Το ρολόι χτύπησε κι αντήχησε μέσα στο σιωπηλό σπίτι. Ήταν τρεις το μεσημέρι. Ο Έντγκαρ Μπέρνστιν έριξε μια τελευταία ματιά στην εφημερίδα του πάνω από τα μικρά, στρογγυλά γυαλιά του, που είχαν γλιστρήσει στην άκρη της μύτης του, και τη δίπλωσε. Κοίταξε γύρω του. Οι ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου εισχωρούσαν πίσω από τις αραχνούφαντες κουρτίνες κι απλώνονταν στο πάτωμα, πάνω στο χαλί. Μπορούσε να δει τη σκόνη να αιωρείται μέσα στο φως τους. Έξυσε το φαλακρό του κεφάλι που πλαισιωνόταν από πυκνά, γκρίζα μαλλιά γύρω γύρω και κοίταξε τις φωτογραφίες που ήταν πάνω στο ξύλινο έπιπλο. Αναστέναξε.
Σηκώθηκε με κόπο από την πολυθρόνα και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Τα αυτοκίνητα ήταν όλα στις θέσεις τους, αραδιασμένα σαν παιδικά παιχνίδια το ένα πίσω από το άλλο. Δεν κυκλοφορούσε κανείς έξω μετά την απαγόρευση. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Πάντα του άρεσε η μοναξιά. Από μικρός ήταν μοναχικός τύπος. Δεν είχε παρέες. Ήταν πάντα το αγόρι με τα γυαλιά που καθόταν στη γωνία και παρακολουθούσε όλους τους υπόλοιπους να παίζουν. Δεν ήταν ότι δεν τον ήθελαν. Ήταν ότι εκείνος δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να κοινωνικοποιηθεί. Του αρκούσε να παρατηρεί τον κόσμο, να σημειώνει σε ένα τετράδιο όσα έβλεπε, και ύστερα να γράφει βιβλία με τις ιστορίες τους﮲ βιβλία που τα έστελνε σε διαφορετικό εκδοτικό οίκο κάθε φορά, με άλλο ψευδώνυμο, με τη ρητή συμφωνία ότι αν αποφάσιζαν να το εκδώσουν, δεν ήθελε να τους συναντήσει ποτέ και δεν επιθυμούσε να παρευρεθεί σε καμία παρουσίαση βιβλίου. Οι αντιδράσεις φυσικά ήταν πολλές, αλλά μόλις διάβαζαν όσα τους έστελνε και καταλάβαιναν πως είχαν όλα τα φόντα για να γίνουν best seller, αναθεωρούσαν αμέσως και συμφωνούσαν σε ότι κι αν τους ζητούσε.
Όλα άλλαξαν όμως όταν γνώρισε εκείνη. Την Έλλη. Ήταν η μόνη που κατάφερε να τον κάνει να αναθεωρήσει και να νιώσει την ανάγκη ανθρώπινης παρουσίας﮲ μόνο της δικής της παρουσίας όμως.
Το θυμόταν σαν να ήταν χθες. Είχε βγει για τον καθιερωμένο απογευματινό του περίπατο. Εκείνη ήταν καινούρια στην πόλη. Τον σταμάτησε στο δρόμο και τον ρώτησε πού βρισκόταν μια οδός. Όταν εκείνος της απάντησε, άνοιξε την τσάντα της για να πάρει κάτι κι ο Έντγκαρ είδε να προεξέχει από μέσα ένα από τα βιβλία που είχε γράψει ο ίδιος. Δεν είχε μιλήσει ποτέ του απευθείας με κάποιον αναγνώστη των βιβλίων του, δεν τον ενδιέφερε, αλλά κάτι στη συγκεκριμένη κοπέλα, τον έκανε να νιώθει ότι ήθελε να ακούσει τη γνώμη της. Της πρότεινε να τη συνοδεύσει για να της δείξει πού βρισκόταν το μέρος που έψαχνε. Εκείνη δέχτηκε. Ένα μήνα μετά, παντρεύτηκαν.
Είχαν περάσει εξήντα χρόνια από τότε και δεν είχαν χωρίσει ούτε για μία μέρα. Είχε μάθει να ζει μαζί της και δεν μπορούσε χωρίς αυτήν. Το ίδιο κι εκείνη.
Έκλεισε την κουρτίνα κι άνοιξε την τηλεόραση. Οι μεσημεριανές ειδήσεις είχαν ήδη ξεκινήσει.
«Ατελείωτες ουρές στα σούπερ μάρκετ…»
«Πενήντα νεκροί, εκατό καινούρια κρούσματα σε μία μέρα…»
«Το σύστημα υγείας έχει καταρρεύσει. Οι γιατροί κάνουν πλέον διαλογή…»
«Απαγόρευση κυκλοφορίας για να περιοριστεί η διασπορά. Πρόστιμα και φυλακή σε όποιον παραβιάζει τα μέτρα…»
Την έκλεισε. Δεν ήθελε να ακούσει παραπάνω. Τα ίδια άκουγε κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό. Ήξερε άλλωστε ότι σήμερα θα γινόταν εκείνος η είδηση. Όταν φυσικά αποφάσιζαν να τους αναζητήσουν.
Προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη με μάτια κλειστά κι ανάσαινε βαριά. Κάθισε δίπλα της και της χάιδεψε το κεφάλι. Η Έλλη άνοιξε τα μάτια με κόπο και τον κοίταξε. Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα από τότε που είχε αρχίσει να εμφανίζει τα συμπτώματα του θανατηφόρου ιού που είχε εξαλείψει την πλειοψηφία του πληθυσμού της γης. Ο Έντγκαρ είχε τηλεφωνήσει σε όλα τα νοσοκομεία, αλλά η απάντηση ήταν η ίδια: «Δεν υπάρχουν διαθέσιμες μονάδες εντατικής θεραπείας. Αυτή τη στιγμή, δίνουμε προτεραιότητα στα νέα άτομα και αυτά που έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης. Η σύζυγός σας, λόγω ηλικίας, θα πρέπει να παραμείνει στο σπίτι. Θα κρατήσουμε το τηλέφωνό σας, κι αν αλλάξει η κατάσταση θα σας ειδοποιήσουμε».
Οι μέρες περνούσαν κι ο οργανισμός της εξασθενούσε ακόμα πιο πολύ. Ο Έντγκαρ καταλάβαινε πως πλησίαζε το τέλος. Εκείνος δεν ήξερε αν είχε νοσήσει ή όχι. Δεν είχε εμφανίσει συμπτώματα της ασθένειας και μπορεί να μην εμφάνιζε ποτέ. Εκείνο που ήξερε όμως, ήταν ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Της έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και προχώρησε προς την κουζίνα. Έβγαλε από το ντουλάπι ένα μπουκαλάκι και το κοίταξε. Ήξερε ότι μια κουταλιά του γλυκού αρκούσε για να κοιμηθούν για πάντα ήρεμα και οι δυο τους. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό, το έριξε μέσα και το ανακάτεψε. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε και πάλι προς την κρεβατοκάμαρα, έκλεισε τις κουρτίνες και κάθισε δίπλα της.
Ο Φάμπιο Λούνυ, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του. Επιτέλους μετά από τόσους μήνες αναμονής και θανάτων είχε βρεθεί η θεραπεία. Ήταν ακόμα σε πειραματικό στάδιο βέβαια, αλλά όλες οι δοκιμές έδειχναν πως οι ασθενείς ανέκαμπταν με γρήγορο μάλιστα ρυθμό. Δεν το είχαν ανακοινώσει ακόμα στα ΜΜΕ αλλά είχαν ήδη ξεκινήσει να το χορηγούν σε πολλούς ασθενείς. Είχαν αρχίσει μάλιστα να τηλεφωνούν – δίνοντας προτεραιότητα στους γηραιότερους που χρειάζονταν άμεση βοήθεια – σε όσους ανθρώπους είχαν δηλώσει πως οι ίδιοι ή οι οικείοι τους είχαν νοσήσει, και τους είχαν απαντήσει πως λόγω ηλικίας έπρεπε να παραμείνουν σπίτια τους. Κοίταξε τη λίστα που είχε μπροστά του. Επόμενο όνομα:
«Έντγκαρ Μπέρνστιν».
Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει: μία – δύο – τρεις – τέσσερις – πέντε φορές. Ετοιμάστηκε να το κλείσει. Τη στιγμή που κατέβαζε το ακουστικό, η γραμμή άνοιξε.
«Παρακαλώ», έκανε ο Έντγκαρ. «Ορίστε!», επανέλαβε ανυπόμονα μην παίρνοντας απάντηση.
Έκανε να το κατεβάσει, όταν άκουσε τη φωνή κάποιου από την άλλη άκρη της γραμμής. Έμεινε ακίνητος και άκουσε προσεκτικά όσα είχε να του πει ο Φάμπιο. Έκλεισε το ακουστικό και κράτησε την αναπνοή του για μερικές στιγμές. Πήρε το ποτήρι στα χέρια του και το κοίταξε. Άνοιξε το παράθυρο κι έριξε το περιεχόμενό του στην αυλή. Η Έλλη είχε ανοίξει τα μάτια της και τον κοιτούσε απορημένη. Εκείνος της χαμογέλασε.
Μία απάντηση στο “Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ”
Μου θύμισε κάτι από την ομίχλη του Stephen king!!!
Πολύ ωραίο