,

Να φεύγεις κι ας αγαπάς

Τους τελευταίους τρείς μήνες ζούσε θαρρείς σε όνειρο. Ζούσε όσα προσδοκούσε κι ονειρευόταν μια ολόκληρη ζωή. Εκείνος κι εκείνη. Μαζί. Ούτε θυμόταν πόσα χρόνια πρόβαρε στο μυαλό τις αυτές τις στιγμές. Τις στιγμές που θα περπατούσε στο πλάι του, κρατώντας τον απ’ το χέρι. Τις στιγμές που θα έσκυβε και τα χείλη του θα αντάμωναν τα δικά της. Τις στιγμές που θα του δινόταν άνευ όρων, με την καυτή ανάσα του στο λαιμό της.

Ο πρώτος της έρωτας. Το πρώτο και τελευταίο απωθημένο της. Ένα απωθημένο που την τυραννούσε δεκαετίες. Από τότε που ήταν μαθητές ακόμη και τον έβλεπε να στέκεται δίπλα στις πιο όμορφες του σχολείου, τις πιο δημοφιλείς. Κι εκείνη πίσω του. Πάντα ένα βήμα πίσω του, στη σκιά του.

Ποτέ δεν τόλμησε να του πει πώς νιώθει. Ποτέ δεν τόλμησε να τον κοιτάξει στα μάτια και να τον αφήσει να δει πως έλιωνε για εκείνον. Πώς να τολμούσε άλλωστε; Ήταν τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος, τόσο άπιαστος, τόσο διαφορετικός!

Η παρέα του τότε, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια, ήταν πάντα μαζί. Ο Άρης, το πέμπτο αγόρι της παρέας ήταν πάντα μπαλαντέρ. Πότε εδώ και πότε εκεί. Δεν ήταν κολλητοί, είχαν όμως πάντα μια περίεργη χημεία οι δυο τους. Μόνο σ’ εκείνη εμπιστευόταν όσα τον βάραιναν κι όσα ονειρευόταν. Στους άλλους ήταν πάντα απρόσιτος και λιγομίλητος. Το “κακό αγόρι” που έκανε τις κοριτσίστικες καρδιές να χτυπούν δυνατά στο πέρασμά του.

Ήλπιζε η Μαρία πως κάποια στιγμή ίσως την έβλεπε. Ίσως καταλάβαινε. Ίσως ένιωθε. Ήλπιζε πως δεν θα ήταν τελείως διάφανη στα μάτια του. Ήξερε πως δίπλα του δεν θα μπορούσε να σταθεί. Λίγο τα περιττά κιλά της, λίγο το άχρωμο και άοσμο πρόσωπό της, λίγο ο χαμηλών τόνων χαρακτήρας της… τι να τον θαμπώσει; Εκείνον τον διεκδικούσαν καλλονές, παρόλα αυτά, η συμπάθεια που της έδειχνε την έκανε να ελπίζει. Να ελπίζει κι ας ήξερε…

Τέλειωσε και το λύκειο και χάθηκαν. Σκόρπισε η παρέα. Άλλος εδώ, άλλος εκεί. Δουλειές, σπουδές, υποχρεώσεις, κρύφτηκαν όλοι στον μικρόκοσμό τους και πού και πού κανένα τηλέφωνο ή κανένα μήνυμα έστελναν μεταξύ τους. Εκείνη φοιτήτρια στην Αθήνα, στη Νομική. Εκείνος στην Ευρώπη να κυνηγήσει τα όνειρά του. Ποια όνειρα; Ταξίδια με τη μηχανή να γνωρίσει τον κόσμο. Να γεμίσει εμπειρίες την ατίθαση ψυχή του. Πόνεσε η καρδιά της, την μέρα που τον πήρε τηλέφωνο και της είπε πως θα έφευγε.

-Πώς μπορείς να φεύγεις απ’ όλους κι όλα;

-Να φεύγεις κι ας αγαπάς. Να πηγαίνεις εκεί που η ψυχή σου είναι ελεύθερη, ακόμη κι αν πονάει που αφήνεις πίσω κομμάτια της…

-Να προσέχεις Άρη!

-Εσύ να προσέχεις και να μην χαραμίσεις τη ζωή σου στα πρέπει. Να ζήσεις μικρή! Ακούς; Μην αφήνεις κανέναν να πατάει την καρδιά σου! Εσύ να ορίζεις τη ζωή σου!

Από τότε, δεν κατάφερε να τον συναντήσει. Ελάχιστα τηλεφωνήματα και μηνύματα, κυρίως σε γενέθλια και γιορτές που με τα χρόνια, άρχισαν κι αυτά σιγά σιγά να αραιώνουν. Και κάπως έτσι κύλησαν σχεδόν είκοσι χρόνια…

Η Μαρία ήταν πια δικηγόρος κι είχε ανοίξει το δικό της δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω της την μικρή επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε. Το άλλοτε στρουμπουλό, απεριποίητο κοριτσάκι, είχε δώσει τη θέση του σε μία όμορφη, προσεγμένη και καλλίγραμμη γυναίκα. Σε μια δραστήρια και δυναμική γυναίκα, που έθαψε μαζί με τα χρόνια που πέρασαν και τον χαμηλών τόνων χαρακτήρα της.

Η παλιά παρέα, έγινε μια γλυκόπικρη ανάμνηση, αποτυπωμένη σε κακοβγαλμένες φωτογραφίες. Οι άλλοτε δεμένοι φίλοι είχαν σκορπίσει στα 4 σημεία του ορίζοντα κι όλα έδειχναν πως δεν είχαν πια κανένα σημείο επαφής. “Έτσι γίνεται συνήθως…” σκεφτόταν όταν καμιά φορά τα βράδια, έφερνε στο νου της τα χρόνια του τότε. Χαμογελούσε με νοσταλγία, όταν καμιά φορά έπιανε στα χέρια της τις φωτογραφίες τους. Χάιδευε με τα ακροδάχτυλά της τα αθώα και εγκάρδια χαμόγελά τους και πάντα σταματούσε λίγο παραπάνω το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Πού να ήταν άραγε;

Μια τυχαία συνάντηση με μια κοινή τους φίλη απ’ τα παλιά, ήταν αρκετή για να κάνει την καρδιά της να αρχίσει και πάλι να χτυπάει δυνατά. Ο Άρης ζούσε πια μόνιμα στην Αθήνα. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει! Ζήτησε το τηλέφωνό του απ’ την φίλη τους και το ίδιο κιόλας απόγευμα σχημάτισε τον αριθμό του. Ήταν τόσο εγκάρδιος στο τηλέφωνο! Έδειχνε τόσο χαρούμενος που την άκουσε! Κανόνισαν να βρεθούν το ίδιο κιόλας βράδυ, να τα πούνε από κοντά.

Το ξημέρωμα τους βρήκε μαζί. Μέσα σε λίγες ώρες, είχαν εξιστορήσει ο ένας στον άλλον, όσα είχαν περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Του είπε για τις σπουδές της και το πόσο δυσκολεύτηκε με τη δουλειά και την προσαρμογή στην πρωτεύουσα. Της είπε για τα ταξίδια του και τις εμπειρίες του. Του είπε για την μακροχρόνια σχέση που είχε και η οποία έληξε άδοξα, λίγο πριν φτάσουν στα σκαλιά της εκκλησίας. Όταν έμαθε ότι δεν της ήταν πιστός, τον άφησε με συνοπτικές διαδικασίες. Της είπε για τις γυναίκες που πέρασαν απ’ τη ζωή του και για την Έλσα. Την μόνη γυναίκα που κατάφερε ποτέ να αγγίξει την ψυχή του και να τον προσγειώσει στη γη, απ’ τα σύννεφα που πετούσε από πάντα. Εκείνη την γυναίκα που πέντε χρόνια λάτρευε σαν θεά και για την οποία απαρνήθηκε τα ταξίδια και την αλλοπρόσαλλη ζωή του. Της είπε και για την προδοσία της. Για τη στιγμή που τον παράτησε, λέγοντάς του πως ήταν ερωτευμένη με κάποιον άλλον, με τον οποίο είχε παράλληλη σχέση για σχεδόν έξι μήνες… Κόντευε χρόνος απ’ το φευγιό της κι έλεγε πως ήταν καλά πια.

Έγιναν ζευγάρι και η Μαρία ένιωθε πως πετούσε στον έβδομο ουρανό. Είχε αφήσει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τη δουλειά της, μόνο για να βρίσκεται μαζί του. Κι εκείνος όμως έδειχνε τόσο ήρεμος και γεμάτος! Ήταν σίγουρη πως είχε αφήσει πίσω του το παρελθόν του και το φάντασμα της Έλσας που του είχε κομματιάσει την καρδιά. Ήταν σίγουρη πως η δική της αγάπη, την είχε κολλήσει, κάνοντάς τον ευτυχισμένο.

Τριήμερο στο Ναύπλιο. Το δώρο της για τα γενέθλιά του. Πώς και πώς το περίμενε! Είχε τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες στο γραφείο κι είχε δώσει ρητή εντολή να μην την ενοχλήσει κανείς, αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Κατάφερε κι εκείνος να πάρει άδεια απ’ τη δουλειά του και Μάη μήνα κατέληξαν να περιφέρονται χέρι χέρι στα γραφικά σοκάκια. Πόσο όμορφα έδειχναν όλα! Πόσο γαλήνια ήταν η ψυχή της!

Εκείνος είχε αποκοιμηθεί κι εκείνη μπήκε να κάνει ένα ντουζ. Βγαίνοντας απ’ το μπάνιο, είδε το κινητό του να αναβοσβήνει. Είδε το όνομά της στην οθόνη. Ταράχτηκε και κράτησε την αναπνοή της. Γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Πόσο ήρεμος έδειχνε…

Ξάπλωσε δίπλα του. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της τις λεπτές γραμμές δίπλα στα μάτια του. Αυτές τις ρυτίδες που εκείνος μισούσε, εκείνη όμως λάτρευε κάθε χιλιοστό τους. Αποκοιμήθηκε με το κεφάλι της στο στήθος του. Νανουρίστηκε απ’ τους χτύπους της καρδιάς του. Ήξερε πως αυτή ήταν η τελευταία φορά.

Την επόμενη μέρα, έδειχνε για ώρες προβληματισμένος. Εκείνη ήξερε, αλλά έκανε πως δεν καταλάβαινε, σε μια προσπάθεια να παρατείνει τις στιγμές δίπλα του. “Με πήρε τηλέφωνο η Έλσα χτες. Δεν απάντησα και μου έστειλε μήνυμα. Θέλει να με δει…” της είπε διστακτικά. Η Μαρία άφησε κάτω το ποτήρι με το ποτό της, άγγιξε το χέρι του με το δικό της και του χαμογέλασε. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει.

-Πότε θα βρεθείτε;

-Δεν είπα ότι θα βρεθούμε.

-Ωραία… πότε σου ζήτησε να βρεθείτε;

-Άμεσα. Θέλει να μου μιλήσει.

-Θέλεις να φύγουμε σήμερα από εδώ;

-Μαρία τι λες; Δεν θα χαλάσουμε τις διακοπές μας για…

Δάγκωσε τα χείλη του κι εκείνη άναψε τσιγάρο προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. Ήξερε. Το βλέμμα του έλεγε περισσότερα απ’ όσα το στόμα του. Ο πάντα ατίθασος, ασυμβίβαστος άντρας, είχε ξαναγίνει δειλό και τρομαγμένο παιδί μόνο στη θέα ενός μηνύματός της.

Το βράδυ έκαναν έρωτα, έντονο και παθιασμένο, μέχρι τη στιγμή που αποκοιμήθηκε γαλήνια στο πλάι της. Η Μαρία κατάπιε έναν λυγμό που είχε ανέβει στο λαιμό της, τη στιγμή που χάιδευε με τα ακροδάχτυλά της, τις λεπτές γραμμές δίπλα στα μάτια του. Σηκώθηκε προσεχτικά μην τον ξυπνήσει, ντύθηκε και έβαλε στην ήδη έτοιμη βαλίτσα, τα τελευταία πράγματά της. Όταν ο Άρης ξύπνησε, βρήκε στο μαξιλάρι του ένα χαρτάκι που έγραφε “Να φεύγεις κι ας αγαπάς. Να πηγαίνεις εκεί που η ψυχή σου είναι ελεύθερη, ακόμη κι αν πονάει που αφήνεις πίσω κομμάτια της…”.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: