Στέκονταν έξω από την καινούργια, καλοφτιαγμένη, στρογγυλή καλύβα από λάσπη και ξύλα, με το βλέμμα καρφωμένο στη σανιδένια πόρτα, κλείνοντας τα αυτιά του σφιχτά. Τα γόνατά του έτρεμαν κάτω από τα πέτσινα ρούχα του, μα συνέχισε να επαναλαμβάνει το μάντρα ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην ακούει τις κραυγές και να μην πανικοβάλλεται στις σιωπές.
Ένα περίεργο φως τράβηξε την προσοχή του από την πόρτα. Βγήκε από τη στενή καμινάδα της καλύβας. Μια μικρή φωτεινή μπάλα που αιωρήθηκε για λίγο στριφογυρνώντας και μετά εξαφανίστηκε προς την ανατολή. Κοκάλωσε. Τα ουρλιαχτά τον συνέφεραν γρήγορα. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Μια νεαρή γυναίκα προσπάθησε να τον εμποδίσει, μα κείνος την παραμέρισε. Η γριά μαμή τον κοίταξε συνοφρυωμένη, καθώς πίεζε την φουσκωμένη κοιλιά της ξαπλωμένης γυναίκας. Ο Ραγκάν έριξε μια απελπισμένη ματιά στη νεαρή, ιδρωμένη, μελαχρινή κοπέλα, που βογκούσε ξέπνοη με μάτια κλειστά. Δίπλα της μια μεσήλικη της κράταγε το χέρι και με το άλλο της σφούγγιζε το μέτωπο ψιθυρίζοντας της λόγια ενθαρρυντικά. Πλησίασε τη σταφιδιασμένη μαία και της ψιθύρισε.
«Πρέπει να το βγάλεις, είναι νεκρό».
Εκείνη του ‘γνεψε καταφατικά. Η γυναίκα, που ψιθύριζε στην κοπέλα, μόλις τον κατάλαβε τον κοίταξε με μάτια δακρυσμένα, μα το βλέμμα του την τάραξε. Η κοπέλα βόγκηξε ξανά και η μητέρα της σωριάστηκε λίγο πιο πέρα, παραχωρώντας του τη θέση της. Ο νεαρός σαμάνος προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί, τόσες φορές είχε παραβρεθεί σε γέννες. Μα δεν άντεξε, έσκυψε πάνω από την αγαπημένη του και τη φίλησε στο μέτωπο. Δεν μπορούσε να τη βλέπει να υποφέρει, έπρεπε να κάνει κάτι. Η Νάσμπε ούρλιαξε από τον πόνο και η φωνή της, σαν κέρατο ελαφιού, του ξέσκισε την καρδιά. Έβγαλε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί και το άνοιξε προσεκτικά. Με το δάκτυλό του πήρε λίγη από την ωχρή σκόνη και της την ακούμπησε στα ξεραμένα της χείλη. Η κοπέλα την έγλυψε ασυναίσθητα. Έπειτα πήρε το μικρό χέρι της στη χούφτα του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο μάντρα και ξεκίνησε να κουνιέται ρυθμικά, καθώς η μαμή, που είχε χωθεί ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας του, έδινε κοφτές οδηγίες στις άλλες. Το χέρι της Νάσμπε σπαρταρούσε μέσα στο δικό του, σαν πουλάκι που προσπαθούσε να ελευθερωθεί.
Ο Ράγκαν έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Μα η καρδιά του πετάριζε από φόβο. Κοίταξε το ωχρό πρόσωπο της Νάσμπε. Δεν τον ένοιαζε που χάθηκε το μωρό. Δεν τον ενδιέφερε. Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν αυτή. Από τότε που ήταν μικρά, το μόνο που ποθούσε ήταν η Νάσμπε. Όταν όλα τα παιδιά τον απέφευγαν, η Νάσμπε ήταν πάντα κοντά του, τον φρόντιζε και του συμπαραστέκονταν. Κάθε φορά που γυρνούσε από τις μακρινές εξερευνήσεις του, η Νάσμπε έτρεχε να τον προϋπαντήσει. Η Νάσμπε καθόταν και τον άκουγε να της μιλά ατελείωτες ώρες για τον κόσμο των πλασμάτων, των σκιών και των φώτων, που μόνο αυτός μπορούσε να δει. Η Νάσμπε με το τεράστιο φωτεινό λουλούδι στο στήθος. Το πιο φωτεινό και πιο μεγάλο απ` όλων των γυναικών και κοριτσιών της φυλής, μα και των αντρών. Κάθε φορά που της το ‘λεγε, εκείνη γελούσε. Δεν τον πίστευε, μα ‘κείνος το ‘βλεπε. Κοίταξε το στήθος της που ανεβοκατέβαινε με δυσκολία. Το χέρι της είχε μείνει από ώρα ακίνητο και κείνος δεν το ‘χε καταλάβει. Το λουλούδι, το λουλούδι έμοιαζε να μαράθηκε. Να συρρικνώθηκε. Έκανε να το ακουμπήσει και ξαφνικά τα πέταλα του έπεσαν και έγιναν μικρές φωτεινές ψηφίδες. Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να πιάσει τις αυτόφωτες ψηφίδες, να τις ενώσει, να τις φτιάξει. Να φτιάξει το λουλούδι του. Τότε το είδε, ένα μικροσκοπικό κακομούτσουνο πλασματάκι με μακρουλιά άκρα, ένα τελώνιο.
Στέκονταν λίγο πιο πέρα και κουνούσε νωχελικά τα μικροσκοπικά χεράκια του. Οι ψηφίδες πήραν να σχηματίσουν μια μπάλα. Ο Ράγκαν πανικόβλητος με τρεμάμενα χέρια έχωσε τα χέρια του στην πλαϊνή πέτσινη θήκη του, άρπαξε μια χούφτα αλάτι και την έριξε προς το τελώνιο. Το τελώνιο τσίριξε και εξαφανίστηκε. Οι ψηφίδες έπεσαν στο στήθος της. Μα καθώς έκανε να τις πιάσει, είδε το τελώνιο να ξεπροβάλει από τη θέση της καρδιάς. Έβαλε τις χούφτες του πάνω στην καρδιά της και πίεσε το τελώνιο να μη βγει. Εκείνο πάλευε, προσπαθούσε, αγωνίζονταν. Μα ‘κείνος πίεζε με δύναμη ξανά και ξανά. Η Νάσμπε αναστέναξε βαθιά. Ο Ράγκαν πήρε κι άλλο αλάτι και άρχισε να το ρίχνει γύρω γύρω από το κορμί της, ώσπου την έκλεισε μέσα σ` ένα προστατευμένο κύκλο. Πετάρισε τα βλέφαρά της. Τα πέταλα ενώθηκαν μόνα τους, μα κάποια παρέμειναν μαραμένα, αχνά και το φως τους έδειχνε θαμπό. Η γριά μαία του κάνε νόημα να απομακρυνθεί και κείνος απρόθυμος υπάκουσε. Και ρίζωσε λες σε ‘κείνη την άκρη και την παρατηρούσε. Την παρατηρούσε που ανάρρωνε το κορμί της. Την παρατηρούσε που θρηνούσε. Την παρατηρούσε που πενθούσε. Σαν κάτι ξένο. Δεν αναγνώριζε αυτό το μισομαραμένο λουλούδι. Οι μέρες, οι βδομάδες πέρασαν και ο Ράγκαν δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τη γωνιά του. Μια μέρα η μητέρα της Νάσμπε τον πλησίασε. Έκατσε μπροστά του και βύθισε το βλέμμα της στο δικό του.
«Τι κάνεις;»
Εκείνος την κοίταξε απορημένος.
«Τι κάνεις;» τον ξαναρώτησε σοβαρή σε τόνο πιο επιτακτικό.
Δεν απάντησε, μόνο έψαξε με το βλέμμα του τη Νάσμπε. Κάθονταν έξω από την απέναντι καλύβα, μαζί με τις άλλες γυναίκες. Αμίλητη, θλιμμένη.
Η γυναίκα γράπωσε το χέρι του απότομα και ‘κείνος αναγκάστηκε να την κοιτάξει.
«Έσωσες το κορμί της κόρης μου και τώρα σκοτώνεις την ψυχής της;». Τα λόγια της τον χτύπησαν σαν χαστούκι.
«Η Νάσμπε σε χρειάζεται. Τώρα περισσότερο από ποτέ. Και εσύ; Τι κάνεις εσύ; Την αφήνεις να το περάσει όλο αυτό μόνη της;»
Το βλέμμα του στράφηκε πάλι προς εκείνη. Ένα μικρό κοριτσάκι έκλαιγε. Η Νάσμπε την πήρε στην αγκαλιά της και προσπάθησε να την παρηγορήσει. Η όψη της μαλάκωσε. Το χαμόγελο της επέστρεψε. Το λουλούδι της φεγγοβόλησε αδύναμα.
Ο Ράγκαν τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από κακό εφιάλτη. Η Νάσμπε του ήταν εκεί. Τον χρειάζονταν, μα πιο πολύ τη χρειάζονταν ο ίδιος. Πόσο ανόητος ήταν για να πιστέψει ότι εκείνο το τελώνιο θάμπωσε την ψυχή της! Η ψυχή θαμπώνει από τον πόνο και σβήνει από την έλλειψη αγάπης. Όρθωσε το ανάστημά του. Για πρώτη φορά θα έπρεπε να φροντίσει αυτός για το λουλούδι της, ώσπου να γίνει σαν και πρώτα και να μπορέσει να γευτεί ξανά το νέκταρ της ψυχής της.
Αναστασία Χ.