«Κι αν δεν υπήρξες ποτέ;»
«Κι αν δεν υπήρξα;»
Τι είναι πραγματικό τελικά, και τι δεν είναι;
Στεκόταν στην ακροθαλασσιά και την παρακολουθούσε να παίζει με τα κύματα﮲ η γοργόνα του﮲ η δική του γοργόνα.
Θυμόταν όταν ήταν μικρό παιδί κι έμενε στο διπλανό σπίτι μαζί με τη μητέρα της. Θυμόταν να την κοιτάζει από το παράθυρο κάθε φορά που ξεκινούσε για το σχολείο κι ευχόταν να πάει κι εκείνος μαζί της. Δυστυχώς όμως δεν μπορούσε. Είχε «μαθησιακές δυσκολίες» όπως είχαν επισημάνει οι γιατροί και οι γονείς του τον έστελναν σε ειδικό σχολείο. Έφευγε πάντα ένα τέταρτο μετά από αυτήν κι έτσι μπορούσε να τη βλέπει τη στιγμή που έμπαινε στο σχολικό.
Θυμόταν να την πλησιάζει στο πάρκο όταν είχε μεγαλώσει λίγο και να της ζητάει να γίνουν φίλοι. Κι εκείνη να δέχεται κι αυτός να ζει την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του.
Και θυμόταν μετά τους γονείς της να την παίρνουν μακριά του και τους δικούς του να του απαγορεύουν οποιαδήποτε συναναστροφή μαζί της.
Πέταξε οργισμένος ένα βότσαλο στη θάλασσα. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τα σμαραγδένια μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά της έλαμψαν κάτω από τον καυτό, καλοκαιρινό ήλιο. Του χαμογέλασε. Κολύμπησε γρήγορα προς το μέρος του και ανέβηκε στα βράχια.
«Κι αν δεν υπήρξα;», τον ρώτησε.
«Κι αν υπήρξες;» τη ρώτησε εκείνος με προσμονή. «Κι αν υπάρχεις ακόμα;»
Το ελαφρό αεράκι κούνησε τα μαλλιά της και τα έκανε να μοιάζουν με φίδια που της χάιδευαν το πρόσωπο﮲ ένα πρόσωπο χλωμό, λευκό σαν το χιόνι.
Εκείνη χαμογέλασε και πάλι και έκανε μια βουτιά στη θάλασσα. Εκείνος σηκώθηκε απότομα και την έψαξε με το βλέμμα του. Την είδε να αναδύεται μέσα από το βαθύ, μπλε του ωκεανού και να του κουνάει το χέρι.
«Κι αν υπάρχεις ακόμα;», μονολόγησε καθώς την κοιτούσε να παίζει με τα κύματα. «Αν δεν χάθηκες; Αν δεν χαθείς ποτέ;»
Θυμήθηκε όταν μεγάλωσε κι επέστρεψε στη γειτονιά του, την ίδια χρονιά που επέστρεψε κι εκείνη για να κανονίσει τα κληρονομικά του σπιτιού της αφού οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο. Θυμήθηκε να την κοιτάζει πάλι κρυφά πίσω από την κουρτίνα, τη στιγμή που κι εκείνη έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος του χωρίς ωστόσο να μπορεί να τον δει.
Ήξερε πως το επόμενο πρωί θα έφευγε πάλι για την πόλη της. Ήξερε πως είχε μόνο λίγες ώρες για να την δει, να της εξηγήσει, να της πει πως τους χώρισαν άδικα. Τόσα χρόνια είχε να τη συναντήσει κι όμως δεν είχε πάψει ποτέ να τη σκέφτεται. Θα ήταν η πρώτη του και η τελευταία του αγάπη. Είχε καταφέρει να τους πείσει όλους ότι την είχε ξεχάσει, ότι δεν υπήρξε ποτέ, αλλά μέσα του ήξερε πως δεν επρόκειτο να την ξεχάσει. Έπρεπε να της μιλήσει.
«Υπάρχω ακόμα», άκουσε τη φωνή της να του ψιθυρίζει μέσα στο αυτί, ενώ βρισκόταν μακριά του μέσα στη θάλασσα. «Και θα υπάρχω πάντα… αλλά όχι όπως θα ήθελες εσύ… Ποτέ δεν υπήρξα όπως ήθελες εσύ…», πρόσθεσε.
Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και ξέσπασε καταιγίδα.
«Όχι!», φώναξε εκείνος τη στιγμή που είδε τη θάλασσα να την καταπίνει.
Όχι, ήταν γοργόνα, ήταν η γοργόνα του, δεν μπορούσε να πνιγεί. Δεν μπορούσε να χαθεί. Υπήρχε και θα υπήρχε πάντα. Η καταιγίδα κόπασε, τα σύννεφα διαλύθηκαν μα εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Κάθισε στην άμμο και έκρυψε το πρόσωπό του στα τρεμάμενα χέρια του. Έμπηξε τα νύχια στα μάγουλά του μέχρι που μάτωσαν, πιστεύοντας πως αν πονούσε αρκετά θα μπορούσε να την κάνει να επιστρέψει, θα μπορούσε να την κάνει να υπάρξει ξανά.
Θυμήθηκε να του λέει να σταματήσει γιατί πονούσε, αλλά εκείνος επέμενε, επέμενε γιατί ήξερε πως μετά θα ήταν όλα υπέροχα και θα ξεκινούσε η μαγεία. Μετά…
«Ο κύριος Πήτερ Σολίζοφ;», άκουσε πίσω του μια φωνή.
Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. Τρεις άντρες με κουστούμια στέκονταν και τον κοιτούσαν.
«Ναι», τραύλισε εκείνος.
Τότε εκείνος που μίλησε τον πλησίασε γρήγορα και περνώντας χειροπέδες γύρω από τα χέρια του, του είπε:
«Συλλαμβάνεστε για την απαγωγή της Μάιρα Κάνινγκ»
«Εγώ… δεν…»
«Πείτε μου κύριε Σολίζοφ, που είναι η κοπέλα;»
«Τι εν…»
«Πείτε μου!», επέμεινε εκείνος αρπάζοντας τον από πίσω και πιέζοντας το λαιμό του.
Εκείνος δεν μίλησε, αλλά έστρεψε το βλέμμα του προς τη θάλασσα.
Ο αστυνομικός που ήταν ντυμένος με πολιτικά, χαλάρωσε αμέσως τη λαβή του.
Λίγες ώρες αργότερα, το πτώμα της νεαρής κοπέλας ανασύρθηκε από τη θάλασσα.
«Πρόκειται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα», είπε ο δημοσιογράφος στις ειδήσεις. «Ο δολοφόνος, είναι ο τριανταπεντάχρονος Πήτερ Σολίζοφ. Ο δράστης, είχε γνωρίσει το θύμα του όταν ήταν και οι δυο 7 ετών. Έκανε παρέα μαζί της, όμως σύντομα εκδήλωσε τάσεις εξουσίας και βιαιότητας απέναντί της. Έλεγε συνεχώς πως ήταν η γοργόνα του και μπορούσε να τη μεταμορφώσει. Οι γονείς της την απομάκρυναν από εκείνη τη γειτονιά και το παιδί, που είχε μαθησιακές δυσκολίες, κλείστηκε σε παιδοψυχιατρική κλινική. Όταν ενηλικιώθηκε μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο και λίγο καιρό πριν, αφού κατάφερε να πείσει του γιατρούς πως είχε θεραπευτεί, αφέθηκε ελεύθερος. Φαίνεται όμως πως δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ το σκοπό του. Ακολούθησε την άτυχη γυναίκα και τη δολοφόνησε μα τον πιο αποτρόπαιο και βασανιστικό τρόπο. Αφού την αναισθητοποίησε έκοψε το εσωτερικό δέρμα των ποδιών της και τα έραψε μεταξύ τους φτιάχνοντας μια ουρά γοργόνας. Δεν γνωρίζουμε αν η Μάιρα είχε συνέλθει κατά τη διάρκεια αυτής της τρομακτικής επέμβασης, αλλά σίγουρα συνήλθε αργότερα. Εκείνος, αφού τελείωσε, πέταξε το σώμα της στη θάλασσα. Η άτυχη γυναίκα που σφάδαζε από τους πόνους και αιμορραγούσε ακατάσχετα, δεν κατάφερε να κολυμπήσει και πνίγηκε. Κύριε Κάρλτον», στράφηκε στη συνέχεια προς τον αστυνομικό που καθόταν δίπλα του στο στούντιο, «θα μας πείτε πώς το ανακαλύψατε;»
Εκείνος ξερόβηξε.
«Ένας γείτονας είδε το δράστη να βγαίνει από το σπίτι της άτυχης γυναίκας κουβαλώντας ‘κάτι’ τυλιγμένο με ένα χαλί. Πήρε αμέσως τηλέφωνο στη Μάιρα, αλλά δεν βρήκε απόκριση. Κάλεσε εμάς λοιπόν, μας έδωσε το όνομα του δράστη αφού τον γνώριζε και μας είπε ότι τον είδε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα», είπε τελειώνοντας.
Εκείνος καθόταν στη γωνιά του λευκού δωματίου με τα χέρια του ακινητοποιημένα και χαμογελούσε. Ήξερε πως εκείνη υπήρχε ακόμα μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού και τον περίμενε. Τον περίμενε να φτιάξει μια ίδια ουρά για τον εαυτό του και να την ακολουθήσει. Ήξερε πως μπορούσε να αντέξει τον πόνο προκειμένου να είναι μαζί της για πάντα. Ήξερε πως έπρεπε να τον αντέξει.