,

Με μια χούφτα άμμο

«Καλύτερα να την σκοτώσω, πάρα να παντρευτεί έναν τύπο σαν εσένα!» ξεστόμισε αργά και τα μάτια του θαρρείς πετούσαν φλόγες. 

«Τι σόι πατέρας είσαι εσύ;» ο Μάνος κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος. 

«Πρώην!» η Έλενα που μπήκε ξαφνικά μέσα στο γραφείο έκανε και τους δύο άντρες να παγώσουν. «Πρώην πατέρας λοιπόν! Αφού δε σέβεται τις επιλογές μου, δε θέλει τη χαρά μου και με προτιμά νεκρή… Τελειώσαμε! Πάμε Μάνο!» είπε ήρεμα, μα η φωνή της έτρεμε λίγο.

Έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω κι έτσι δεν είδαν ποτέ το άγριο σκοτάδι σ’ εκείνο το απόκοσμο βλέμμα του Στέφανου. Αυτό δε θα τελείωνε έτσι και όποιος γνώριζε τον Στέφανο Αποστόλου, έπρεπε να το περιμένει.

Ο Στέφανος Αποστόλου από τα δεκάξι του, θαλασσοπνιγόταν με τα καράβια για να εξασφαλίσει φαγητό και στέγη για τη μάνα και τα αδέρφια του. Ακούραστα, αδιαμαρτύρητα, αδιάκοπα. Μέχρι εκείνο το ναυάγιο, που έσκισε το κορμί του σε κομμάτια και τον έφερε μπρος στο κατώφλι του θανάτου. Μα τελικά ο Στέφανος ήταν ο ένας από τους τρεις επιζώντες που ξέβρασε το κύμα σε ένα ξερονήσι του αφιλόξενου ωκεανού. Τότε ήταν που πήρε τις μεγαλύτερες αποφάσεις της ζωής του. Θα κατακτούσε τον κόσμο και θα τα είχε όλα στα πόδια του. Μπορούσε να το καταφέρει, ήταν σίγουρος. Το ορκίστηκε στον αέρα που ανάσαινε κι έσφιξε γερά μια χούφτα άμμο, εκεί όπως κειτόταν μισολιπόθυμος στην ακροθαλασσιά. 

Όταν γύρισε πίσω αφοσιώθηκε στον στόχο του. Και τον πέτυχε! Μερικά χρόνια αργότερα, είχε γίνει ένας από τους ισχυρότερους άντρες στη χώρα. Με πολλή δουλειά, πείσμα, μα και τύχη, τα κατάφερε! Ολομόναχος. 

Και κάθε τόσο κατέβαινε στην παραλία κι έσφιγγε μια χούφτα άμμο κι ανανέωνε τον όρκο του. Τίποτα δε θα έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του. Τίποτα δε θα τον έκανε ποτέ ξανά αδύναμο. Ούτε καν η ίδια του η κόρη… 

Ή Έλενα ήρθε μέσα από έναν πολύ καλά μελετημένο και πολλά υποσχόμενο γάμο. Μα ένα ξαφνικό ατύχημα, της στέρησε τη μητέρα της πολύ νωρίς. Έτσι, μεγάλωσε με τις καλύτερες νταντάδες. Πήγε στα καλύτερα σχολεία. Μεγάλωνε, φερόταν και ανέπνεε με πρόγραμμα, πολύ προσεκτικά μελετημένο. Ο Στέφανος είχε τον απόλυτο έλεγχο σε ό,τι αφορούσε την κόρη του. Τη συνέχειά του. Μα δεν υπολόγισε πως, απόλυτος έλεγχος επάνω σε οποιονδήποτε άνθρωπο, δεν υπάρχει… 

Είναι κι εκείνη η καρδιά που κάνει τα δικά της και γελάει με τα σχέδια των ανθρώπων. Δεν υπακούει σε στόχους, προγράμματα και κανόνες. 

Ο Μάνος ήταν ένας από τους άντρες της προσωπικής φρουράς της Έλενας. Την ακολουθούσε παντού. Η Έλενα από την εφηβεία της ήταν ερωτευμένη μαζί του. Κρυφά. Ούτε στον ίδιο της τον εαυτό δεν τολμούσε να το παραδεχτεί. Εκείνος άρχισε να νιώθει περίεργα κοντά της λίγο μετά την ενηλικίωσή της. Κάτι λιγότερο από μία δεκαετία τους χώριζε, μα υπήρχε μια μοναδική χημεία ανάμεσά τους κι εκείνος το έβλεπε. Το αισθανόταν, όσο κι αν προσπαθούσε να το αγνοήσει. Όταν πια σιγουρεύτηκε για τα αισθήματά του για την προστατευόμενή του, παραιτήθηκε. Μα κανένας δε φεύγει έτσι απλά από το σπίτι του Αποστόλου. Για καιρό ήταν υπό στενή παρακολούθηση. 

Κάπως έτσι έφτασαν στα χέρια του Στέφανου εκείνες οι φωτογραφίες με την κόρη του στην αγκαλιά του Μάνου. Και τότε έγινε θηρίο ανήμερο! Το μέλλον της Έλενας ήταν προσχεδιασμένο από χρόνια. Ο γάμος της, μπορεί να μην είχε ανακοινωθεί ακόμα στην ίδια, μα ήταν ήδη κανονισμένος. Δεν ήταν δυνατόν αυτό που συνέβαινε! Έπρεπε να τελειώσει άμεσα. 

Μια κουβέντα με την κόρη του ήταν η πρώτη προσπάθεια του Στέφανου για μια ήρεμη λύση του προβλήματος. Μα η Έλενα αντέδρασε έντονα. Ήταν ολόκληρη γυναίκα πια κι είχε αναπτύξει μια ισχυρή προσωπικότητα. Δε μπορούσε να δεχτεί ότι έπρεπε να ξεχάσει τον μεγάλο της έρωτα, απλά και μόνο επειδή το έλεγε ο πατέρας της. Χτύπησε την πόρτα κι έφυγε από το γραφείο του, αφήνοντας τον Στέφανο πίσω της να σφίγγει την άδεια του χούφτα και να ορκίζεται πως δε θα επιτρέψει σε κανένα εμπόδιο να μπει στον δρόμο του. 

Αυτό ήταν ο Μάνος. Εμπόδιο. Τίποτα άλλο. Έπρεπε να το εξαφανίσει από μπροστά του λοιπόν. 

Παρόλο που ο Στέφανος ήταν των ακραίων λύσεων, για μία ακόμη φορά προσπάθησε να δοκιμάσει μια ήρεμη προσέγγιση. Κάλεσε τον Μάνο στο γραφείο του και του μίλησε. Αυστηρά, κοφτά και αποφασιστικά. Μα η εισβολή της Έλενας και η προκλητική αντίδρασή της δεν του άφησε περιθώρια. Έπρεπε να τελειώνει πριν γίνει μεγαλύτερη ζημιά. Κατέβηκε στην παραλία, χρειαζόταν καθαρό αέρα. Έσφιξε μια χούφτα άμμο κι ορκίστηκε ξανά πως θα εξαφανίσει κάθε εμπόδιο από τον δρόμο του. Έσφιγγε τόσο δυνατά το χέρι του που οι αρθρώσεις είχαν ασπρίσει και τα κόκαλα θαρρείς ήταν έτοιμα να πεταχτούν έξω από το δέρμα. Κι ύστερα άρπαξε το τηλέφωνο και έδωσε εκείνη την εντολή με λίγες λέξεις.

Η Έλενα και ο Μάνος, φεύγοντας από το γραφείο του Στέφανου, κρατούσαν τα χέρια τους σφιχτά και κοιτάζονταν στα μάτια. Πίστευαν πως τίποτα δε μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Όσο περνούσαν οι μέρες, η Έλενα μέσα της πίστευε πως κάποια στιγμή ο πατέρας της θα μαλάκωνε και θα δεχόταν την απόφασή της. Έτσι είχε ανάγκη να πιστέψει. Κι έπειτα από εκείνο το τηλεφώνημά του, που την παρακάλεσε να συναντηθούν μόνοι για να μιλήσουν, άρχισε να το πιστεύει όλο και περισσότερο. 

Ξεκίνησε γεμάτη ελπίδα για εκείνη τη συνάντηση. Δε μπορεί, πατέρας της ήταν, θα την καταλάβαινε, θα την ένιωθε έστω λίγο. Μονάχα εκείνην είχε στο κάτω κάτω. Στα μισά του δρόμου, τις σκέψεις της διέκοψε ο ήχος του κινητού που χτυπούσε. Μα δεν ήταν το δικό της κινητό αυτό. Αναγνώρισε τον ήχο κλήσης, ήταν το κινητό του Μάνου. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου κι έψαξε με το χέρι της κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Όταν το έπιασε είχε σταματήσει να χτυπά. Σκέφτηκε ότι θα του έπεσε από την τσέπη χωρίς να το καταλάβει κι έκανε να το βάλει στην τσάντα της για να του το δώσει μόλις γυρίσει στο σπίτι. Μα τότε ακούστηκε ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος και άναψε η οθόνη. Το βλέμμα της έπεσε στις πρώτες λέξεις από την προεπισκόπηση. Έσμιξε τα φρύδια κι η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα. Τα δάχτυλά της έτρεμαν και με κόπο κατάφερε να πατήσει το μήνυμα για να ανοίξει ολόκληρο. Και τότε διάβασε:

«Δεν είσαι ο μόνος στη ζωή της. Δε θα είσαι ποτέ. Εθνική οδός Αθηνών – Λαμίας, έξοδος προς Οινόφυτα. Πέντε χιλιόμετρα μετά το τελευταίο εργοστάσιο. Η εγκαταλελειμμένη αποθήκη κρύβει καλά το μυστικό της…»

Ένιωσε την οργή να την πλημμυρίζει. Κατάλαβε αμέσως πως αυτό ήταν δουλειά του πατέρα της. Πόσο ηλίθια αισθάνθηκε που πριν από λίγο πίστευε πως όλα μπορούσαν να φτιάξουν! Τι προσπαθούσε να κάνει, να τους χωρίσει με τέτοιες μικροπρέπειες; Δεν το περίμενε αυτό από εκείνον. Έβαλε ξανά μπρος το αυτοκίνητο κι έκανε αναστροφή. Έπρεπε να βάλει τέλος σ’ αυτή την ιστορία κι η τύχη ήταν με το μέρος της για να το κάνει μια ώρα αρχύτερα. 

Η τύχη… 

Τράβηξε απότομα το χειρόφρενο έξω από εκείνη την αποθήκη. Χωρίς να το σκεφτεί όρμησε έξω από το αυτοκίνητο και προχώρησε προς την πόρτα. Την έσπρωξε απότομα και άνοιξε διάπλατα. Χωρίς να διστάσει μπήκε μέσα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Κοίταξε γύρω μα το μισοσκόταδο δεν την άφηνε να διακρίνει και πολλά. Στα δεξιά της ίσα που φαινόταν ένας διακόπτης. Άπλωσε το χέρι της και μόλις που πρόλαβε να τον ακουμπήσει, όταν ο εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε όλη τη γύρω περιοχή!

Ο Στέφανος παρακολουθούσε το έκτακτο δελτίο ειδήσεων με βλοσυρό ύφος και με μια ικανοποίηση να τον ανακουφίζει. «Δεν είναι ακόμα γνωστό αν υπάρχουν θύματα» άκουσε και περίμενε το επόμενο έκτακτο δελτίο για να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζε. 

Λίγα λεπτά αργότερα το επόμενο έκτακτο δελτίο διέκοψε και πάλι το πρόγραμμα. Ο Στέφανος άκουγε, μα μέσα του έλεγε τις λέξεις πριν από τον εκφωνητή. Ήξερε. Εκείνος όλα τα ήξερε!

«Ένας νεκρός». Έσφιξε τα μάτια. Έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν το ήθελε, αναγκάστηκε.

Μα ο εκφωνητής συνεχίζει. Και δεν λέει τα λόγια που περίμενε να ακούσει ο Στέφανος. Λέει άλλα λόγια, διαφορετικά. Λόγια μαχαιριές που πέφτουν επάνω στην καρδιά του και τη σκίζουν στα δύο. 

«Οι πρώτες πληροφορίες μιλούν για μια νεαρή γυναίκα…» 

Το αίμα στις φλέβες του είχε παγώσει. Προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία του και σήκωσε το τηλέφωνο, ίσα για να ακούσει αυτό που φοβόταν…

Η κηδεία της Έλενας έμεινε στην ιστορία για τους δυο άνδρες που, ο καθένας, βυθισμένος στον δικό του κόσμο, είχε την κόλαση την ίδια στο βλέμμα του. 

Για εκείνον τον άγνωστο νεαρό που φαινόταν να στάζει αίμα η ψυχή του καθώς ψιθύριζε λόγια ακατάληπτα: «Τη σκότωσε… Το είπε και το έκανε. Αυτός… Νεκρή την προτιμούσε. Το είχε πει. Αυτός…»

Και για εκείνον που όλη η χώρα γνώριζε, μα την ώρα εκείνη κανένας δεν αναγνώριζε το τσακισμένο πρόσωπό του. Χαμένος στο απόλυτο σκοτάδι και με τις χούφτες του σφιγμένες. 

Σφιγμένες γερά. 

Μα άδειες.

Μαργαρίτα Τσεντελιέρου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: