Αυτή είμαι εγώ. Δύο σε ένα! Γεννημένη μετά από πολλές προσπάθειες, μεγαλωμένη με αυστηρότητα και με απεριόριστη αγάπη! Με τους γονείς να στέκονται δίπλα μου σε όλα, ενώ επιμένουν να κάνω το δικό τους. Ομηρικοί οι τσακωμοί μας, κυρίως τα έβαζα με την μητέρα μου, που ήταν τις περισσότερες ώρες σπίτι. Ωριαία τα κυνηγητά γύρω από το τραπέζι για να με πετύχει με την κουτάλα, χωρίς να το καταφέρνει ποτέ. Αυτό που μου έμεινε όμως, είναι το ένα και μοναδικό χαστούκι του πατέρα μου, με τη βέρα στο αριστερό μου μάγουλο, παρά οι απειλές της! Φυσικά όταν γύριζε από τη δουλειά ο ίδιος, πάντα άκουγε τα παράπονά μου και πάντα έβρισκε τρόπο να μειώνει το άδικο που ένιωθα.
Κάπως έτσι, περάσαν τα χρόνια και εγώ τα είκοσι έτη. Έγινα ανεξάρτητη οικονομικά, άρχισα να σκέφτομαι να πάω μείνω μόνη μου. Τότε η μητέρα μου αρρώστησε. Αρχίσαν τα μαρτυρικά πηγαινέλα στα νοσοκομεία για σχεδόν δέκα χρόνια, με τον μπαμπά μου συνεχώς στο προσκεφάλι της. Εγώ δουλειά τα πρωινά, πήγαινα να την δω τα απογεύματα, προσπαθώντας να αποδεχτώ και να αποδιώξω ταυτόχρονα από μέσα μου το επερχόμενο μοιραίο. Το κρίμα γιατί είχε χρόνια μπροστά της, παραγωγικά, όμορφα που από όνειρο γίναν ένας ατελείωτος εφιάλτης! Πόσο ανεξίτηλες οι παρατηρήσεις της να μαζέψουμε τις παντόφλες της, όταν δεν σηκωνόταν πια από το κρεβάτι, για να μην τις χάσει. Εμείς ξέραμε καλά πως δε θα γυρίσει ποτέ σπίτι. Είχα χωθεί στην ντουλάπα, δήθεν τις τακτοποιούσα, ενώ προσπαθούσα να μην με καταλάβει ότι βούρκωσα. Ακόμα έχω εικόνα το μεσημέρι που βρήκα τον πατέρα μου με τα μάτια του κατακόκκινα στην βεράντα και όχι δίπλα της για πρώτη φορά. Μου απολογήθηκε πως προσπαθώντας να την ταΐσει, κόντεψε να του πνιγεί και την σώσανε οι γιατροί. Του απάντησα με ένα ανεπαρκές «δεν πειράζει». Ήταν όντως έτσι λέει η λογική μου αλλά τον ίδιο δεν τον είχα ξαναδεί δακρυσμένο!
Η χειρότερη όμως ανάμνηση είναι ένα βράδυ που επιστρέφοντας σπίτι από την κλινική, σταμάτησα στο φανάρι και έκλαιγα. Μέσα μου παρακαλούσα τον Θεό να την γλυτώσει από το μαρτύριό της. ΄Ετσι και έγινε, ακριβώς το επόμενο πρωί, στις 14 Φλεβάρη.
Μείναμε μόνοι με τον πατέρα μου. Δύσκολη η προσαρμογή με την έντονη απουσία της υπερδραστήριας μητέρας μου. Για καιρό νόμιζα πως την άκουγα να ανοίγει το ψυγείο ή να ξεροβήχει, με όλο το βάρος του νοικοκυριού επάνω μου. Ευτυχώς, ο πατέρας μου, όντας ιδιότροπος, σπάνια του άρεσε ό,τι έφτιαχνα, μαγείρευε δυο φορές τη βδομάδα και σιγά-σιγά προχωρήσαμε παρακάτω. Μέχρι που δέκα χρόνια μετά, του ήρθε το πρώτο εγκεφαλικό, ενώ ήμουν στον μήνα του μέλιτος. Πήγε μόνος του για νοσηλεία, κοτσονάτος 70άρης, μέχρι να γυρίσω άρον-άρον. Ύστερα από λίγο καιρό, ήρθε και το δεύτερο. Αυτό ήταν το χειρότερο, καθώς τον περιόρισε αρκετά στην ομιλία, με το δεξί του χέρι να υπολειτουργεί. Τότε συνειδητοποίησα πως είχε μεγαλώσει, πως άρχισε να μην είναι ανεξάρτητος, πως δεν μπορούσε να μείνει μόνος του, πως έπρεπε να βρω γυναίκα για τα πρωινά, έπρεπε να κρατώ ισορροπίες με τον άνδρα μου, όλοι στην ίδια στέγη… Μέρα με την μέρα κατάπεφτε περισσότερο, καθιστώντας υποχρεωτική την 24ωρη αρωγή του. Αναγκάστηκα να τον πάω σε οίκο ευγηρίας, που ευτυχώς βρίσκεται 200 μέτρα μακριά μου. Αυτό ελάχιστα ελαφρώνει την δυσφορία που ένιωθα, πως πετούσα τον άνθρωπο που με μεγάλωσε! Τουλάχιστον τον έβλεπα καθημερινά, παρακολουθούσα σαν γύπας, τι του ΄κάναν εκεί μέσα.
Με τον καιρό, βλέποντας και τον ίδιο ευχαριστημένο, χαλάρωσα, άρχισα να αφήνομαι, να περνώ καλύτερα με τον άνδρα μου σα ζευγάρι. Μέχρι που ένα βράδυ στις 9, χτυπάει το κινητό και μου λένε πως έπαθε και άλλο εγκεφαλικό εκεί που έτρωγε. Εγώ όταν τον είχα αφήσει στις 7, ήταν μια χαρά! Σχολίασα κιόλας στον άνδρα μου πως καιρό είχε να μιλήσει τόσο, καθώς δυσκολευόταν. Τι το ανοίγω το στόμα μου; Τον μάτιαξα! Καλούν ασθενοφόρο μέχρι να ξαναπάω, ενώ του έχει προκαλέσει δεξιά πάρεση.
Αναγκαστική άδεια από τη δουλειά, πρωί-απόγευμα στο Λαϊκό, με την ελπίδα πως θα βγει. Και με το βαρύ φορτίο πως έχω να αντιμετωπίσω μια κατάσταση που δεν αντιστρέφεται, καθώς έχει πλέον πέσει σε αφασία. Αδύνατο να σταθεί για να περπατήσει, αδύνατο να μιλήσει, αδύνατο να καταπιεί στερεά τροφή και σχεδόν αδύνατο να επικοινωνήσει. Πιο πολύ όμως η δική μου αδυναμία να τον βοηθήσω. Να ξέρω με πόση αξιοπρέπεια έχει ζήσει και τώρα να ανοίγει τα μάτια του μόνο στην λέξη «μπαμπά»! Να απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό μου, όποτε νόμιζε πως μπορεί να σηκωθεί και εγώ απλώς να του το κρατώ με μάτια υγρά. Να νευριάζει που δεν μπορεί και την μόνη λέξη που λέει πεντακάθαρα να είναι «γαμώτο»!
Τελικά κατάφερε να πάρει εξιτήριο. Eγώ κατάφερα να έχω αγωνία κάθε απόγευμα μέχρι να τον δω και μόλις τον αντικρύζω σχεδόν κατάκοιτο, να με πνίγει ο κόμπος στον λαιμό. Γιατί δεν υπάρχει κανείς να μοιραστώ ό,τι βιώνω. Προσωπικά γνωρίζω οικογένεια επτά αδελφών, που όλο το τρέξιμο για τους ηλικιωμένους γονείς το κάνει μόνο ένας. Όμως δεν με παρηγορεί. Επειδή ξέρω τι μου είναι πιο στενάχωρο. Το συναίσθημα που δεν μπορώ να σπάσω σε κομμάτια, που ξέρω ότι είναι όλο δικό μου, κανείς δεν μπορεί να επωμιστεί το εφιαλτικότερο deja vu.
Κατανοώ απόλυτα πως πλησιάζει το τέλος λόγω της ηλικίας του, αγωνιώ όμως μην πάθω κάτι εγώ και δε θα έχει κανέναν! Και όσο εγωιστικό και αν ακούγεται εκτός από τη δική του ταλαιπωρία, σκέφτομαι τον προσωπικό μου ανήφορο μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα. Όπως και τον τρόμο μου όταν ακούω το κινητό να χτυπά μέχρι να δω ποιος είναι. Ή τις τύψεις που νιώθω, γιατί ο τραυματιοφορέας μού είπε να μην τον συνοδεύσω και όταν τον ανέβασε στον θάλαμο, κατάλαβα πως τον είχαν χτυπήσει ή τους είχε πέσει. Αν είχα πάει, αν είχα αδέλφια, αν μοιραζόταν ο καημός, αν μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς να σκέφτομαι… αν γινόταν ένας άνθρωπος να τα προλαβαίνει όλα χωρίς να νιώθει τόση εξάντληση από το αόρατο, ασήκωτο, συναισθηματικό βάρος!
Ευτυχώς και δυστυχώς, παραμένει καλά κρυμμένη η πιο τρομερή έννοια όλων, αυτή που πρέπει να ισορροπήσω καρδιά και μυαλό, να χαμογελάσω ενώ ματώνω μέσα μου πλησιάζει 14 του Φλεβάρη!
Μαρίτσα Καρά