,

Μερικά μυστήρια μένουν άλυτα

Για όσο θυμόταν τον εαυτό της, είχε μια περιέργεια που όλοι οι γύρω της χαρακτήριζαν ως νοσηρή. Ακόμα και ως παιδί, ενδιαφερόταν περισσότερο για την, κατά μια έννοια ρομαντική, πολεμική των έργων και πραγμάτων και λιγότερο για εκείνο το φιλί που λαχταρούσαν οι πριγκιποπούλες των παραμυθιών. Μπαίνοντας πια στην εφηβεία, βρήκε τον εαυτό της να παθιάζεται με τους καταραμένους και σκοτεινούς συγγραφείς που πάντα εξέταζαν τη ζωή υπό το πρίσμα της περατότητας της. Τους καταλάβαινε. Ένιωθε κάθε ψήγμα της ύπαρξής της να πάλλεται σύγχρονα με το τέμπο των αφηγήσεών τους. Κι αυτό την ενθουσίαζε.

Εν αντιθέσει με τους συνομηλίκους της, ήταν ίσως ανέκαθεν συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου – «τι επιλογή έχει άλλωστε κανείς;», συνήθιζε να λέει στον εαυτό της. Όσο όμως ήταν συμφιλιωμένη με αυτή, άλλο τόσο δεν ήταν προετοιμασμένη ή εξοικειωμένη, παρά μόνο μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων της που τόσο αγαπούσε. Μα η συνειδητοποίηση αυτή άργησε να έρθει. Μάλιστα, ήρθε κατακεραυνώνοντάς την, τη στιγμή που αντίκρισε το πτώμα να κείτεται δίπλα της. Κι ήρθε μια δεύτερη φορά όταν αισθάνθηκε την παγωμάρα του νεκρού στ’ ακροδάκτυλά της. Όταν το αρχικό σοκ υποχώρησε, η απάθεια και η παγωμάρα έδωσαν τη θέση τους στον πανικό και δεν άργησε να νιώσει τα μάγουλά της ν’ αυλακώνονται από δάκρυα και το στόμα της ν’ ανοίγει σε μία άναρθρη, βουβή κραυγή.

Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι ορμώντας προς το τηλέφωνο. Τα άκρα της μουδιασμένα και βαριά, αδέξια, λες και εν μια νυκτί απώλεσε τη δεξιότητα του βαδίσματος. Άπλωσε το χέρι της προς το τραπεζάκι και ήταν τότε που αντιλήφθηκε πως ήταν μουσκεμένη με αίμα. Και ξαφνικά τη χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι η μεταλλική μυρωδιά του, αναδυόμενη λες κι από κάθε πόρο του δέρματός της. Έπεσε στα γόνατα κι έκανε εμετό κι ύστερα σκούπισε τρεμάμενη τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της πριν πιάσει το τηλέφωνο. Τηλεφώνησε στην αστυνομία κι έπειτα κουλουριάστηκε στο πάτωμα αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και κρατώντας τα μάτια της ανοιχτά, τόσο που δάκρυζαν κι ας είχε σταματήσει πια να κλαίει.

Δεν ήταν σίγουρη πόση ώρα είχε περάσει όταν άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Δεν θυμόταν καν πώς σηκώθηκε για να ανοίξει ή τι είπε στους αστυνομικούς που περίμεναν απ’ την άλλη πλευρά. Για την ακρίβεια, δε θυμόταν πολλά πράγματα από εκεί και πέρα. Μία πυκνή, θανατερή και δύσοσμη ομίχλη κατέκλυσε το μυαλό της. Τα μάτια της έτσουζαν, ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Μύριζε. Το ήξερε, μα δεν την ένοιαζε. Κάποιος έριξε μια κουβέρτα στους ώμους της και μια γυναίκα την οδήγησε σπρώχνοντάς τη μαλακά στο καθιστικό για να μιλήσουν. Η γυναίκα είχε πράσινα μάτια, τόσο ανοιχτόχρωμα που έμοιαζαν απόκοσμα. Η γλώσσα του σώματός της ήταν παρηγορητική, ίσως ακόμα και φιλική, μα εκείνα τα μάτια έλεγαν μια άλλη ιστορία. Δεν είχε πειστεί.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν τις πέρασε μεταξύ συνεντεύξεων με την αστυνομία και συνεδριών με κάποιο γιατρό που της ανατέθηκε από το δικαστήριο. Η έρευνα των αρχών δεν απέδωσε καρπούς και το πόρισμα των ειδικών ήταν στην καλύτερη περίπτωση ασαφές. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, είχαν βρεθεί υψηλά επίπεδα βαρβιτουρικών στον οργανισμό της, οι γιατροί σάστισαν που είχε ξυπνήσει. Η υπόθεση πάγωσε και σύντομα έκλεισε. Η αστυνομικός με τα απόκοσμα πράσινα μάτια την παρακολουθούσε από κοντά, μα σύντομα παραιτήθηκε κι εκείνη. «Μερικά μυστήρια μένουν άλυτα» της είπε καθώς τη συνόδευε έξω από το τμήμα.

Φεύγοντας, η γυναίκα που κατά κοινή ομολογία δεν ήταν παρά το δεύτερο θύμα ενός εγκλήματος που μπορεί να μην της κόστισε τη ζωή, μα αδιαμφισβήτητα την τσάκισε, προχώρησε σιωπηλή μέχρι τη στάση του λεωφορείου, με το βλέμμα της χαμηλωμένο. Κάθισε στο παγκάκι και άνοιξε την τσάντα της, βγάζοντας ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο με κίτρινη ράχη και ξεθωριασμένα γράμματα. Στο εξώφυλλο μόλις που φαινόταν ο τίτλος: «Ο φόνος του Ρότζερ Ακρόυντ», της Άγκαθα Κρίστι.

***

Ξύπνησε κάθιδρη, ήταν βέβαιη πως ούρλιαζε στον ύπνο της. Δυο στίχοι του Poe έπαιζαν σ’ επανάληψη μέσα στο κεφάλι της κι ανήμπορη ν’ αντισταθεί τους επανέλαβε ψιθυριστά με τη φωνή της να σπάει:

“All that we see or seem; is but a dream within a dream.”

Εισέπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να καταπνίξει το λυγμό που της έσφιγγε το λαιμό για να μην τον ξυπνήσει. Τα τελευταία βράδια κανείς τους δεν κοιμόταν καλά, οι εφιάλτες της κρατούσαν και τους δυο τους ξύπνιους ως το ξημέρωμα. Γύρισε το κεφάλι της για να βεβαιωθεί πως εκείνος κοιμόταν ακόμα. Ήταν νεκρός.

Δέσποινα

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading