,

Καληνύχτα αγάπη μου!

Κρύωνα. Παρασκευή βράδυ, καταχείμωνο. Στεκόμουν έξω από το εκδοτήριο του θεάτρου. Περίμενα στωικά να περάσει η ώρα για να αρχίσει η παράσταση, καπνίζοντας. Σε σκεφτόμουν. Μόνο εσύ κυριαρχούσες στις σκέψεις μου και με καταδυνάστευες από εκείνη την Τετάρτη. Πόσο κακό σου είχα κάνει… Σου έδωσα τον κόσμο ολόκληρο στα χέρια και μετά, ένα αρνητικό αποτέλεσμα χοριακής β’ στον πήρα πάλι πίσω αφού όμως τον κατακερμάτισα και μαζί μ’ αυτόν και εσένα. Μου έλειπες. Ήσουν πολύ σκληρός μαζί μου, ίσως μου άξιζε.

Τράβηξα την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο μου ακούγοντας αχνά τη παρέα μου να συζητά σε χαρούμενο τόνο. Πόσο ανούσια και άχρωμα μου φαίνονταν όλα. Αντιδρούσα εντελώς μηχανικά. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει. Δεν είχα όρεξη για θέατρο, ήταν όμως ένα από τα πράγματα που σχεδιάζαμε να κάνουμε πριν από εκείνη τη Τετάρτη. Το όφειλα σε εμάς και έτσι πήρα την απόφαση να έρθω, να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Μειδίασα καθώς το σκεφτόμουν. Έσβησα το τσιγάρο και άναψα δεύτερο. Σήκωσα το βλέμμα. Ήσουν εκεί. Ανέβαινες αργά τα σκαλιά, τα βλέμματα μας συναντήθηκαν ο χρόνος για μια στιγμή σταμάτησε.

– Είναι το κισμέτ, είναι γραφτό να είμαστε μαζί, σου είπα ενώ χωνόμουν στην αγκαλιά σου. Μου χάιδεψες τα μαλλιά και με φίλησες απαλά στο μέτωπο.

-Το ξέρεις πως υπό άλλες συνθήκες θα ήμασταν ήδη παντρεμένοι; Πολλές με έχουν κοιτάξει, ποτέ καμιά όμως δε με έχει δει, μόνο εσύ… Γέλασα και έχωσα το πρόσωπο μου στο λαιμό σου.

-Δεν θέλω τίποτα από εσένα! Τίποτα! Με απογοήτευσες.

-Σε παρακαλώ…

Απ έστρεψα το βλέμμα μου, ο χρόνος συνέχισε να κυλάει. Εγώ και εσύ μαζί πάλι, όμως χωριστά. Οι πληγές που τόσο καιρό πάλευα να κλείσω άνοιξαν πάλι διάπλατα.

-Έλα πάμε, όπου να ‘ναι ξεκινάει, με σκούντηξε η Μαριάννα.

-Ναι πάμε, ψέλλισα.

Σε ένιωθα, ένιωθα το βλέμμα σου να με καίει. Έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου , να χαλιναγωγήσω τη μάχη που μαινόταν μέσα μου. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου χείμαρρος, όλα όσα περάσαμε, όλα όσα ζήσαμε, μπροστά μου. Η παράσταση ξεκίνησε.

Το κουδούνι σήμανε το διάλειμμα, πετάχτηκα από τη θέση μου. Είχα ανάγκη ένα τσιγάρο. Το κρύο του Φλεβάρη τσουχτερό, με μούδιασε αλλά το χρειαζόμουν, άναψα με τρεμάμενα χέρια το τσιγάρο μου.

-Τι κάνεις; στεκόσουν σε απόσταση αναπνοής.

-Καλά. Εσύ; απάντησα. Δεν αποκρίθηκες, προχώρησες. Ένιωσα εξαντλημένη. Δε είχα το σθένος καν να σε κοιτάξω. Πονούσα. Πόσο ξένες ήχησαν αυτές οι λιγοστές λέξεις στ’ αυτιά μου, πόσο ανούσιες και πόσο μικρές; Υπομονή. Θα περάσει σκέφτηκα, πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα στην αίθουσα του θεάτρου.

Είναι καλοκαίρι, ο ήλιος ζεσταίνει τα κορμιά μας και εσύ μου χαμογελάς. Είσαι τόσο όμορφος όταν γελάς! Ένα ελαφρύ αεράκι παρασέρνει τα μαλλιά μου, είμαι ευτυχισμένη! Το κύμα σκάει απαλά στην παραλία, η αρμύρα της θάλασσας ποτίζει κάθε χιλιοστό της ύπαρξής μας.

-Στο είχα πει. Τα πάντα στο νησί είναι μαγικά και πανέμορφα!

-Μόνο δικά μας, μου απαντάς γελώντας.

Με ξυπνάει ο ήχος του ξυπνητηριού 6.30. Σηκώνομαι ανόρεχτα να ξεκινήσω τις ετοιμασίες της μέρας. Θέλω να σε δω. Ξέρω που θα σε βρω.

Σε βλέπω, με κοιτάς από μακριά. Σε πλησιάζω και είναι σαν να μη πέρασε μια μέρα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο γύρω μας, παρά τις δεκάδες κόσμου που μας περιστοιχίζουν. Όλα όσα θέλουμε είναι μπροστά μας και τα κοιτάμε κατάματα, στα ίσια. Τα πάντα εδώ.

Θα ήμουν εγωίστρια αν σε κρατούσα έτσι κοντά μου. Και στην αγάπη δε χωράνε εγωισμοί.

-Δε μπορώ να σε χάσω, μου είχες πει.

Πως γίνεται να χάσεις όμως κάτι που πάντα ήταν δικό σου; Έπρεπε να σε αφήσω. Να ανοίξουμε τα φτερά μας και οι δυό για εκεί που πάντα θέλαμε να φτάσουμε. Να κατακτήσουμε τις δικές μας κορυφές που είναι εκ διαμέτρου αντίθετες γιατί είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι και αυτό είναι που μας κάνει τόσο μα τόσο συμβατούς. Υποσχεθήκαμε πως θα προχωρήσουμε όπως πρέπει με τις ζωές μας, πως δε θα αφήσουμε το “εμείς” να μας τραβήξει πίσω όσο και να το θέλαμε. Αυτό ήταν το σωστό και στην τελική που θα καταλήγαμε αν γινόμασταν βαρίδια ο ένας για τον άλλον; Θα καταλήγαμε σαν όλες εκείνες τις συμβατικές σχέσεις, εκείνες που γίνονται τοξικές, εκείνες που σε κάνουν να χάνεις τον εαυτό σου κομμάτι κομμάτι στο βωμό του “πρέπει” και του “είναι το σωστό”. Εκεί κρύβεται το μεγαλείο μας. Στις θυσίες που κάνουμε και αυτό το βαρύ “καληνύχτα” που ξεστομίσαμε ήταν η υπέρτατη μορφή θυσίας που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Είχαμε πάψει πολύ πριν να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας και το πόσο θα μας κόστιζε να μείνουμε χώρια και να πάρουμε τις αποστάσεις μας. Το μόνο που θέλαμε ήταν το καλύτερο και για τους δύο μας.

-‘Ελπίζω μόνο, όταν τελειώσει όλο αυτό, να μην είναι αργά, σου είπα σχεδόν ψιθυριστά.

-Το “εμείς” είναι το σωστό, και όταν κάτι είναι σωστό δεν είναι ποτέ αργά, μου απάντησες.

-Εδώ ανήκω. Το ίδιο και εσύ, μου είπες.

-Καληνύχτα, αποκρίθηκα

-Καλό βράδυ.

Απάντηση


%d