Ο Μάνος ήταν πάντα ένα θλιμμένο παιδί. Από αυτά που κουβαλούν μια ευγενική, χαμογελαστή θλίψη στο αθώο, παιδικό τους βλέμμα. Από τότε δε που οι γονείς του μετανάστευσαν στη Γερμανία για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον μακρυά από το μικρό νησί τους, το βλέμμα του μικρού είχε βαρύνει ακόμα παραπάνω. Ο μικρός είχε μείνει πίσω με την γιαγιά και τον παππού για αρχή, μέχρι να στρώσουν τα πράγματα στην καινούρια πατρίδα και να μπορέσουν οι γονείς να βρουν τα πατήματά τους. Μετά θα έπαιρναν και το παιδί μαζί τους. Του είχαν βρει και μια δασκάλα γερμανικών στο νησί, γερμανίδα που είχε βρεθεί εκεί για καλοκαιρινές διακοπές, ερωτεύτηκε έναν ντόπιο, παντρεύτηκαν και ξέμεινε εκεί. Είπαν λοιπόν οι γονείς του Μάνου να του δώσουν λίγο χρόνο, να μάθει την καινούρια γλώσσα ο μικρός κι έπειτα να γυρίσουν για να τον πάρουν.
Ο Μάνος ξυπνούσε κάθε πρωί από τις 6 για να πάρει το λεωφορείο της γραμμής που μετέφερε τους μικρούς μαθητές στο Δημοτικό σχολείο, που απείχε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από το χωριό του. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση τα μαθήματα, αφ’ ενός γιατί ήταν ένα παιδί γεμάτο περιέργεια και αγάπη για την γνώση και αφ’ ετέρου γιατί αυτά που έγραφαν τα βιβλία τον βοηθούσαν να δραπετεύει από τα στενά, ασφυκτικά όρια του μικρού του νησιού. Το σπίτι του παππού ήταν μπροστά στη θάλασσα, ένα χαμηλό σπιτάκι που είχε το πέλαγος για προέκταση της αυλής του. Το χειμώνα οι ντόπιοι τραβούσαν τις βάρκες τους έξω στην στεριά και τις άφηναν εκεί να ξεκουράζονται, μέχρι να τις βρει η επόμενη άνοιξη που θα ξαναγλιστρούσαν τα γέρικα σκαριά τους στο γαλανό λίκνο.
Πάνω σ’ αυτές λοιπόν τις βάρκες ακουμπούσαν συχνά γλαροπούλια που ο Μάνος λάτρευε να τα παρατηρεί. «Αν είχα μια ευχή σ’’’ όλη μου τη ζωή, θα ήταν να είχα φτερά σαν κι εσένα γλάρε για να μπορέσω να πετάξω» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια ο Μάνος κάποια στιγμή παρατηρώντας με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι του παραθύρου τον γλάρο που ξαπόσταινε πάνω στη βάρκα. Ο παππούς που ήταν καθισμένος στην συνηθισμένη του μεριά δίπλα στην ξυλόσομπα, άκουσε τα μισόλογα του εγγονού του και του αντιγύρισε «Και ποιος σου είπε νεαρέ μου ότι εσύ δεν μπορείς να πετάξεις;» Ο μικρός αναπήδησε, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ο παππούς είχε ακούσει την σκέψη του. «Παππού με κοροϊδεύεις;» του απάντησε κακόκεφα. «Καθόλου δε σε κοροϊδεύω εγγονέ μου!» είπε ο ναυτικός παππούς που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι και είχε παρατηρήσει πολλά πουλιά να πετάνε. «Ξέρεις ότι για να καταλάβεις πώς πετάει ένα πουλί πρέπει να παρατηρήσεις τη γωνία με την οποία το ζώο κινεί τα φτερά του πρωτού πετάξει; Νομίζεις ότι φτάνει απλά και μόνο να διαθέτεις φτερά για να πετάξεις; Λάθος μεγάλο νεαρέ μου! Για να κατακτήσεις τους αιθέρες, πρέπει να μάθεις να κινείς τα φτερά σου στη σωστή γωνία. Αυτό είναι το κλειδί όλων των πτήσεων. Κι αυτή η γωνία είναι ίδια για όλα τα είδη που διαθέτουν φτερά. Αυτό που μένει είναι να την ανακαλύψουν».
«Κι εγώ πως μπορώ να πετάξω δηλαδή; Πού είναι τα φτερά μου;» ρώτησε με ειλικρινή απορία ο μικρός. Ο παππούς χαμογέλασε και του είπε ζεστά «Καλό μου αγόρι, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μια καρδιά κι ένα μυαλό. Αυτά είναι τα ανθρώπινα φτερά. Ψάξε μέσα σου να βρεις τη σωστή γωνία κι αν το καταφέρεις τότε οι ουρανοί θα είναι δικοί σου!».
Ειρήνη Κουτσουβέλη