,

Κόκκινο

Κόκκινο. Είναι όμορφο το κόκκινο. Κόκκινη είναι η φωτιά, το αίμα, κόκκινο είναι και το πάθος. Και εσύ αν είχες χρώμα το κόκκινο θα ‘σουν. Κόκκινα είναι όλα αυτά που καταστρέφουν και όλα αυτά που σε βοηθούν να ζήσεις. Ένας αέναος κύκλος δηλαδή. Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη καπνό, μπαίνει στα μάτια μου και τα κάνει και δακρύζουν. Καπνίζω και εγώ, το άδειο ποτήρι μπροστά μου μού θυμίζει εσένα. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να σε ευχαριστεί και να σε καταστρέφει τόσο πολύ, ταυτόχρονα; Όπως το τζιν, έτσι και εσύ. Ψάχνω με το βλέμμα μου την μπαργούμαν, πιάνω φευγαλέα το είδωλο μου στο σκονισμένο καθρέφτη του μπαρ. Τα μάτια μου είναι χωμένα στις κόγχες του και μαύροι κύκλοι τα αυλακώνουν, δύο σκοτεινές λίμνες έχουν πάρει τη θέση από την άλλοτε πράσινη τους ίριδα.

Είναι όμορφες οι λίμνες. Όπως τότε, θυμάσαι; Στη Παμβώτιδα. Η ομίχλη, το κάστρο, τα πλατάνια και ένα απόκοσμο φως. Είναι όμορφες οι λίμνες. Ας είναι στάσιμες, ας μη προχωρούν, ας μην εξελίσσονται. Έτσι δεν είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις άλλωστε; Στάσιμες. Δεν εξελίσσονται πάντα και εσύ εκεί συνεχώς και αδιάκοπα λες, θα εξελιχθώ, θα προχωρήσω, και το κύμα σου πάντα γλείφει τα ίδια βράχια και τις ίδιες ακτές. Όλο γυρνάς στα ίδια. Γιατί; Ίσως πολλά πράγματα να σε ξεπερνάνε, να είναι πολύ παραπάνω από τις δυνάμεις σου ή έτσι να πιστεύεις. Είναι αυτή η συνεχής μάχη του πρέπει με το θέλω που ρίχνεσαι διαρκώς, και αυτό σε καταπονεί, σε αποδυναμώνει. Σου απομυζά μέχρι και το τελευταίο ψήγμα δύναμης που νόμιζες πως είχες, μα δεν καταλαβαίνεις σωστά. Τα όρια, υπάρχουν μόνο και μόνο για να αντιληφθούμε πως είναι ανύπαρκτα και πως μπορούμε να πάμε λίγο πιο πέρα φορά με τη φορά. Τη δύναμη την έχεις. Εσύ είσαι η δύναμη.

Πίνω μια γουλιά από το ποτό μου. Το απολαμβάνω καθώς κυλάει μέσα μου και καταπνίγει αυτά που νιώθω και σκέφτομαι. Είναι πολλά και δεν είναι όμορφα.

Θυμάμαι πόσο όμορφος μου φαινόταν ο κόσμος όταν σχεδιάζαμε εκείνα τα ταξίδια μας και όταν κάναμε εκείνους τους μεγάλους περιπάτους μας στην Παμβώτιδα. Πόσο όμορφο ήταν το κρύο, η υγρασία και η ομίχλη; Πόσο όμορφα συνηθισμένα ήταν τα μάτια σου; Πόσο ξεχωριστός ο τρόπος που με κοιτούσες;

Πίνω άλλη μια γουλιά. Δε θέλω να σκέφτομαι μα ούτε και να θυμάμαι. Το τσιγάρο, μου καίει τα δάχτυλα, κάηκε στο χέρι μου δίχως να το καταλάβω. Γελάω. Έτσι καήκαμε και εμείς χωρίς να το καταλάβουμε. Μόνο που η φωτιά που μας έκαψε δε φώτισε τα σκοτάδια μας, ούτε μας έβγαλε από αυτά, μας κατέστρεψε ολοσχερώς. Ήμασταν αδύναμοι, γιατί ο ένας είχε ανάγκη τον άλλον και βάλαμε τις ανάγκες μας πάνω από εμάς, η απόσταση όλο και μεγάλωνε και όσες δρασκελιές και να κάναμε τα χέρια μας δεν έφταναν πια για να ακουμπήσουν. Αστείο πράγμα η απόσταση. Άλλες φορές σε ανακουφίζει και άλλες φορές σε σκοτώνει.

«Κερασμένο», ακούω τη Μαίρη να λέει. Κοιτάζω νωχελικά τον επίδοξο εραστή που προσπαθεί να με προσεγγίσει. Χαμογελάω συγκρατημένα και κάνω ένα νεύμα με το κεφάλι. Ούτε που μπορώ να τον δω. Δεν είναι εσύ.

Πολλές φορές δοκιμάσαμε τα όρια μας, πολλές φορές τα θέσαμε και άλλες τόσες τα καταπατήσαμε. Πάντα γυρίζαμε στα ίδια, στο εμείς. Ο κύκλος αυτός δεν έκλεινε ποτέ, στη λούπα όπως συνήθιζες να λες. Τέτοια ήταν η σχέση μας, μια λούπα. Για όλα πάντα μας έφταιγαν οι άλλοι και προπάντων οι συγκυρίες. Ζούσαμε με το “Αν” και το αφήναμε να καθορίζει τις ζωές μας. Τόσο αφελείς ήμασταν. Είναι στη φύση του ανθρώπου όμως να αποποιείται των ευθυνών του, είναι ευκολότερο να φταίει κάποιος άλλος για την δυστυχία του παρά ο ίδιος του ο εαυτός. Γιατί όλοι ισχυριζόμαστε πως θέλουμε να ευτυχήσουμε, άλλο αν δεν έχουμε τα κότσια να πάρουμε το δρόμο που θα μας οδηγήσει εκεί. Δεν είναι εύκολος δρόμος, είναι όμως απλός και είναι μονόδρομος.

Δεν μπορώ να καταλάβω μέχρι και σήμερα, γιατί εμείς οι άνθρωποι φοβόμαστε. Ποια κινητήρια δύναμη μας κρατά πίσω. Τι προσπαθούμε να προφυλάξουμε; Τη δική μας ακεραιότητα ή εκείνον που αγαπάμε; Ποιο το τίμημα σε όλα αυτά; Θυμάμαι το ποτάμι, τον Άραχθο, πόσο ορμητικά κυλούσε. Προχωρούσε. Ήταν καθαρό και ας μην ήταν σταθερό, ούτε στάσιμο. Έτσι θα πρεπε να είμαστε και εμείς. Καθαροί και να προχωράμε. Με όποιο κόστος. Εν γνώσει μας μένουμε στάσιμοι, γιατί είμαστε αδύναμοι. Προτιμάμε να υπομένουμε και να συμβιβαζόμαστε γιατί θεωρούμε πως κερδίζουμε στην πραγματικότητα όμως χάνουμε.

Έχουμε μάθει να είμαστε απόλυτοι, και όταν ξεσηκωθεί αυτός ο δυνατός αγέρας στη καρδιά και στο μυαλό μας ξηλώνει όλα τα πρέπει, τα ποτέ, τα πάντα. Μένουμε εκτεθειμένοι, έρμαια. Πέφτουν οι άμυνες και τα τείχη που έχουμε χτίσει, οι αντιδράσεις μας έπειτα είναι απρόβλεπτες, παρορμητικές μα και αυθεντικές. Και τι μας μένει απ’ όλα αυτά; Α! Ναι… Εκείνες οι ποταπές υποδιαιρέσεις του χρόνου, οι ασήμαντες, οι πολλές, οι αμέτρητες, οι μοναδικές για τον καθένα. Οι στιγμές.

Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. Στιγμές περνάν από το μυαλό μου σαν σε ταινία. Καλές, κακές, παθιασμένες, μελαγχολικές. Είναι δικές μου όμως. Ολοδικές μου, αυτό είναι κάτι που δε μπορεί να μου το πάρει κανείς, ποτέ. Το μόνο που με πονάει είναι πως η φωτιά που άναψα δεν φώτισε τα σκοτάδια σου. Γιατί όλα είναι κόκκινα, όπως και το δικό μας ηλιοβασίλεμα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: