,

Διαδόσεις (2)

Προηγούμενο

Ο μαυροφορεμένος πολεμιστής απέσπασε το πελώριο, αιματοβαμμένο κράνος του και το πέταξε κατάχαμα. Ο βολβός του ματιού, που είχε σφηνώσει ανάμεσα στους μυτερούς κώνους του, κύλισε ως τα πόδια του Σεπ. Εκείνος, τυφλωμένος από τον ήλιο που προστάτευε τον Σίσιλ στη σκιά του, ένιωσε τον φόβο να τον κατακλύζει. Όποιος τον βλέπει μαρμαρώνει, ’λέγαν οι φήμες. Απέστρεψε το βλέμμα του προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τρόμο του. Αυτό έδωσε τον χρόνο που χρειάζονταν ο Σίσιλ, για να του καταφέρει ένα δυνατό χτύπημα με το σπαθί του, στο γοφό του. Ούρλιαξε, καθώς ο Σίσιλ τράβηξε το σπαθί του, που σκαλωμένο στο κόκαλο της λεκάνης έτριξε ανατριχιαστικά. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια σπαθιά στα τυφλά, που πήρε ξώφαλτσα το κεφάλι του Σίσιλ. Τα πυρρόξανθα μαλλιά του, που σχημάτιζαν ένα δεύτερο κράνος λύθηκαν και κυμάτισαν στον παγωμένο αέρα. Ο Σίσιλ έβαλε παραπάνω δύναμη, αλλά το πόδι του γλίστρησε στο πνιγμένο από το αίμα χώμα, φέρνοντάς τους πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Σεπ δε κατάφερε να συγκρατήσει την κατάπληξη του. Το λεπτεπίλεπτο, λευκό, σχεδόν διάφανο πρόσωπο με τα μεγάλα, μελιά μάτια που σκιάζονταν από μεγάλες βλεφαρίδες και μικρά κατακόκκινα χείλη που σφίγγονταν από θυμό πλαισιωμένο από μια θάλασσα κατακόκκινων μαλλιών, μόνο τερατόμορφο δεν έμοιαζε, παρόλο το τρομακτικό βάψιμο του.  Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι απέναντι του είχε μια γυναίκα, την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ. Μαρμάρωσε.

Ένα ειρωνικό γελάκι ξέφυγε της Σίσιλ καθώς του ψιθύριζε.

«Οι διαδόσεις μπορούν να γίνουν καταστροφικές, για ΄κείνον που τις πιστεύει».

Η μορφή της καθρεφτίστηκε στα μάτια του. «Και η καλύτερη και ταυτόχρονα η πιο βαριά πανοπλία για κείνον που τις διαδίδει…» σκέφτηκε λυπημένη, καθώς έβγαζε μια πολεμική κραυγή καλώντας τους πολεμιστές της να μην αφήσουν κανένα ζωντανό. Μα έξαφνα, σα να λύθηκαν τα μάγια της, ο Σεπ αντέδρασε. Ο μεταλλικός ήχος των ενωμένων σπαθιών την ξάφνιασε. Η δύναμη του χτυπήματος την τράνταξε τόσο δυνατά, που τινάχτηκε πίσω.  Ο κύκλος γύρω τους είχε στενέψει.  Η Σίσιλ απέφυγε με ευκολία το πισώπλατο χτύπημα του αρχιστράτηγου του Σεπ και γονατίζοντας έσυρε το σπαθί της στο ύψος της κοιλιάς του, τα σωθικά άχνιζαν καθώς έπεφταν στο ταγγισμένο από το αίμα χώμα.  Η κατάπληξη του την έκανε να χαμογελάσει. Μα το θριαμβευτικό της βλέμμα δε κράτησε για πολύ. Κάποιος γράπωσε δυνατά τα μακριά, πυρρόξανθα μαλλιά της.  Δε τα ‘χασε. Στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό της και με μια ξαφνική κίνηση έκοψε μια μεγάλη τούφα από τα μαλλιά της. Ο Σεπ τα κοίταξε, σα να κράταγε κάρβουνα αναμμένα, μα δε τ`άφηνε.

Ο ήλιος κρύφτηκε κάτω από το ένα χαμηλό σύννεφο, λίγο πριν δύσει. Το μούχρωμα τους σαβάνωσε και ο ήχος του κέρατου, τους καλούσε να σταματήσουν, μα οι δυο τους απλά στέκονταν εκεί. Προσπαθούσαν να  τρυπήσουν το σκοτάδι να δουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Οι υπαρχηγοί του Σεπ είχαν συσπειρωθεί γύρω του και ξαφνικά μπήκαν μπροστά της τραβώντας τον στα μετόπισθεν. Η μάχη ξαναφούντωσε για λίγο, ώσπου το σκοτάδι τους τύλιξε. Ο λυπητερός ήχος του κέρατου ήχησε πάλι.  Οι φωνές, τα βογγητά και τα παραληρήματα όμως στο πεδίο της μάχης δε κόπασαν .

Ο θηριώδης Γκραλ ήταν έξαλλος. Κανείς δε τολμούσε να τον πλησιάσει. Το κέρας ακούστηκε για τρίτη φορά, βογκώντας μακρόσυρτα, πριν σωπάσει για τη νύχτα. Η Σίσιλ περπατούσε απρόθυμη προς το μέρος του.  Το λευκό πρόσωπο της φώτιζε κάτω από το βάψιμο της σα φεγγαρόπετρα στο σκοτάδι. Οι άντρες την κοιτούσαν έκπληκτοι. Η αμηχανία ήταν διάχυτη στον αέρα, κάποιοι στύλωναν το βλέμμα πάνω της με απορία, άλλοι το αποτραβούσαν σαν να κάηκαν, μερικοί έξυναν το κεφάλι τους μπήγοντας τα βρωμερά τους δάκτυλα μέσα στα λαδωμένα, γεμάτα ξεραμένα αίματα μαλλιά τους ή χάιδευαν τα μπερδεμένα γένια τους. Ο Γκραλ μόλις την είδε, την πλησίασε με μεγάλα θυμωμένα βήματα, την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε, όσο πιο μακριά μπορούσε από την πρόχειρη κατασκήνωση, κάνοντας νόημα στην προσωπική φρουρά του να μην τους ενοχλήσει κανείς.

«Σου το ‘πα! Δε σου το ‘πα, να μην μπεις στη μάχη και να κρατηθείς στα μετόπισθεν; Η παρουσία σου και μόνο ήταν αρκετή για να  κατατροπώσουμε αυτά τα ποντίκια του αγρού» μούγκρισε ο Γκραλ.

«Το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι πατέρα. Είχαμε στριμωχτεί άγρια. Και τα ποντίκια τίμησαν την φήμη τους» είπε ήπια η Σίσιλ.

Ο Γκραλ μουρμούρισε. «Ήμασταν πολύ σίγουροι. Περάσαμε τέσσερα μεγάλα βασίλεια και κανένα δεν αντιστάθηκε στη φήμη των διαβόητων Γκέρκος. Οι επιζώντες κάναν  καλή δουλειά. Διέδωσαν παντού τα κατορθώματα μας που όσο περνά ο καιρός γιγαντώνονται και φουσκώνουν, σαν το ποτάμι».

«Ναι, μα το ποτάμι μπορεί να γίνει επικίνδυνο και το παραμικρό λάθος μπορεί να μας πνίξει. Γι`αυτό πρέπει να δράσουμε».

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε σκεφτικός ο  γιγαντόσωμος άντρας, τραβώντας τα γκριζωπά γένια του.

«Δε πρέπει να μείνει κανείς τους  ζωντανός. Με είδαν, πρέπει να πεθάνουν» είπε αποφασιστικά και πρόσθεσε «Όλοι».

«Μόνο αυτοί σε είδαν;» ούρλιαξε ο Γκραλ «Όλοι αυτοί σε είδαν!» είπε και έδειξε με το χέρι του την κατασκήνωση των πολεμιστών του. «Θα πεθάνουν και αυτοί;» τη ρώτησε εκνευρισμένος ξεφυσώντας. «Τόσα χρόνια σε προστάτευα…»

«Με προστάτευες;»

«Φυσικά.  Φαντάζεσαι να ΄ξέραν τόσα χρόνια αυτοί οι ξαναμμένοι τράγοι τι είσαι; Τους έχεις δει τόσες φορές. Τι σε κάνει να πιστεύεις, ότι δε θα έκαναν, αν είχαν την ευκαιρία, τα ίδια σε σένα;»

Η Σίσιλ ανατρίχιασε και έσφιξε το σπαθί της.

«Ξέρεις τι μαρτύριο περνώ; Να σε βλέπω να μεγαλώνεις, να μεταμορφώνεσαι σ`ένα πανέμορφο λουλούδι, να μοιάζεις τόσο στη μητέρα σου και ταυτόχρονα να σαι τόσο διαφορετική; Κάθε μέρα χαιρόμουν και στεναχωριόμουν ταυτόχρονα. Κάθε μέρα έπρεπε να σκέφτομαι τρόπους να κρύβεις αυτή την ομορφιά κάτω από βαριά κράνη, κουκούλες, πίσω από τρομακτικές ζωγραφιές και ιστορίες. Και σε μια στιγμή όλα χάθηκαν!»

Η σιωπή τους τύλιξε.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο επικρατούσε αναταραχή. Οι άντρες κατάκοποι είχαν μαζευτεί γύρω από την φωτιά και προσπαθούσαν να περιποιηθούν τις πληγές τους.  Ο Σεπ, αφού του έραψαν τα τραύματα του έγνεψε στους υψηλόβαθμους του που τον κύκλωσαν.

«Μαζέψτε τους άντρες. Πρέπει να μετακινηθούμε τώρα!»

«Οι άντρες είναι κουρασμένοι, πρέπει να περιποιηθούν τις πληγές τους. Πώς θα περπατήσουμε μέσα στη νύχτα;» τον ρώτησε ένας γεροδεμένος ψαρομάλλης.

«Αν θέλουν τη ζωή τους, θα βρουν το κουράγιο!» έκανε ανυπόμονα ο Σεπ.

Συνεχίζεται…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: