέ.
Εκείνος στηρίχτηκε πάνω του και ξεκίνησαν να περπατούν.
«Γιατί θέλεις τόσο πολύ να πας εκεί;», τον ρώτησε
«Με περιμένει ο γιος μου», του είπε εκείνος.
Ο Σίλβερ συνοφρυώθηκε αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Αποφάσισε να κάνει μια καλή πράξη. Ως εκεί λοιπόν.
Όταν έφτασαν ο γέρος στράφηκε προς το μέρος του.
«Σε ευχαριστώ», του είπε.
Ο Σίλβερ κοίταξε γύρω του. Ο χώρος ήταν έρημος και σκοτεινός. Τη στιγμή που ο γέρος άρχισε να ξεμακραίνει του φώναξε.
«Έι παππού! Δεν είναι κανείς εδώ! Έλα να γυρίσουμε πίσω και θα ξαναέρθουμε το πρωί, εντάξει;»
Εκείνος δεν φάνηκε να τον ακούει. Τον παρακολούθησε να απομακρύνεται και να στρίβει στο σημείο πίσω από το οποίο βρίσκονταν οι γραμμές του τρένου.
«Ρε μπας και θέλει να πέσει στις γραμμές και να αυτοκτονήσει;», μονολόγησε και μην μπορώντας να έχει ένα τέτοιο κρίμα να βαραίνει στη συνείδησή του, έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας. «Έι παππού! Πού είσαι;»
Εκείνος όμως ήταν άφαντος. Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Η ανάσα του έγινε γρήγορη και κοφτή. Και τότε, είδε ένα αχνό φως να σπάει το σκοτάδι. Προχώρησε προς τα εκεί. Ένα μικρό εκκλησάκι βρισκόταν ακριβώς δίπλα από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Μια φωτογραφία και μερικά φρέσκα λουλούδια ήταν μέσα από το τζαμάκι του. Άνοιξε το μικρό πορτάκι και πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του. Απεικόνιζε ένα νεαρό, με στολή οδηγού τρένων να ποζάρει χαμογελαστός, δίπλα σε ένα μεγαλύτερό του άντρα. Μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα και διαπίστωσε ότι ο άντρας αυτός, έμοιαζε πολύ στο γέρο που είχε βοηθήσει, μόνο που εδώ ήταν πολύ νεότερος.
«Έι εσύ!», άκουσε μια αντρική φωνή.
Στράφηκε προς το μέρος της και το φως ενός φακού τον τύφλωσε. Σήκωσε τα χέρια του σε θέση άμυνας. Ο άντρας που του φώναξε το κατάλαβε και χαμήλωσε αμέσως τον φακό.
«Τι γυρεύεις εδώ; Γιατί πειράζεις το εκκλησάκι;», τον ρώτησε απότομα τη στιγμή που τον πλησίαζε.
Άρπαξε τη φωτογραφία από το χέρι του και την έβαλε στη θέση της.
«Εγώ…», κόμπιασε ο Σίλβερ, «Έψαχνα κάποιον και βρέθηκα καταλάθος εδώ…»
«Ποιον έψαχνες;», τον ρώτησε δύσπιστα εκείνος.
«Τον… τον κύριο της φωτογραφίας που στέκεται δίπλα στον νεαρό. Τον έφερα στο σταθμό και…»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ο άλλος τον διέκοψε θυμωμένος.
«Με δουλεύεις;», τον ρώτησε. «Φύγε από εδώ πριν φωνάξω την αστυνομία! Δίνε του!»
«Μα…»
«Δίνε του είπα!»
Όταν αργότερα έφτασε στο σπίτι του, έριξε μια ματιά στη στάση του λεωφορείου. Το μπουκαλάκι που είχε πέσει από την τσέπη του γέρου, ήταν ακόμα εκεί. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή κι έγραψε στην αναζήτηση το όνομα που είχε δει να γράφει η φωτογραφία.
«Τζέισον Κόλεϊ»
Έκανε κλικ στο πρώτο αποτέλεσμα που εμφανίστηκε στην οθόνη του κι άρχισε να διαβάζει:
«Τραγικό δυστύχημα σημειώθηκε σήμερα 1/2/2013 στο σιδηροδρομικό σταθμό. Τη στιγμή που έφτασε το τρένο στον προορισμό του, εκτροχιάστηκε. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο 22χρονος Τζέισον Κόλεϊ, μαθητευόμενος οδηγός. Η τραγωδία ήταν διπλή για τη μητέρα του, καθώς τη στιγμή που ο πατέρας του νεαρού έμαθε για το ατύχημα του γιου του, βγήκε έξω στους δρόμους και προσπαθούσε να σταματήσει κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο για να τον πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δυστυχώς πετάχτηκε τόσο απότομα, που ένα φορτηγό δεν πρόλαβε να σταματήσει και τον παρέσυρε κάτω από τις ρόδες του. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος».
Έκλεισε τον υπολογιστή κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Σκούπισε τα υγρά του μάτια και προχώρησε προς το παράθυρο. Το μπουκαλάκι του γέρου που είχε πέσει από την τσέπη του στη στάση, είχε πλέον εξαφανιστεί.
Ερωδίτη Παπαποστόλου