,

Καλημέρα Ζωή

«Υπομονή!», ακούς μια φωνή μέσα στο μυαλό σου τη στιγμή που τα μηχανήματα σε κρατούν πλέον στη ζωή. «Υπομονή, σε λίγο όλα θα τελειώσουν…»

Εσύ όμως δεν μπορείς να περιμένεις. Δεν μπορείς να αναπνεύσεις.

Περπατάς σε ένα τεντωμένο σκοινί. Τα πάντα γύρω σου καταρρέουν. Τα κτίρια γκρεμίζονται, ο κόσμος βουλιάζει στη σιωπή. Τα αεροπλάνα πέφτουν πάνω από το κεφάλι σου και οι θάλασσες υπερχειλίζουν. Οι βόμβες κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πετυχαίνουν τους στόχους τους﮲ στόχους που μόνο εκείνες μπορούν να δουν.

«Πώς σε λένε;», σε ρωτά μια πεταλούδα που πετάει δίπλα σου ζωηρή.

«Δεν θυμάμαι…», ψελλίζεις σκυθρωπή.

Και συνεχίζεις να περπατάς. Συνεχίζεις να προσπαθείς να κρατήσεις την ισορροπία σου σε ένα τεντωμένο σκοινί, που ενώνει τους δύο ψηλότερους ουρανοξύστες του κόσμου. Συνεχίζεις να περπατάς και προσπαθείς να προλάβεις πριν γκρεμιστούν από τους πολυάριθμους σεισμούς. Πριν η λάβα του ηφαιστείου, που θυμήθηκε τώρα να ξυπνήσει, τους καταπιεί.

Περπατάς σε ένα τεντωμένο σκοινί. Ακούς ουρλιαχτά πόνου, φωνές απελπισίας, ψαλμούς σε ψεύτικους, μαρμάρινους θεούς από τους οποίους προσπαθούν να κρατηθούν όλοι όσοι ψάχνουν μια λανθασμένη έστω σωτηρία. Τα αστέρια σβήνουν κι αρχίζουν να πέφτουν με ταχύτητα φωτός. Δημιουργούν τεράστιους κρατήρες﮲ κρατήρες που είναι έτοιμοι να καταπιούν τα πάντα﮲ κρατήρες που γεμίζουν με όσους πεθαίνουν και δεν χωρούν πλέον στη γη.

Τα μάτια σου γεμίζουν δάκρυα, καθώς βλέπεις την καταστροφή﮲ καθώς βλέπεις το θάνατο να θριαμβεύει και να εξαφανίζει τη ζωή. Όλα γύρω σου καταρρέουν.

«Πώς σε λένε;», σε ρωτάει πάλι η πεταλούδα.

«Δεν θυμάμαι…», ψιθυρίζεις.

Νευριάζεις. Γιατί σου μιλούν; Πρέπει να σε αφήσουν να συγκεντρωθείς. Περπατάς σε ένα τεντωμένο σκοινί. Κοιτάς απέναντι, όμως έχεις πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσεις. Κοντεύεις να χάσεις την ισορροπία σου, τη στιγμή που ο κόσμος γύρω σου τρεμουλιάζει﮲ τη στιγμή που όλα κρέμονται από μια πολύ, λεπτή κλωστή. Νιώθεις να πνίγεσαι. Νιώθεις να βουλιάζεις στο νερό ενώ βρίσκεσαι στον αέρα. Η ανάσα σου δεν βγαίνει. Γύρω σου αιωρούνται άνθρωποι με τα κεφάλια τους κλεισμένα σε σαπουνόφουσκες. Ώστε γι’ αυτό δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Βρίσκεσαι στο διάστημα, δεν βρίσκεσαι πλέον στη γη.

«Πώς σε λένε;!», ρωτά πιο δυνατά.

«Δεν θυμάμαι!», της φωνάζεις.

Περπατάς σε ένα τεντωμένο σκοινί. Οι ουρανοί ανοίγουν, οι αστραπές σκίζουν το πυκνό σκοτάδι και οι κεραυνοί σείουν τη γη. Οι ωκεανοί στερεύουν και τα θαλάσσια τέρατα βγαίνουν στην ακτή. Στα αυτιά σου φτάνουν μακρινές φωνές:

«Είναι το τέλος του κόσμου που ξέρουμε».

«Αν συνεχιστεί η εξάπλωση της πανδημίας, θα εξαλειφθεί η ανθρώπινη ζωή».

«Όλος ο κόσμος θα καταστραφεί».

«Δεν θα υπάρχουν πλέον άνθρωποι στη γη».

Κλείνεις τα αυτιά σου. Η βροχή των αστεριών δυναμώνει. Πόσο θα ήθελες να αγγίξεις ένα από αυτά… Πόσο θα ήθελες να ταξιδέψεις κι εσύ πάνω στη ράχη τους. Πόσο θα ήθελες να πάρεις αγκαλιά ένα μπαλόνι και να πετάξεις μακριά. Να ανέβεις ψηλά, να γίνεις μια μικρή κουκκίδα που θα αχνοφαίνεται και μετά να χαθείς στη λησμονιά. Χιλιάδες μπαλόνια πετούν τώρα γύρω σου. Τεντώνεις το χέρι. Προσπαθείς να πιάσεις ένα από αυτά.

«Κρατήσου λίγο ακόμα», ακούς μια φωνή τη στιγμή που ο αδύναμος σφυγμός σου αντηχεί σε ένα λευκό, φωτεινό δωμάτιο.

Κι εσύ προσπαθείς να κρατηθείς, τη στιγμή που το σκοινί κουνιέται και δεν μπορείς να προχωρήσεις παραπέρα. Ακούς τη μοναξιά να ουρλιάζει μέσα στο μυαλό σου. Ακούς τη λήθη να σου τραγουδάει γλυκά, ακούς το θάνατο να σε νανουρίζει κι εσύ κοντεύεις να κοιμηθείς. Κοντεύεις να παραδοθείς στο λευκό φως που σε περικυκλώνει. Δεν θέλεις να μείνεις άλλο στο σκοινί. Δεν μπορείς να κρατηθείς. Η ομίχλη πέφτει και πυκνώνει γύρω σου. Δεν μπορείς να δεις τίποτα πια.

«Βρήκαμε το φάρμακο», ακούς μια μακρινή φωνή στο μυαλό σου. «Την χάνουμε! Γρήγορα!»

Το σκοινί κόβεται. Ηλεκτρισμός διαπερνά ξαφνικά όλο σου το σώμα. Τραντάζεσαι. Ανοίγεις τα μάτια. Βλέπεις το λευκό δωμάτιο. Ποιοι είναι όλοι αυτοί που στέκονται γύρω σου; Πού βρίσκεσαι;

«Πώς σε λένε;», ακούς μέσα στο μυαλό σου τη φωνή της πεταλούδας.

Ετοιμάζεσαι να απαντήσεις, αλλά ένας άντρας με λευκή μπλούζα και μάσκα σε διακόπτει.

«Μη φοβάσαι, η θεραπεία βρέθηκε. Συνήλθες. Έξω μόλις ξημέρωσε. Καλημέρα Ζωή».

«Πώς σε λένε;», ρωτά πάλι η πεταλούδα.

«Με λένε Ζωή».

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: