,

Τα κάλαντα της νιότης

Βλέπω εδώ και μέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να κυκλοφορεί μία εικόνα που λέει πως ανήκω στη γενιά που έβγαινε για κάλαντα στις οχτώ το πρωί και στις δώδεκα το μεσημέρι είχε αγοράσει ό,τι λαχταρούσε η ψυχή μου. Κονσόλες παιχνιδιών, ρούχα, παιχνίδια, βιβλία, σκατολοϊδια, δώρα για την οικογένεια ή και όλα αυτά μαζί.

Προσωπικά ανήκω σε αυτή τη γενιά. Σηκωνόμασταν στις εφτά το πρωί, πίναμε το γάλα μας και συναντιόμασταν στο σπίτι κάποιου από τα παιδιά (συνήθως ήμασταν τετράδα) κατά τις εφτά και μισή για να μπορέσουμε να οργανώσουμε από πού θα ξεκινήσουμε, σε ποιους πιο μακρινούς πρέπει να πάμε οπωσδήποτε κλπ. Βγαίναμε ένα γύρο στη γειτονιά, λέγαμε ολόκληρα τα κάλαντα σε κάθε σπίτι, μας άνοιγαν όλοι σχεδόν. Πολύ σπάνια συναντούσαμε κάποιον στριμμένο ή αγενή που να μην ήθελε να ακούσει τα κάλαντα.

Τρέχαμε από πολυκατοικία σε πολυκατοικία χωρίς τους γονείς στο κατόπι μας, χωρίς γονείς να περιμένουν με ανησυχία στον από κάτω όροφο, να αφουγκράζονται τον κάθε ήχο. Γνώριζαν ότι τα κάλαντα θα τα πούμε στη γειτονιά και αν τύχαινε να πρέπει να πάμε πιο μακριά, ήταν από πριν ενήμεροι. Συναντούσαμε κι άλλα παιδιά, μας φαίνονταν φιλικοί ανταγωνιστές στα μάτια μας τότε! Άλλωστε υπήρχαν χρήματα και λιχουδιές για όλους!

Όταν κουραζόμασταν, πηγαίναμε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και αγοράζαμε πατατάκια και ποπ κορν για να τρώμε κατά τη διάρκεια της μοιρασιάς. Συνήθως γυρνούσαμε γύρω στις εντεκάμιση με δώδεκα, με το τσαντάκι γεμάτο χαρτονομίσματα και κέρματα. Τις σοκολάτες, τις καραμέλες ή τα γλειφιτζούρια, τα είχαμε στις τσέπες μας ο καθένας, αλλά τα χρήματα ήταν κοινά. Η μοιρασιά θυμάμαι κρατούσε σίγουρα μία ώρα. Σπάνια, κατά τη μία, ερχόταν κανένα παιδί να πει τα κάλαντα και μας φαινόταν τόσο μα τόσο παράξενο! «Δηλαδή τι; Δεν του φτάνουν όσα έχει βγάλει τέσσερις ώρες τώρα; Θέλει κι άλλα;» αυτή ήταν η κοινή μας ερώτηση όταν απαντούσαμε ένα τέτοιο παιδί.

Μεγαλώνοντας, είδα ότι σιγά σιγά τα κάλαντα γίνονταν δουλειά. Επιτέλους θα ερχόταν η εποχή των Χριστουγέννων και θα βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα γρήγορα, βιαστικά, περιμένοντας με ανυπομονησία τα λεφτά. Δεν χαιρόμασταν την εμπειρία το ίδιο. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι όσο πιο γρήγορα γινόταν και συχνά πιο μακριά απ’ όσο μας επέτρεπαν οι γονείς. Για να βγάλουμε κι άλλα! Κι άλλα χρήματα! Πιο πολλά! Για να πάρουμε νέο κινητό. Για να πάρουμε πιο μοδάτα ρούχα. Για να πάρουμε πράγματα πιο επιφανειακά πια. Και ως επί το πλείστον για τον εαυτό μας…

Μεγάλωσα κι άλλο, σταμάτησα να λέω τα κάλαντα. Σταμάτησα να ευχαριστιέμαι την εμπειρία αυτή, δεν έπαιρνα όσα θα ήθελα να πάρω κι όχι από οικονομικής πλευράς. Πλέον περιμένω τα Χριστούγεννα στο σπίτι, να μου χτυπήσουν τα πιτσιρίκια το κουδούνι και ν’ αρχίσουν να τραγουδούν.

Αλλά χρόνο με τον χρόνο δεν το ευχαριστιέμαι ούτε αυτό. Γιατί πια βλέπω τα πιτσιρίκια να λένε τα κάλαντα μόνο για να πάρουν λεφτά. Βλέπω τα μικρά να μην ξέρουν καν τα κάλαντα, να χωρίζουν τις παρέες σε άτομα των δύο ή των τριών με σκοπό να βγάλουν περισσότερα χρήματα και όταν δώσεις είκοσι ή πενήντα λεπτά σε κοιτάνε με μισό μάτι. Να μην πω για την περίπτωση που δεν δίνεις χρήματα, αλλά κάποιο γλυκάκι – έχουμε δει νομίζω όλοι πια τα απαξιωτικά βλέμματα… Τρέχουν ώρες ολόκληρες από σπίτι σε σπίτι κι από μαγαζί σε μαγαζί, από τις οχτώ το πρωί ως τις τρεις – τέσσερις το μεσημέρι.

Βλέπω αρκετούς γονείς να παίρνουν τα παιδιά τους από πίσω, με άγχος μη και συμβεί κάτι, μην τυχόν και χτυπήσουν την πόρτα λάθος ανθρώπου. Βλέπω κι άλλους γονείς, που παίρνουν το μικρό τους και το σέρνουν για ώρες ολόκληρες στους δρόμους να κουτσολέει τα κάλαντα, μήπως και καταφέρουν έτσι να ενισχύσουν το εισόδημά τους. Κι αν τους δώσεις το εικοσάλεπτο ή το πενηντάλεπτο, άλλοι σε κοιτάνε με οργή κι άλλοι με ευγνωμοσύνη. Σε αυτούς, τους δεύτερους, θέλω να δώσω κάτι παραπάνω. Σε αυτούς θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να τους βάλω στο σπίτι μου και να τους φιλέψω ό,τι έχω.

Έχοντας ζήσει “τις καλές εποχές”, μπορώ να πω ότι με θλίβει να είμαι μάρτυρας της κατάντιας αυτού του εθίμου. Το όμορφο όμως είναι όταν – ακόμα και σε αυτήν την εποχή – συναντάς κάποιο παιδάκι που έχει βγει μόνο του ή σέρνει την μητέρα του μαζί, να πει τα κάλαντα επειδή του αρέσει η εμπειρία και δεν το ενδιαφέρουν ακόμα τα χρήματα που θα βγάλει από αυτό! Εύχομαι να γίνουν έτσι τα πράγματα που να συναντάμε πια συχνότερα αυτή την αγνότητα!

Καλά Χριστούγεννα!

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: