,

Η Υπόσχεση

Στεκόταν στην άκρη του δρόμου της σκοτεινής πόλης και περίμενε. Ο κόσμος τον προσπερνούσε χωρίς να του δίνει σημασία. Έτσι γινόταν πάντα άλλωστε. Ποτέ δεν τον πρόσεχαν, παρά μόνο όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Ο ποδηλάτης πέρασε από μπροστά του σιγοτραγουδώντας. Δυο σακούλες ήταν κρεμασμένες σε κάθε μεριά από το τιμόνι του.

«Λάθος…», σκέφτηκε. «Δεν θα μπορεί να κινηθεί όσο ελεύθερα πρέπει».

Έσιαξε τη μαύρη κουκούλα του και άρχισε να τον ακολουθεί. Τα λευκά μαλλιά του γέρου που οδηγούσε το ποδήλατο, προεξείχαν από το χοντρό σκουφί που φορούσε. Συνέχισε να σιγοτραγουδάει, παρά το γεγονός ότι ο κρύος αέρας του χειμώνα του μαστίγωνε το πρόσωπο. Τον θαύμασε γι’ αυτό. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που είχε αντέξει μέχρι τώρα. Είχε γερή κράση. Μόνο που πολλές φορές, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό.

Συνέχισε να περπατάει πίσω του περνώντας μέσα από το πλήθος. Όλοι βιάζονταν να βρουν μια ζεστή γωνιά για να προφυλαχθούν από το κρύο. Εκείνος προχωρούσε ευθεία χωρίς να κάνει κανένα ελιγμό για να τους αποφύγει. Χωρίς να ζητάει συγγνώμη όταν έπεφτε με δύναμη πάνω τους. Για την ακρίβεια, ίσως να το χαιρόταν κιόλας.

Και τότε ήταν που άρχισε να ακούει και να νιώθει: σκόρπιες, ασυνάρτητες σκέψεις, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ραγισμένα συναισθήματα, σπασμένες καρδιές, ματωμένες αναμνήσεις. Άρχισαν να ηχούν όλα μέσα στο μυαλό του και να τον κατακλύζουν. Κάθε άνθρωπος που περνούσε από δίπλα του, του μετέδιδε όλο τον πόνο που μπορεί να είχε νιώσει. Τόσα χρόνια είχε που ανέλαβε τη θέση κι ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Κι ίσως να μην το συνήθιζε ποτέ. Μόνο ο άντρας που ακολουθούσε δεν είχε κάτι αρνητικό να του μεταδώσει, που σημαίνει ότι ήταν ένας πλήρως ευτυχισμένος άνθρωπος﮲ ένας πλήρως ευτυχισμένος άνθρωπος από τους λίγους. Μπλόκαρε αμέσως αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του. Δεν τον ενδιέφερε. Δεν δενόταν ποτέ μαζί τους. Έκανε απλά τη δουλειά του και μετά αποχωρούσε για την επόμενη υπόθεση που θα έπρεπε να αναλάβει.

Το ρολόι της πλατείας σήμανε εννέα και ο ποδηλάτης έστριψε στη γωνία του δρόμου. Το ίδιο έκανε κι εκείνος. Ήξερε ότι έφτανε η ώρα. Από στιγμή σε στιγμή θα συνέβαινε. Στάθηκε ακίνητος και περίμενε.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο ποδηλάτης είχε σταματήσει στην άκρη του πεζοδρομίου. Τη στιγμή που το φανάρι έγινε κόκκινο για τους πεζούς και πράσινο για τα αυτοκίνητα, ο άντρας ξεκίνησε να διασχίζει το δρόμο. Ακούστηκε ένα απότομο φρενάρισμα, ένας δυνατός γδούπος και κραυγές﮲ κραυγές και ουρλιαχτά.

Εκείνος αναστέναξε. Περίμενε να περάσουν λίγα λεπτά, τόσα χρειάζονταν για να γίνει αυτό που έπρεπε και προχώρησε προς το μαζεμένο πλήθος. Στάθηκε πίσω από τον όχλο και τους κοίταξε ανέκφραστα. Εκείνη τη στιγμή, η διάφανη φιγούρα του ποδηλάτη, πέρασε ανάμεσά τους και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Σε περίμενα», του είπε χαμογελώντας. «Ήρθες να με πάρεις έτσι δεν είναι;»

Εκείνος ένευσε.

«Πάμε λοιπόν!», έκανε ο γέρος ενθουσιασμένος.

Ο Χάρος δεν σάλεψε.

«Το έκανες επίτηδες παππού, έτσι δεν είναι; Ήθελες να πεθάνεις απόψε».

«Ναι», του απάντησε ήρεμα εκείνος.

«Γιατί; Δεν είδα πόνο μέσα σου, δεν είδα καμία απελπισία».

Ο γέρος αναστέναξε και κάρφωσε το βλέμμα του στο ρολόι που βρισκόταν στην κορυφή του κτιρίου. Ο Χάρος ακολούθησε το βλέμμα του.

«Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από εμένα το λόγο. Σαν σήμερα, πριν από είκοσι χρόνια, σε αυτό το σημείο, στις εννέα το βράδυ πήρες μαζί σου μια γυναίκα που τη χτύπησε ένα διερχόμενο αμάξι τη στιγμή που διέσχιζε το δρόμο, κουβαλώντας τα ψώνια από το σούπερ-μάρκετ. Η μόνη διαφορά μας ήταν ότι εκείνη ήταν πεζή και δεν έφταιγε. Το αυτοκίνητο πέρασε με κόκκινο και δεν πρόλαβε να σταματήσει. Ήταν η γυναίκα μου. Της υποσχέθηκα ότι θα πάω να την βρω το συντομότερο δυνατό με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο μέρος και ώρα που έφυγε κι εκείνη. Της υποσχέθηκα επίσης όμως, ότι πρώτα θα σταθώ δίπλα στο μονάκριβο γιο μας, σαν μάνα και πατέρας. Της έδωσα το λόγο μου, ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να απαλύνω τη θλίψη που θα του προκαλούσε ο θάνατός της και δεν θα λύγιζα ποτέ μπροστά του, γιατί αυτό θα έκανε κι εκείνη στη θέση μου. Θα ήμουν πάντα εκεί να τον στηρίξω, όπως δεν μπόρεσε εκείνη να το κάνει. Και της ορκίστηκα, ότι θα ζήσω όλα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει, για να την κάνω να τα δει και να τα νιώσει μέσα από τα μάτια μου όταν θα ξανασυναντηθούμε. Και τα κατάφερα. Μεγάλωσα το γιο μας και τον είδα να σπουδάζει και να αποφοιτά. Τον είδα να παντρεύεται τον έρωτα της ζωής του και να μου χαρίζει ένα εγγόνι, κάνοντάς με τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Γνώρισα το εγγόνι μου κι έπαιξα το ρόλο της γιαγιάς και του παππού μαζί και το έκανα να τη γνωρίσει μέσα από εμένα και να την αγαπήσει όπως την αγαπούσα κι εγώ.

Τώρα μπορώ πλέον να φύγω. Είναι όλοι τους αρκετά δυνατοί για να μπορέσουν να ζήσουν χωρίς εμένα. Ξέρεις γιατί δεν είδες πόνο και απελπισία μέσα μου; Γιατί ήμουν πλέον έτοιμος να πεθάνω. Ήμουν χαρούμενος που κατάφερα να εκπληρώσω την υπόσχεση που της έδωσα. Άντε λοιπόν!», τον παρότρυνε και άπλωσε το χέρι του περιμένοντας να τον πιάσει αγκαζέ. «Δεν θέλω να αργήσω. Είμαι σίγουρος ότι με περιμένει».

Ο Χάρος τον έπιασε από το μπράτσο. Γύρισαν την πλάτη τους στο πλήθος που ήταν μαζεμένο γύρω από το πτώμα του άντρα και προχώρησαν.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading