Μπραν

Η απογοήτευση που θα οδηγούσε σε ολοένα και χειρότερη αδημονία χτύπησε από νωρίς την ομάδα που είχαν σχηματίσει ο Ντράχοσλαβ και ο Βέλκαν. Την είδαν να επιβάλλεται από κάποιον ζωγράφο που κατοικούσε στον ουρανό και ο οποίος έβαφε με μικρές, απανωτές πινελιές τον καμβά του χωριού και των παρακείμενων δασικών εκτάσεων. Ένα έργο τέχνης που, ως συνήθως, το ξεκινούσε στην αρχή του χειμώνα μιας χρονιάς και που το παρατούσε ενίοτε για μια, δυο ή και περισσότερες μέρες, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί και να εμπνευστεί, και έπειτα το ξανάπιανε από το σημείο που το είχε αφήσει. Ήταν μια πολύμηνη δουλειά που περιελάμβανε τη χρήση ενός και μόνου χρώματος. Του χρώματος εκείνου που αποτελούνταν από όλα τα χρώματα μαζί. Του λευκού, με το οποίο σημάδευε στον πίνακα όλα τα σημεία που ήθελε να καλύψει, σαν μαθητής που προσπαθεί αδέξια να σβήσει τα λάθη από το γραπτό του.

  Η ομάδα που περιπολούσε για το χρονικό διάστημα τέσσερις με έξι το πρωί ήταν εκείνη που είδε πρώτη τα χιόνια να πέφτουν ξανά στο Μπραν, ύστερα από τρεις ώρες που είχε πάψει η χιονόπτωση. Μόλις είχαν περάσει την πύλη του κήπου της κατοικίας των Τσομπάνου, όταν ένιωσαν το απαλό χνούδι να αγγίζει τα ρούχα τους. Οι ντόπιοι που συνόδευαν τους Ούγγρους δεν έδωσαν σημασία, καθώς δεν ήταν κάτι πρωτοφανές και επιπροσθέτως ήθελαν να πάνε να ξαπλώσουν, αλλά οι σωματοφύλακες κατάλαβαν ότι δεν θα γινόταν σήμερα η επίθεση στο κάστρο. Ακόμα και αν πήγαιναν τις μεσημεριανές ώρες, που το κρύο θα περιοριζόταν κάπως, θα ήταν υπερβολικά κουραστικό για όλους, αν όχι και επικίνδυνο.

  Οι ίδιοι οι πρώην στρατιωτικοί δεν είχαν πρόβλημα να περιμένουν, αλλά είχαν αντιληφθεί πως τα αφεντικά τους, όπως και οι ντόπιοι, ήθελαν να ξεμπερδέψουν άμεσα. Η όλη υπόθεση προκαλούσε ανησυχία σε όλους, αν και ο Ντράχοσλαβ με τον Βέλκαν είχαν έναν παραπάνω λόγο για να επιτεθούν στους υπαίτιους, με βασικότερους στόχους την Κόμισσα, που μάλλον ήταν η αρχηγός της σπείρας, και την Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου, η οποία, άγνωστο πώς, είχε καταφέρει να σκοτώσει τα αγαπημένα σκυλιά του Ντράχοσλαβ και μετά να σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι των μικρών παιδιών του Βέλκαν και να τα τρομάξει, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Αυτό, φυσικά, είχε εκνευρίσει και τους Ούγγρους, γιατί η άμυνα που είχαν στήσει δεν απέτρεψε την εισβολή στον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού. Είχαν εκτεθεί στα αφεντικά τους και στους ντόπιους, διότι οι Τσομπάνου είχαν εγγυηθεί για τις ικανότητες των Ούγγρων στην τέχνη του πολέμου, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η προστασία φρουρίων και άλλων περιουσιών του βασιλείου που υπηρετείς. Γι’ αυτό είχε γεμίσει και η οικία με κόσμο, επειδή θα ήταν ασφαλές. Αυτό είχαν τάξει οι Τσομπάνου. Τέσσερις πρώην στρατιωτικοί, συν πολλά όπλα και εκρηκτικά, συν τον Φέρκα και τον Σάντα που φυλούσαν τον κήπο. Συν την περίπολο που κάλυπτε τους δρόμους του Μπραν. Πραγματικά, τι θα μπορούσαν να φοβηθούν; Ποιος θα τολμούσε να τους επιτεθεί;

  Κι όμως, παραλίγο να πάνε όλα κατά διαβόλου. Παραλίγο. Το ότι η Αντελίνα και η Λία δεν είχαν πάθει κανένα κακό, πέραν από το ότι φοβήθηκαν πολύ, αλλά και το ότι το σπίτι δεν είχε παραβιαστεί απ’ άκρη σ’ άκρη και δεν είχε πεθάνει ή τραυματιστεί κανένας ένοικος, ήταν κατ’ ουσίαν οι μόνοι λόγοι που οι Ούγγροι παρέμεναν στα πόστα τους και που η επιχείρηση της ομάδας κρούσης δεν είχε ακυρωθεί.

  Αλλά η ουσία ήταν πως το σύστημα των στρατιωτικών δεν είχε δουλέψει και αυτό τους προβλημάτιζε. Τι είχε συμβεί; Πώς είχε καταφέρει εκείνη η καταραμένη να σκοτώσει τα σκυλιά και να σκαρφαλώσει ως το μπαλκόνι, μέσα στην κρύα νύχτα; Πώς γινόταν να μην τη δουν ή να μην την ακούσουν οι άντρες της περιπόλου; Απ’ όσο θυμούνταν, η Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου ήταν απλά μια όμορφη κοπέλα που είχε χάσει τον πατέρα της και έμενε με την μάνα της. Μια τυπική, νεαρή αγρότισσα που, όπως όλες οι ντόπιες, περίμενε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να ζήσει τη βουκολική της ζωούλα ως τα βαθιά γεράματα –αν τα κατάφερνε. Ούτε είχε εκπαιδευτεί, ούτε είχε συμμετάσχει σε πολέμους ή άλλες παρεμφερείς συρράξεις. Πώς τα είχε καταφέρει;

  Και, επιπλέον, γιατί αυτή η σκύλα είχε αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να εισβάλλει στο σπίτι; Αν είχε τις ικανότητες που υπονοούσαν τα χθεσινοβραδινά επιτεύγματά της, γιατί να μη σπάσει το τζάμι ή να μην παραβιάσει την κλειδαριά και να μπει στο δωμάτιο των κοριτσιών; Απ’ ό,τι είπε ο Βέλκαν, η μια του κόρη μίλησε με την Μπενγκέσκου και η τελευταία ζήτησε την άδεια της Λία, για να εισέλθει. Γιατί; Δεν το καταλάβαιναν οι πρώην στρατιωτικοί, παρόλο που είχαν ακούσει κάτι ψιθύρους για βρικόλακες. Βρικόλακες. Φυσικά, τι άλλο; Ήταν στην χώρα του Δράκουλα. Πολύς κόσμος νόμιζε ότι ο Κόμης ζούσε ακόμα κάπου στα Καρπάθια και κατά καιρούς επιτιθόταν σε ανυποψίαστους διαβάτες. Και οι Ούγγροι ήξεραν από μύθους περί βρικολάκων. Η κόμισσα Ελίζαμπεθ Μπάθορι ήταν από την Ουγγαρία. Απ’ ό,τι λεγόταν, έκανε μπάνιο με αίμα από νεαρές, για να παραμείνει και η ίδια νέα. Άλλοι έλεγαν πως οι βρικόλακες έπιναν ανθρώπινο αίμα ως τροφή, πως μεταμορφώνονταν σε λύκους ή νυχτερίδες, ότι κυκλοφορούσαν μόνο τη νύχτα και πως είχαν σκυλίσια δόντια. Ανοησίες. Παραμύθια. Αλλά ανοησίες και παραμύθια που εξυπηρετούσαν εν μέρει τον σκοπό των Ούγγρων. Ήταν η απάντηση στο πώς τα είχε καταφέρει η Μπενγκέσκου. Τα αφεντικά τους ήταν εξ αρχής δύσπιστα με την ύπαρξη βρικολάκων και της ίδιας της Κόμισσας που λέγανε οι ντόπιοι ότι ζει στο κάστρο του Μπραν, όμως η επίσκεψη της Μπενγκέσκου άλλαξε τον τρόπο σκέψης τους. Μετά την ανακάλυψη των νεκρών σκυλιών, είχε γίνει μια μικρή συνέλευση της ομάδας, όπου οι Τσομπάνου είχαν αποφασίσει να δεχτούν τη φήμη περί απέθαντης Κόμισσας που είχε πιάσει και μετατρέψει σε ομοίους της πέντε κατοίκους. Οπότε η Μπενγκέσκου, έχοντας αυτές τις δυνάμεις, κατάφερε να περάσει την άμυνα που είχαν στήσει οι Ούγγροι. Ο Ντράχοσλαβ και ο Βέλκαν δεν γινόταν να ρίξουν το φταίξιμο στους σωματοφύλακές τους, ειδικά από την στιγμή που οι μικρές ή κάποιος άλλος κάτοικος δεν είχαν πληγωθεί. Έτσι, οι τέσσερις πρώην στρατιωτικοί την είχαν γλιτώσει. Προς το παρόν, παρέμεναν στην υπηρεσία των Τσομπάνου.

  Όμως, παρέμενε και το γεγονός ότι είχαν αποδειχτεί ανεπαρκείς για την περίσταση. Η Λία Τσομπάνου, «ένα μυξιάρικο δεκάχρονο», όπως την αποκάλεσε ένας εκ των Ούγγρων στην μεταξύ τους μυστική κουβέντα, είχε ενεργήσει πιο έξυπνα απ’ αυτούς, αν συνέκρινε κανείς τη μια περίπτωση με την άλλη. «Αλλά, ευτυχώς, αυτό δεν απασχόλησε τον Βέλκαν ή τον γέρο» σχολίασε άλλος Ούγγρος.

  Μετά τις εξελίξεις, έπρεπε να αναθεωρήσουν για πολλά πράγματα. Όπως για το αν συνέφερε να κάνουν την επίθεση στο κάστρο. Αν δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς την οικία των αφεντικών τους, πώς θα οδηγούσαν μερικούς άσχετους χωριάτες εναντίον… βρικολάκων;

  Βρικόλακες. Όσο το σκέφτονταν, τόσο αδιανόητο τους φαινόταν. Στις λίγες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα, δηλαδή μετά την συνάντηση με τα αφεντικά τους, δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα για το τι έπρεπε να κάνουν ή για το αν οι ίδιοι θα δέχονταν ότι οι εχθροί τους ήταν όντως νεκροζώντανοι. Αυτό που είχαν σκεφτεί ήταν να προτείνουν την αναβολή της επίθεσης στο κάστρο, μέχρι να εξετάσουν καλύτερα την υπόθεση.

  Και τώρα, οι δύο εξ αυτών έβλεπαν με ικανοποίηση το χιόνι να συνεχίζει να πέφτει στο Μπραν. Σίγουρα και οι συνάδελφοί τους θα χαίρονταν με αυτή την εξέλιξη, γιατί μπορεί να χιόνιζε ήπια αυτή τη στιγμή, όμως, όπως υπέθεταν από τόσες άλλες προηγούμενες φορές, σταδιακά θα άλλαζε το σκηνικό, θα έπεφτε ομίχλη και οι ριπές από τον ουρανό θα ήταν σαν να πυροβολούσαν ταυτόχρονα χιλιάδες στρατιώτες.

  Δεν θα γινόταν καμιά επίθεση σήμερα. Πιθανώς, ούτε και αύριο.

  Αυτό σκέφτονταν, ενώ εισέρχονταν στην κατοικία των Τσομπάνου.

2 απαντήσεις στο “Η Εντολή της Κόμισσας – Πρώτο Μέρος – 3”

  1. Με μεγάλο σεβασμό και αγάπη σε ένα συγγραφέα που εκτιμώ.
    Το κείμενο είναι πολύ φλύαρο και η τρίτη σελίδα εντελώς άχρηστη.
    Λυπάμαι πολύ αν είμαι απότομη.

  2. Γεια σας! Σας ευχαριστώ που το διαβάσατε και που είπατε την άποψή σας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα στην τρίτη σελίδα είναι απλά ένας τρόπος για να προετοιμάσω το “έδαφος” ότι η κατάσταση θα κορυφωθεί. Θεώρησα ότι θα ήταν μια διαφορετική και ίσως και ενδιαφέρουσα ‘πινελιά’ στο κείμενο. Για τα υπόλοιπα αποσπάσματα, πρέπει να σκεφτούμε ότι βλέπουμε την άποψη/συμπεριφορά κλπ πολλών χαρακτήρων, δίνοντας όμως βάση σε ορισμένους. Οπότε, θα βγει και το κείμενο πιο εκτενές, απ’ ό,τι αν εστίαζα μονάχα σε δυο τρεις, για παράδειγμα. Θα λάβω υπ’ όψιν, όμως, το σχόλιό σας, για τα επόμενα κεφάλαια.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: