«Στα καλύτερα σε φέρνω!» αναφώνησε για ακόμα μια φορά ο Τάσος. Η Μάρθα ανάβλεψε και του χαμογέλασε συγκαταβατικά, καθώς περπατούσαν στο μακρύ διάδρομο με την παχιά μοκέτα, που κάλυπτε τον ήχο των βημάτων τους.
«Είναι ανατριχιαστικοί οι διάδρομοι των ξενοδοχείων δε νομίζεις;» είπε η Μάρθα και γέλασε με τα λόγια της.
«Από την ώρα που ήρθαμε, όλο κάτι σε ανατριχιάζει. Μια οι ρεσεψιονίστ, μια ο διευθυντής, μια ο γκρουμ!» της γκρίνιαξε. Στάθηκαν μουτρωμένοι έξω από το ασανσέρ και περίμεναν. Μια φωνακλάδικη παρέα βγήκε φορώντας φόρμες σκι και προχώρησε στο στενό διάδρομο. Κατέβηκαν στο υπόγειο, όπου ένας μακρύς, απρόσωπος, μαρμάρινος διάδρομος απλώθηκε μπροστά τους.
«Από δω!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Τάσος δείχνοντας της την ταμπέλα που έλεγε spa. Έσυραν τις λεπτές, λευκές παντόφλες ξενοδοχείου ως εκεί. Μια ευγενική κοπέλα βρίσκονταν στο μικρό γκισέ.
«Καλησπέρα, κερδίσαμε ένα μασάζ ζευγαριού!» ύψωσε τη φωνή του ο Τάσος. Η κοπέλα πήρε τα στοιχεία τους και το ιατρικό ιστορικό τους, τους κέρασε ένα τσάι βοτάνων, που μύριζε σα βρώμικα παπούτσια και τους ενημέρωσε ότι όσο περίμεναν για το μασάζ, θα μπορούσαν να κάνουν σάουνα, χαμάμ ή υδρομασάζ. Ο Τάσος κατενθουσιάστηκε. Χωρίς να τη ρωτήσει, την έσυρε ως τη σάουνα, χώθηκαν στην ξύλινη καμπίνα και έριξε μερικές σταγόνες στα κάρβουνα. Η γλυκιά μυρωδιά του ζεσταμένου, ρητινώδους ελάτου τους χαλάρωσε. Μα σύντομα η Μάρθα άρχισε να αισθάνεται άβολα και να δυσκολεύετε να ανασάνει.
«Μωρό μου, δεν πάμε καλύτερα στο χαμάμ; Νομίζω ότι αυτή η ξερή ζέστη επιδεινώνει την αλλεργία μου.» είπε όσο πιο ναζιάρικα μπορούσε. Η πόρτα άνοιξε και μια ψηλή, καλοβαλμένη ξανθιά μπήκε και κάθισε απέναντι τους απλώνοντας τα μακριά, καλογραμμένα πόδια της.
«Εγώ λέω να κάτσω εδώ.» της είπε προσπαθώντας να κρύψει το λιγωμένο ύφος του. Του έριξε μια ενοχλημένη ματιά και βγήκε. Άνοιξε την πόρτα του χαμάμ και υδρατμοί την τύλιξαν. Ήταν ένα μεγάλο, άδειο, στρογγυλό δωμάτιο. Βολεύτηκε στον καλυμμένο με μικρή, μπλε ψηφίδα πάγκο, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει και να ξεχάσει τον Τάσο και την ξανθιά δίπλα. Ένα περίεργο βουητό την έβγαλε από τη χαύνωση, που της προξενούσε ο ζεστός ατμός. Ακούγονταν σαν να υπάρχουν μύγες μέσα στο δωμάτιο. Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να διαπεράσει τα κύματα αχνού, που μαζεύονταν πάνω από το κεφάλι της. Ξαφνικά τραβήχτηκε πίσω, κρύος ιδρώτας την έλουσε. Δεν μπορεί η ιδέα της ήταν! Της φάνηκε, σαν πρόσωπα που ουρλιάζουν.
«Ανόητη!» μάλωσε τον εαυτό της και κοίταξε πάλι εξεταστικά τον ατμό. Τότε τον πρόσεξε, επάνω από το κεφάλι της υπήρχε ένας αεραγωγός και ο ήχος έμοιαζε να προέρχεται από εκεί. Σηκώθηκε πάνω στον πάγκο και τέντωσε το κοντό κορμί της μα δε μπορούσε να δει μέσα. Κατέβηκε και πήγε όσο πιο μακριά μπορούσε, ανάμεσα στα σύννεφα ομίχλης που τη σαβάνωναν ξεχώρισε κάτι να κρέμεται μέσα στον αεραγωγό, σαν ρούχο. Τελικά τα παράτησε και βγήκε.
Κοίταξε μέσα από τη γυάλινη πόρτα της σάουνας. Ο Τάσος είχε κατεβάσει το μπουρνούζι στους γοφούς και με το ζόρι έκρυβε τα επίμαχα σημεία αφήνοντας ακάλυπτο το δασύτριχο στήθος του, ενώ η ξανθιά δεν είχε αλλάξει στάση και έμοιαζε να κοιμάται. Το βλέμμα της έπεσε στο θερμοστάτη και αναστέναξε. Αυτή θα έφταιγε τώρα αν ανέβαζε το θερμοστάτη στους διακόσιους, να σταφιδιάσουν; Ξεφύσησε και γυρνώντας τους την πλάτη πήγε και βούλιαξε στο υδρομασάζ αφήνοντας τις μπουρμπουλήθρες να της γαργαλίσουν κάθε σημείο του σώματος της. Λίγο μετά, η νεαρή κοπέλα τους οδήγησε στη μισοσκότεινη καμπίνα, όπου υπήρχαν δυο κρεβάτια μασάζ και κάμποσα αναμμένα, αρωματικά κεριά ενώ ακούγονταν απαλή μουσική. Η Μάρθα κάθισε αμήχανη στην άκρη του κρεβατιού, καθώς ο Τάσος ξάπλωνε επαναλαμβάνοντας ακόμα μια φορά.
«Στα καλύτερα σε φέρνω!»
Δυο ηλικιωμένες γυναίκες, που το δέρμα τους έμοιαζε να κρέμεται, σαν κακοραμμένο ρούχο, πάνω στο λιανό σκελετό τους μπήκαν μέσα.
«Ξαπλώστε.» μίλησε σιγανά η μια απευθυνόμενη στη Μάρθα. Εκείνη κοκκίνισε και αγνοώντας το ένστικτό της, που της έλεγε να φύγει μακριά, ξάπλωσε. Οι μασέρ ξεκίνησαν τις μαλάξεις.
«Είστε πολύ σφιγμένος κύριε. Θα μείνετε μέρες;»
«Δυστυχώς φεύγουμε αύριο.»
«Κρίμα! Καλό θα ήταν να κάνατε άλλη μια συνεδρία.»
«Δε λέτε πάλι καλά που καταφέραμε και το σκάσαμε για ένα διήμερο; Εεε μωρό μου;» απευθύνθηκε στη Μάρθα.
«Κυριολεκτικά το σκάσαμε! Δεν είπαμε τίποτα σε κανένα, κλείσαμε και τα κινητά…» συνέχισε να φλυαρεί ο Τάσος και ξαφνικά σταμάτησε βγάζοντας έναν ακαθόριστο ήχο.
Η Μάρθα ένιωσε την ένταση και γύρισε το κεφάλι της. Η μασέρ από πάνω της κρατούσε ένα κυνηγετικό σουγιά, την έσπρωξε και έκανε να πεταχτεί, μα η άλλη γυναίκα την έπιασε και τη συγκράτησε. Το τελευταίο που είδε προτού σωριαστεί, ήταν τον Τάσο, με τη μούρη χωμένη στο κουλούρι του κρεβατιού και πηχτό αίμα να στάζει στο πάτωμα από το λαιμό του.
Οι δυο γυναίκες βγήκαν από το δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους φανερά ευχαριστημένες.
«Σήμερα το βράδυ λοιπόν.» ψιθύρισε η ψηλότερη
Η άλλη της έγνεψε καταφατικά και πρόσθεσε «Στο τσακ προλάβαμε!».
Το Σπα είχε κλείσει από ώρες, μα οι δυο γυναίκες κλεισμένες μέσα στην αίθουσα του χαμάμ δούλευαν ασταμάτητα προσπαθώντας να τα έχουν όλα έτοιμα για τη μεγάλη ώρα, αγνοώντας τη χάλκινη μυρωδιά. Οι μπλε ψηφίδες είχαν καλυφθεί από πηγμένο αίμα. Στη βάση του κυκλικού πάγκου υπήρχαν αναμμένα εκατοντάδες κεριά, ενώ περίεργα σύμβολα ήταν γραμμένα με αίμα στους τοίχους και στο πάτωμα. Στη μέση του κύκλου προσεκτικά τοποθετημένα, σαν άδειες ολόσωμες φόρμες του σκι, βρίσκονταν τα δέρματα ενός άντρα και μιας γυναίκας.
Η ψηλή μασέρ ανέβηκε στον πάγκο, άνοιξε το καπάκι του αεραγωγού και τράβηξε ακόμα τέσσερα δέρματα.
«Η υγρασία τα διατήρησε μια χαρά.» είπε ευχαριστημένη και με την βοήθεια της άλλης άρχισε να τα στρώνει δίπλα στ’ άλλα. Η πόρτα άνοιξε και οι δυο ρεσεψιονίστ, ο διευθυντής και ο γκρουμ μπήκαν μέσα.
«Όλα έτοιμα! Νομίζω ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρουμε!»
«Ξεκινάμε;»
Εκείνοι έγνεψαν θετικά και ύμνοι γέμισαν το δωμάτιο. Οι φλόγες των κεριών αντανακλούσαν στα μάτια τους, μα η έξαψή τους καθώς έβλεπαν τα άδεια δέρματα να γεμίζουν και να παίρνουν σχήμα, ήταν μεγαλύτερη. Σε λίγο πήραν πάλι την ανθρώπινη μορφή τους και οι προχειροραμμένες ραφές τους άρχισαν να εξαφανίζονται. Οι γυμνές φιγούρες άρχισαν να εξερευνούν τα νέα σώματα τους.
«Τα καλύτερα σας φέρνω!» κόμπασε ο διευθυντής.
«Η δική μου είναι κοντή!» ακούστηκε μια εκνευρισμένη φωνή.
Αναστασία Χ.