, ,

Η Εντολή Της Κόμισσας – Πρώτο Μέρος – 2

Η συνάντηση δεν ξεκίνησε στις δώδεκα, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι του Μπραν κατέφτασαν στην εκκλησία εκείνη την ώρα. Άναψαν κερί, προσκύνησαν τις εικόνες, φίλησαν το χέρι του πατέρα Στεφάν και μετά κάθονταν οι άντρες και τα μικρότερα αγόρια στη μια πλευρά και τα κορίτσια με τις γυναίκες, μερικές από τις οποίες είχαν τα μωρά στην αγκαλιά τους, στην άλλη. Ο ιερέας και η σύζυγός του είχαν ξεχωρίσει δύο καρέκλες, τις οποίες η Στεφανία είχε τοποθετήσει κοντά στην Ωραία Πύλη. Ο Στεφάν είχε προτείνει να περιμένουν λίγο ακόμα, μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι, κάτι που όντως συνέβαινε, καθώς η πόρτα του ναού άνοιξε και έκλεισε αρκετές φορές μετά την ανακοίνωση.

  Μερικοί κοιτούσαν πίσω τους, όταν άκουγαν το τρίξιμο των μεντεσέδων. Χαίρονταν που έβλεπαν γνώριμα πρόσωπα, αλλά λυπόνταν κιόλας. Γιατί δεν έβλεπαν την Μαριάννα και την Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου. Και, έπειτα από τους τελευταίους αφιχθέντες, συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν δει ούτε τους Μολντοβάνου. Γεγονός που τους άγχωσε κι άλλο και τους έκανε να ρίξουν ματιές προς τους οικείους τους που κάθονταν είτε δίπλα τους είτε στην απέναντι πλευρά, για να σιγουρευτούν ότι είναι καλά.

  Ωστόσο, ο ναός γέμισε από κόσμο. Όπως συνέβαινε στις μεγάλες γιορτές. Ή στις βροχερές μέρες του θανάτου κάποιου αγαπημένου κατοίκου –με τελευταίο επιβεβαιωμένο νεκρό τον Μιχαήλ Μπενγκέσκου. Όλοι είχαν καθίσει, εκτός από τους δύο Ούγγρους σωματοφύλακες, που ακουμπούσαν στον τοίχο κοντά στους δύο παρόντες Τσομπάνου, δηλαδή τον Βέλκαν και τον Ντράχοσλαβ -τα κορίτσια, η μητέρα και η γιαγιά τους δεν είχαν έρθει και, κατά τον Ντράχοσλαβ, «δεν χρειάζεται κιόλας. Θα αναλάβουμε εμείς»-, οι οποίοι κάθονταν στην μπροστινή σειρά στην μεριά των αντρών.

  Ο Στεφάν και η Ντανιέλα αλληλοκοιτάχτηκαν. Άκουγαν τους πιστούς και τις πιστές να ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους και να αγκαλιάζουν σφιχτά τα παιδιά τους, τα οποία έδειχναν να νιώθουν άβολα, μιας και, όπως το πρωί, ήταν περικυκλωμένα από μεγάλους και δεν μπορούσαν να παίξουν. Κάποια διαμαρτυρήθηκαν, ζήτησαν να βγουν έξω, αλλά οι γονείς τους δεν τα άφησαν.

  Όταν οι καμπάνες ανήγγειλαν ότι είχε περάσει μισή ώρα ακόμη, δηλαδή είχαν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, ο πατήρ Στεφάν είπε «Αγαπητοί μου. Αγαπητές μου. Νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα».

  Οι συζητήσεις έπαψαν. Όλοι και όλες έστρεψαν το βλέμμα τους προς τον ιερέα.

  Σαν να περιμένουν να μεταλάβουν. Ο Στεφάν έσφιξε τη μαγκούρα του. Ξανακοίταξε την Ντανιέλα, που του ένευσε. Της είχε πει τι θα έλεγε στη συνάντηση, λόγια πολύ διαφορετικά από τις σκέψεις που είχε κάνει όταν γευμάτιζαν το πρωί. Η Ντανιέλα είχε συμφωνήσει πως αυτά θα έπρεπε να πει. Έτσι, ο Στεφάν αναστέναξε και άρχισε να μιλάει. «Όπως ξέρετε, τις προηγούμενες δύο βραδιές το Μπραν συγκλονίστηκε από τα επίμονα γαβγίσματα των σκυλιών που έχουμε. Εγώ και η σύζυγός μου δεν ήμασταν εδώ την πρώτη βραδιά, αλλά μας ενημερώσατε και επίσης χθες διαπιστώσαμε και οι ίδιοι πόσο πολύ αναστατώθηκαν τα ζωντανά και πόσο αναστάτωσαν το χωριό μας».

  Όλοι συμφώνησαν. Όλοι εκτός από τους Τσομπάνου και τους Ούγγρους.

  «Έγιναν έρευνες. Από εσάς. Δε βρέθηκαν ίχνη από ζώα. Ούτε ακούστηκαν ουρλιαχτά λύκων». Ούτε ακούσαμε κραυγές (βρικολάκων) δαιμόνων, σκέφτηκε. «Θα έλεγε κανείς ότι είναι μυστήριο τι έπαθαν τα δύσμοιρα τα ζώα και άρχισαν ξαφνικά τα γαβγίσματά τους. Εγώ ο ίδιος, όταν έμαθα για την πρώτη νύχτα, απόρησα. Αγαπητέ Ιλιέσκου. Στεφόνιου, Μαρτινέσκου. Εσείς μπορείτε να επιβεβαιώσετε την έκπληξή μου, μιας και εσείς μου είπατε τα καθέκαστα».

  Οι δύο ηλικιωμένοι και ο ιδιοκτήτης του Καφενέ ένευσαν.

  Ο Στεφάν κοίταξε σχεδόν έναν προς έναν τους ανθρώπους που κάθονταν απέναντί του. Ένιωσε σαν να δικαζόταν σιωπηλά από εκείνους. Η ζέστη του χώρου τον ίδρωνε και αναγκάστηκε να χαλαρώσει λίγο τον γιακά του πουκαμίσου που φορούσε κάτω από το ράσο του. Τώρα περνούσε στο πιο δύσκολο κομμάτι της (απολογίας) αφήγησής του.

  «Επίσης, χθες μάθαμε ότι η Μαριάννα και η Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου δεν είναι στο σπίτι τους. Όπως και τα ζώα τους και το αναμφίβολα πολύ καλό κάρο που είχε φτιάξει ο αποθανών Μιχαήλ Μπενγκέσκου».

  Οι κάτοικοι του Μπραν πήραν για λίγο τη ματιά τους από τον ιερέα. Κάποιοι δάκρυσαν, ενθυμούμενοι τον αείμνηστο Μιχαήλ και την τελευταία φορά που τον είχαν δει, νεκρό και αιωνίως σιωπηλό. Η σύνδεση με την εξαφάνιση των αγαπημένων γυναικών της ζωής του ήταν αναπόφευκτη για τους κατοίκους.

  «Απ’ όσο ξέρουμε» συνέχισε ο Στεφάν «οι δύο συγχωριανές μας δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα. Η τελευταία φορά που εθεάθη κάποια από αυτές ήταν το απόγευμα της Τρίτης, 22 Φεβρουαρίου, και συγκεκριμένα στις έξι. Η κυρία Ντουμιτρίτα Κοβάτσι ήταν αυτή που είδε την Μαριάννα Μπενγκέσκου».

  Η γυναίκα επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του ιερέα, λέγοντας «Σωστά, έτσι έγινε. Χρειαζόμουν λίγο αλεύρι και πήγα στο σπίτι τους. Μου άνοιξε η Μαριάννα. Της είπα τι ήθελα και εκείνη μου έδωσε από το αλεύρι της. Μετά την καληνύχτισα, της είπα να δώσει τους χαιρετισμούς μου στην Μαγκνταλένα και έφυγα». Ανασήκωσε τους ώμους της.

  «Σας ευχαριστώ, κυρία Κοβάτσι. Οπότε…»

  «Δεν τις ξαναείδα» συνέχισε η Ντουμιτρίτα, βγάζοντας ένα μαντήλι και φυσώντας τη μύτη της. «Δεν ξαναείδα καμιά τους. Θεέ μου, ω, καλέ μου Θεέ».

  Κι άλλοι άρχισαν να κλαίνε. Τα παιδιά κουνούσαν το χέρι της μητέρας ή του πατέρα τους, ζητώντας να σταματήσει. Ο Βέλκαν, ο Ντράχοσλαβ, οι Ούγγροι και μερικοί ακόμα από τους κατοίκους διατήρησαν την ψυχραιμία τους.

  Η Ντανιέλα έπιασε το χέρι του Στεφάν και το έσφιξε με στοργή. Ήξερε πως τα επόμενα λόγια του άντρα της θα συγκλόνιζαν αρκετούς συγχωριανούς τους, που αγνοούσαν τις εξελίξεις.

  Ο Στεφάν θυμήθηκε ξανά τα λόγια του επιτρόπου. Θα πρέπει να είσαι εκεί, πάτερ. Να είσαι εκεί και να παλέψεις για το Μπραν. Πώς θα μπορούσε να παλέψει, όμως; Ήταν ένας ηλικιωμένος, αδύναμος άντρας, που βασιζόταν στην αγάπη της συζύγου και στην βοήθεια του Θεού, για να ανταπεξέλθει. Για την Ντανιέλα, δεν αμφέβαλλε, βέβαια, ποτέ δεν τον άφησε και πάντα του συμπαραστεκόταν. Αλλά ο Θεός…

  Πού ήταν ο Θεός τώρα;

  Γιατί αυτές τις δύσκολες ώρες ένιωθε να χάνει την πίστη του; Αυτές τις μέρες ήταν που θα έπρεπε να νιώθει πως ο Κύριος ήταν δίπλα του και θα ήταν κοντά στους πιστούς Του. Γιατί αυτή η δεισιδαιμονία των ντόπιων φαινόταν να υπερισχύει της θεμελιωμένης πίστης του Στεφάν;

  Ή μήπως δεν συμβαίνει μονάχα τώρα; αναρωτήθηκε. Μια πορφυρή σκέψη ήρθε στο μυαλό του ιερέα, για να το θολώσει περισσότερο. Μνήμες από προηγούμενα χρόνια επανεμφανίστηκαν. Από τότε που ακόμα ήλπιζαν με την Ντανιέλα πως θα αποκτήσουν τα δικά τους παιδιά. Από τότε είχε αρχίσει να αμφιβάλλει…

  «Παπά;»

  Ο Στεφάν σήκωσε το κεφάλι. Είδε τους ανθρώπους να αγωνιούν.

  «Στεφάν; Πρέπει να συνεχίσεις».

  Κοίταξε την σύζυγό του. Του ένευε και πάλι. Τον καθησύχαζε. Ήταν εκεί. Ξανά. Πάντα εκεί. Πάντα δίπλα του.

  Να είσαι εκεί.

  Για το Μπραν.

  Ο επίτροπος δεν είχε αναφέρει τον Θεό, αν και πίστευε σε Αυτόν. Δεν είχε πει Μην ανησυχείς, παπά, ο Θεός θα μας φυλάξει όλους. Το Μπραν είναι ασφαλές. Όχι, είχε ζητήσει ξεκάθαρα να είναι ο ίδιος ο ιερέας του χωριού παρών και να αγωνιστεί για τον τόπο. Για τον τόπο του.

  «Στεφάν; Σε παρακαλώ».

  Ο Στεφάν τής χαμογέλασε. Πόσο κουράγιο μπορούσε να λάβει κανείς από την αγάπη! Δεν ήταν τυχαίο που τόσο πολλοί συγγραφείς και ποιητές την αναδείκνυαν στα έργα τους.

  Κι ο Χριστός μίλησε για αγάπη. Και οι απόστολοί Του. Ο απόστολος Παύλος είχε γράψει τον αγαπημένο ύμνο του Στεφάν. Α’ Επιστολή προς Κορινθίους. «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει».

  «Στεφάν; Στεφάν;»

  «Ναι» είπε εκείνος και χάιδεψε το χέρι της. «Ξέρω».

  Η Ντανιέλα γύρισε προς τους κατοίκους και ο Στεφάν ακολούθησε το παράδειγμά της.

  «Αγαπητοί μου. Αγαπητές μου. Υπάρχει κάτι ακόμα που πρέπει να μάθετε, όσοι και όσες δεν το γνωρίζετε».

  Οι άνθρωποι απέναντί του έστρεψαν ξανά την προσοχή τους σε αυτόν.

  «Νωρίτερα, έμαθα από την Στεφανία Βλαντιμιρέσκου ότι και το σπίτι των Αρσένιε, Νάντρου και Ροζάλια Μολντοβάνου είναι άδειο. Όταν πήγε η κοπέλα να τους αναγγείλει ότι θα έχουμε συνάντηση, δεν της άνοιξαν. Δεν της μίλησε κανείς, δεν άκουσε γενικά συνομιλίες από το εσωτερικό του σπιτιού».

  Επικράτησε αναστάτωση.

  Ο Στεφάν αναγκάστηκε να υψώσει τη φωνή του. «Αν υπάρχει κάποιος ή κάποια που να είδε τους Μολντοβάνου σήμερα, παρακαλώ, ας το πει».

  Δεν του αποκρίθηκε κανείς. Το μόνο που έκαναν ήταν να συζητάνε μεταξύ τους, φοβισμένοι. Κάποια παιδιά, κυρίως μωρά, άρχισαν να κλαίνε. Μερικές γυναίκες κοίταξαν τις εικόνες που βρίσκονταν κοντά τους και παρακάλεσαν τους αγίους και τις αγίες να κάνουν το θαύμα τους.

  Η Ντανιέλα και ο Στεφάν περίμεναν. Ήλπιζαν πως θα καταλάγιαζε ο πανικός, αν οι άνθρωποι έβγαζαν για λίγο τη δυστυχία τους μοναχοί τους. Μερικές φορές, αυτό αρκούσε. Το είχαν διαπιστώσει και οι ίδιοι, όταν έμεναν μόνοι, μετά από μια κηδεία ή όταν, παλιότερα, είχε παρέλθει ένας ακόμα χρόνος χωρίς η Ντανιέλα να έχει μείνει έγκυος.

  Όμως, η ώρα περνούσε. Οι καμπάνες σήμαναν μία.

  «Οπότε» ακούστηκε μια ανυπόμονη αντρική φωνή.

  Η ησυχία επέστρεψε σταδιακά και τα βλέμματα αιωρήθηκαν προς τον ομιλητή. Κάποιοι δεν τον έβλεπαν καθαρά, παρά μόνο την πλάτη και το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Άλλοι κάθονταν κοντά του και ένιωθαν το δέος των χρόνων που είχε ζήσει και της δύναμης που είχε αποκτήσει.

  Όλοι και όλες ήξεραν τον Ντράχοσλαβ Τσομπάνου, ο οποίος προερχόταν από μια οικογένεια που μετρούσε αιώνες διαβίωσης στο Μπραν. Ο ηλικιωμένος κοιτούσε το ψαλτήρι τώρα, χωρίς να ενδιαφέρεται γι’ αυτό, και στριφογύριζε την μαγκούρα του στα χέρια του. «Οπότε πού καταλήγουμε μετά από όλα αυτά που εξιστόρησε ο αγαπημένος μας πατήρ Στεφάν;» ολοκλήρωσε την ερώτησή του.

  Κανείς δεν μίλησε.

  Ο Ντράχοσλαβ συνέχισε να μιλάει. «Ο ιερέας μας μας είπε τι έχει γίνει και τι ξέρουμε. Ανησυχητικά γεγονότα, αναμφίβολα. Αλλά τι σημαίνουν για εμάς που είμαστε εδώ; Τι πρέπει να κάνουμε έχοντας όλα αυτά υπόψη μας;»

  Καμιά απόκριση.

  Ο Στεφάν είδε τον Ντράχοσλαβ να στρέφει το βλέμμα του σε αυτόν. Κατάλαβε ότι ο άλλος είχε ήδη σκεφτεί τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που είχε θέσει. Απλά κέρδιζε την προσοχή των ανθρώπων του Μπραν. Την προσοχή και ίσως την εμπιστοσύνη τους. Δεν ήξερε αν αυτό ήταν καλό ή όχι. Από τη μια, ένιωθε καλά που θα μιλούσε άλλος, όμως, από την άλλη, ο Ντράχοσλαβ ήταν σκληρός άνθρωπος. Από τους πιο απόμακρους που είχε γνωρίσει ο Στεφάν. Στις ελάχιστες φορές που είχε έρθει για εξομολόγηση, δεν είχε πει σχεδόν τίποτα, πέραν από το ότι είχε αμαρτίες (γενικά) και πως θα ήθελε ο Θεός να προστατεύει τον ίδιο και την οικογένειά του. Ο Στεφάν τον είχε ρωτήσει τις πρώτες δύο φορές τι αμαρτίες θα ήθελε να εξομολογηθεί, αλλά ο Ντράχοσλαβ είχε πει «Απλά δώσε την ευχή σου, παπά. Αυτή μου αρκεί». Με τους κατοίκους του χωριού, δε, κρατούσε αποστάσεις, σαν αλεπού που περιμένει να φάνε οι λύκοι όσο θέλουν από το θήραμα και μετά θα ορμήσει η ίδια.

  Τι είχε σκεφτεί τώρα, μόνο ο ίδιος ο Ντράχοσλαβ ήξερε. Και ο Θεός. Αλλά ο Στεφάν προσπάθησε να είναι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.

  «Θα σας πω εγώ τι νομίζω» είπε ο Ντράχοσλαβ. Καθάρισε τη φωνή του. «Όλοι σκεφτήκατε το ίδιο πράγμα από την πρώτη νύχτα που γάβγισαν τα σκυλιά και δεν ακούσατε ουρλιαχτά λύκων, ούτε βρήκατε ίχνη τους. Η χθεσινή νύχτα έκανε χειρότερες τις σκέψεις σας. Τρομοκρατηθήκατε όπως συμβαίνει κάθε φορά με τους κατοίκους του Μπραν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου νεαρό παιδαρέλι να κυνηγάω τα πρόβατα και τον παππού μου να με δέρνει επειδή κάποιο μου είχε ξεφύγει».

  Η Ντανιέλα γύρισε προς τον Στεφάν. Ένας σύντομος νοητός διάλογος έγινε μεταξύ τους. Εκείνη: Δεν μ’ αρέσει αυτό που θα πει. Εκείνος: Το ξέρω. Πιθανώς, ούτε εμένα.

  Ο Ντράχοσλαβ είπε «Η ίδια παλιά, παμπάλαια ιστορία. Η νύχτα που κρύβει κινδύνους. Το καταραμένο κάστρο του Μπραν. Η περιβόητη Κόμισσα που κατοικεί ακόμα σε αυτό, ενώ θα έπρεπε να έχει πεθάνει από γεράματα εδώ και δύο αιώνες, και που θέλει αίμα για να ζήσει». Σταμάτησε, για να σιγουρευτεί πως τα λόγια του θα είχαν την κατάλληλη επίδραση στον κόσμο. Και, μα την αλήθεια, είχε αποκτήσει το κοινό του. Χαμογέλασε. «Ακούω αυτή την ιστορία όλη μου την ζωή. Η Κόμισσα που ζει στο κάστρο. Το αίμα. Η νύχτα. Και ξανά από την αρχή. Αιώνες τώρα, το ίδιο τροπάριο. Κάθε φορά που χάνεται μια κότα. Κάθε φορά που αρρωσταίνει ένα παιδί και ο γιατρός από το Μπρασώφ, αυτός ο άχρηστος, δεν ξέρει τι φταίει. Κάθε φορά που κάποιος ξαφνικά ακούει κάτι το βράδυ και τρομάζει. Πάντα η Κόμισσα. Πάντα το κάστρο. Πάντα το αίμα. Ξανά, και ξανά, και ξανά, και ξανά. Λοιπόν, προσωπικά, έχω βαρεθεί αυτή την ιστορία. Έχω σιχαθεί αυτόν το φόβο που βλέπω να καταρρακώνει κάθε ψυχή στο Μπραν. Ορίστε, τώρα που είμαστε όλοι εδώ, μες στην εκκλησία, μέρα μεσημέρι, κοιτιόσαστε σαν να προετοιμάζεστε για τον θάνατό σας. Κρατάτε τα παιδιά σαν να ανησυχείτε μην πεταχτεί τίποτα από τους τοίχους και σας τα πάρει». Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Απογοητευμένος και θυμωμένος.

  Ο Στεφάν είδε πως οι άνθρωποι του χωριού δεν έλεγαν να πάρουν την ματιά τους από τον Ντράχοσλαβ. Τον άκουγαν λες και ήταν ο πρωταγωνιστής του θιάσου. Τους επηρέαζε με λόγια που ενδόμυχα ήθελαν να εκφράσουν και οι ίδιοι. Απέπνεε μια θέληση, που τη ζήλευαν. Ήθελαν να είναι δυναμικοί, αλλά ο ριζωμένος φόβος τούς εμπόδιζε. Κυρίως, επειδή δεν υπήρχε εμφανής κίνδυνος. Δεν είχαν δει την Κόμισσα. Δεν είχαν δει καμιά επίθεση από κάποιο ανθρώπινο, αιμοδιψές θηρίο. Το μόνο που έβλεπαν ήταν ένα φρούριο από πέτρα και ενίοτε βίωναν κάποια άσχημη κατάσταση, που «κρατούσε» ενεργή τη δεισιδαιμονική πεποίθησή τους, και για την οποία κατάσταση δεν είχαν άμεση και επαρκή εξήγηση, πέραν από την κατάρα του Μπραν.

  Ο ιερέας όφειλε να το παραδεχτεί. Τα λόγια του Ντράχοσλαβ είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο από τα δικά του όταν κήρυττε.

  «Τι θέλετε να πείτε με όλα αυτά, κύριε Τσομπάνου;» ακούστηκε η φωνή της Ντανιέλα.

  Ο Ντράχοσλαβ δεν απάντησε αμέσως. Κάρφωσε το βλέμμα του στην Ντανιέλα, σαν να την επέκρινε που του απηύθυνε τον λόγο. Ο Στεφάν, για μια στιγμή, πίστεψε ότι ο άλλος θα διέταζε τους Ούγγρους φύλακές του να επιτεθούν στην Ντανιέλα, για να την τιμωρήσει. Αλλά ο πρεσβύτερος Τσομπάνου απλά ένευσε και είπε «Προτείνω, αγαπητή παπαδιά, να πάνε όλοι οι νέοι και άξιοι άντρες του Μπραν σε εκείνο το κάστρο και να το γκρεμίσουν συθέμελα. Να σκοτώσουν οτιδήποτε υπάρχει εκεί μέσα, ακόμα και αν είναι μερικά καταραμένα ποντίκια. Κι αν είναι εκεί οι Μπενγκέσκου και οι Μολντοβάνου, θα τους φέρουν πίσω».

  Ο κλειστός χώρος της εκκλησίας γέμισε για άλλη μια φορά με ψιθύρους, που προκαλούσαν ένα αδιάκοπο βουητό, σαν να είχαν μπει ξαφνικά σμήνη μελισσών που γύρευαν την κυψέλη τους. «Αυτό ήθελε να πει;» «Μα πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο;» «Σοβαρολογεί;» «Μάλλον δεν θα καταλάβαμε σωστά, ε;» «Μαμά, τι συμβαίνει; Τι είπε ο παππούλης;» «Δεν μπορεί να πετάει τέτοιες κουβέντες».

  Ο Στεφάν το περίμενε ότι ο Ντράχοσλαβ θα έλεγε κάτι εξεζητημένο, αλλά σίγουρα όχι αυτό. Όχι κάτι τόσο παράτολμο. Οι άνθρωποι του Μπραν ήταν αγρότες. Οι περισσότεροι κυνηγούσαν, ναι, αλλά ακίνδυνα ζώα. Την ημέρα. Έξω, σε γνωστά τους μέρη. Κι ήταν για λίγο, έκαναν τη δουλειά τους και επέστρεφαν στο σπίτι τους. Δεν ξεμάκραιναν περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Δεν κυνηγούσαν αιμοδιψή τέρατα. Δεν κουβαλούσαν όπλα που δεν ήξεραν να χειριστούν. Δε διέλυαν κτίσματα. Δεν έκαναν αποστολές διάσωσης. Για όνομα του Θεού, δεν ήταν στρατιώτες.

  Κι όμως, το είχε πει. Ήξερε ότι θα προκαλούσε πανικό και, όπως το σκεφτόταν ο Στεφάν, ο Ντράχοσλαβ είχε ακριβώς αυτόν το σκοπό. Να επιτεθεί στον τρόμο των κατοίκων και να τους κάνει να τον δουν από μια διαφορετική πλευρά. Ήθελε να τους πείσει ότι μπορούσαν να νικήσουν την κατάρα του Μπραν. Ευγενής στόχος. Αυτό ήθελε να επιτύχει και ο Στεφάν. Μόνο που ο Στεφάν χρησιμοποιούσε τον λόγο του Θεού και την κοινή λογική, ενώ ο Ντράχοσλαβ τώρα πρότεινε μια ωμή, καταστροφική εκστρατεία.

  «Αγαπητέ Ντράχοσλαβ» είπε ο ιερέας, αλλά η φωνή του δεν ακούστηκε. Ο κόσμος ακόμα συζητούσε.

  Ο Ντράχοσλαβ κάτι ψιθύρισε στο αυτί του γιου του και ο Βέλκαν σηκώθηκε. «Κύριοι. Κυρίες. Παρακαλώ, ηρεμήστε. Κάτι θέλει να πει ο πατήρ Στεφάν».

  Επανέλαβε δύο φορές ακόμα τα λόγια του.

  Η ησυχία επανήλθε, αλλά ο εκνευρισμός παρέμενε έντονος.

  «Ιερέα;» είπε ο Ντράχοσλαβ και σιώπησε.

  «Αγαπητέ Ντράχοσλαβ» είπε ξανά ο Στεφάν «αυτό που πρότεινες είναι παράλογο. Στην αρχή, είπες σωστά πράγματα και είμαι σίγουρος ότι θέλεις το καλύτερο για το Μπραν και τους συγχωριανούς σου. Όμως, ο τρόπος επίτευξης του σκοπού που ανέφερες δεν ευσταθεί. Δεν μπορεί να γίνει».

  «Γιατί, πατήρ Στεφάν;»

  «Οι άνθρωποι εδώ ασχολούνται με κτήματα και αιγοπρόβατα. Δεν ξέρουν από μάχες. Η χειρότερη σύγκρουση που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ήταν ανάμεσα στον Λουσιάν Μαρτινέσκου και τον Χοράσιου Νικολέσκου, όταν ήταν μεθυσμένοι και κορόιδευαν ο ένας τον άλλο».

  Κάποιοι χαμογέλασαν. Αυτό ήθελε και ο Στεφάν, άλλωστε. Να ελαφρύνει λίγο την ένταση.

  «Ζητάς» συνέχισε «να επιτεθούμε στο κάστρο και σε ό,τι τυχόν κατοικεί εκεί μέσα. Επαναλαμβάνω, για καλό σκοπό, δεν το αμφισβητώ αυτό. Σου διαφεύγει, όμως, το γεγονός πως εμείς δεν έχουμε τη στοιχειώδη πείρα για τέτοιες καταστάσεις. Δεν είμαστε στρατιώτες».

  «Αλλά αυτοί είναι» είπε ο Βέλκαν και έδειξε τους Ούγγρους. Ο γιος του Ντράχοσλαβ στάθηκε δίπλα στους σωματοφύλακες και απευθύνθηκε στους κατοίκους. «Ο πατήρ Στεφάν έχει δίκιο, αλλά μόνο εν μέρει. Δεν είμαστε στρατιώτες εμείς, οι χωριανοί, αλλά έχουμε ανάμεσά μας τέσσερις στρατιώτες. Εδώ βλέπετε τους δύο εξ αυτών. Έχουν υπηρετήσει στον ουγγρικό στρατό. Ήταν σε τάγμα ουσάρων. Έχουν επιβιώσει από μάχες και ξέρουν την τέχνη του πολέμου. Με αυτούς να μας καθοδηγούν, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Σκεφτείτε το, έχουμε ανθρώπους που έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες για να ηγηθούν της επίθεσης. Επίσης, έχουμε τον οπλισμό. Στο σπίτι μας, έχουμε αρκετά πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά, για να εξοπλιστεί κάθε άντρας. Δεν θα πάμε ανοργάνωτοι».

  Σιγή.

  Η πρώτη σκέψη του Στεφάν, καθώς παρατηρούσε το πλήθος, ήταν πως το σκέφτονταν. Στ’ αλήθεια, το σκέφτονταν. Παρηγοριά. Ελπίδα. Οι Τσομπάνου παρουσίαζαν μια ωραιοποιημένη κατάσταση. Μια φαινομενικά ιδανική λύση.

  Μια δεύτερη σκέψη: Στρατιώτες. Φυσικά. Είπε «Και γιατί να μην καλέσουμε τον στρατό;»

  Είχε ξανά την προσοχή των χωριανών.

  «Μπορούμε να ειδοποιήσουμε τους Ούγγρους που βρίσκονται στο Μπρασώφ. Έχουν πολιτοφυλακή και στρατό. Είμαι σίγουρος ότι μπορούν να διαθέσουν μια μονάδα για μια δυο μέρες, ίσως και περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς, το Μπραν ανήκει στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Πληρώνουμε τους φόρους τους. Οφείλουν να ανταποκριθούν».

  Ο Ντράχοσλαβ χαμογέλασε με ειρωνεία. «Και τι θα τους πεις, παπά; Ότι θέλουμε να κυνηγήσουν μια γυναίκα που θα έπρεπε να έχει πεθάνει πάνω από διακόσια χρόνια; Πιστεύεις ότι θα καταδεχτούν να απαντήσουν στο γράμμα σου;»

  Κάποιοι συμφώνησαν με τον Τσομπάνου.

  Ο Στεφάν έκανε άλλη μια σκέψη: Τους είπε ξεκάθαρα ό,τι τους λέω εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Ότι είναι αδιανόητο να ζει ακόμα αυτή η Κόμισσα! Μα γιατί δεν σταματάνε να πιστεύουν σε αυτόν τον μύθο πια;

  Και μετά: Αλλά κι εγώ φοβάμαι. Όντως. Δεν θα πήγαινε ποτέ στο κάστρο. Δεν είχε πάει ούτε ως νέος, ενώ έβλεπε από τότε ότι έπρεπε να βρει μια λύση για τους κατοίκους. Οπότε δεν θα έπρεπε να τους κατηγορεί, και το ήξερε. Αυτούς που έπρεπε να επιπλήξει ήταν οι Τσομπάνου και η απαράδεκτη πρότασή τους.

  Πριν προλάβει να μιλήσει ο ιερέας, ο Ντράχοσλαβ είπε «Εγώ ένα έχω να πω. Ο καθένας λύνει τα προβλήματά του μόνος του. Χωρίς ξένους, να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις του. Εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι για το πρόβλημά μας. Οι Ούγγροι που είναι στο Μπρασώφ δεν ενδιαφέρονται για εμάς. Και σίγουρα θα νοιαστούν πολύ λιγότερο αν τους πούμε τις υποψίες μας για την υπαίτια των εξαφανίσεων και της γενικότερης αναστάτωσης του τόπου μας. Πρέπει να το καταλάβετε. Ή εμείς ή κανένας. Δεν θα υπάρξει βοήθεια από ξένους». Έδειξε με την μαγκούρα του τους Ούγγρους. «Οι μόνοι ξένοι οι οποίοι θα είναι στο πλευρό μας είναι οι κύριοι εδώ και οι συνάδελφοί τους που δουλεύουν για εμένα και την οικογένειά μου. Μας αρκούν».

  «Ντράχοσλαβ. Βέλκαν. Ακούτε τι λέτε;» είπε ο Στεφάν. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του και μιλούσε πιο απότομα απ’ ό,τι συνήθιζε. «Σταματήστε τώρα αυτή την ανοησία».

  «Γιατί αντιδράς τόσο πολύ, παπά;» ρώτησε ο Ντράχοσλαβ. «Ε; Τι συμβαίνει, σε συμφέρει να ζει ο κόσμος με τον τρόμο; Για να είναι πιο κοντά στη θρησκεία; Μμμ; Αυτό είναι, παπά; Αντί να ευλογήσεις τους άντρες του Μπραν και τα όπλα μας, εσύ εμποδίζεις την ελευθερία μας;»

  Ο Στεφάν ένιωθε τον ιδρώτα να μουσκεύει το σώμα του. «Ποτέ! Ποτέ δεν θα ευλογήσω όπλο. Αυτά τα καταραμένα έχουν φτιαχτεί για να σκοτώνουν. Εγώ είμαι δούλος του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός κήρυττε την αγάπη. Τη συγχώρεση. Ήταν κατά της βίας. Και θέλετε εγώ να επικαλεστώ το όνομα του Ύψιστου για τα όπλα;»

  «Είναι για καλό σκοπό, παπά».

  «Άλλο ο σκοπός και άλλο ο τρόπος επίτευξής του. Εσείς ζητάτε από ανθρώπους που δεν ξέρουν να πολεμάνε να…»

  «Θα μάθουν. Όπως οφείλει κάθε άντρας όταν απειλείται το σπίτι του».

  «Δεν ξέρουμε αν και ποιος ζει εκεί. Μπορεί να ζούνε τίποτα κακοποιοί, που να έχουν κι αυτοί όπλα».

  «Εμείς έχουμε ουσάρους. Κι αν έχουμε και τις ευλογίες του Κυρίου…»

  «Ποτέ!» Ο ιερέας έβηξε δυνατά, πολλές φορές. Κάλυψε με το δεξί του χέρι το στόμα του, σαν να ήθελε να κάνει εμετό. Μόρφασε από τον πόνο στα σωθικά του και δάκρυσε.

  Η Ντανιέλα τον έπιασε από τους ώμους. «Έλα, Στεφάν, μην συγχύζεσαι».

  Ο Βέλκαν κοίταξε τον πατέρα του. Ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο Ντράχοσλαβ το συλλογίστηκε και κατένευσε. Έπειτα, ο νεώτερος Τσομπάνου μίλησε στον κόσμο του Μπραν. «Εγώ και οι σωματοφύλακες της οικογένειάς μου θα πάμε στο κάστρο. Σύντομα. Όποιος θέλει να συμμετέχει, να έρθει σε μία ώρα στο σπίτι μας. Δεν έχουμε να πούμε ή να ακούσουμε τίποτα άλλο εδώ».

  Κι έτσι οι Τσομπάνου και οι Ούγγροι αποχώρισαν από τη συνάντηση.

Όταν η καμπάνα σήμανε τρία τέταρτα μετά τη μία, η εκκλησία άδειασε από τον κόσμο. Ο ιερέας και η σύζυγός του, καθώς και η Στεφανία Βλαντιμιρέσκου, έμειναν να φτιάξουν τις καρέκλες και να σβήσουν τα κεριά, για να φύγουν κι αυτοί λίγο αργότερα.

  Κατ’ ουσίαν, δεν είχαν αποφασίσει κάτι, πέραν από τα όσα λίγο-πολύ έπρατταν έτσι κι αλλιώς μέχρι τώρα, δηλαδή να μην κυκλοφορεί κανείς το βράδυ, να κλείνουν καλά πόρτες και παράθυρα και να μην ανοίγουν σε κανέναν. Ο Στεφάν δεν είχε μιλήσει άλλο. Τη συζήτηση την συντόνισε η Ντανιέλα, όμως ήταν φανερό πως οι κάτοικοι δεν ήξεραν τι να κάνουν και ποιον να εμπιστευτούν. Ήταν μπερδεμένοι και προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τη μία προσέγγιση (του πατέρα Στεφάν) από την άλλη (των Τσομπάνου). Να σκεφτούν ποιος είχε δίκιο.

  Όμως, ήταν τόσο δύσκολο… Χρειάζονταν κι άλλο χρόνο. Και εκείνη την ώρα, δεν είχαν καθαρή σκέψη. Ίσως σε επόμενη συνάντηση να αποφάσιζαν τι άλλο μπορούσαν να κάνουν.

11 απαντήσεις στο “Η Εντολή Της Κόμισσας – Πρώτο Μέρος – 2”

  1. Υπάρχει το βιβλίο η μόνο εδώ θα βρω την ιστορία ;;;και αν υπάρχει που μπορώ να το πάρω;αν είναι μόνο ηλεκτρονικά θα ήθελα το λιγκ .. ευχαριστώ

    • Γεια σας! Είμαι ο συγγραφέας της ιστορίας. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Η συνέχεια θα δημοσιευτεί το συντομότερο δυνατόν.

  2. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, πρέπει να είμαστε κοντά στην δημοσίευση της συνέχειας. Μπορείτε να μας πείτε ημερομηνία;;

  3. Εν μέσω κορονοϊού τρομοκράτη, περιμένουμε με αγωνία τη συνέχεια!!! Λάτρεψα…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: