,

Τα πορτοκάλια

“Πάντα έπινε πορτοκαλάδα γιατί λάτρευε τα πορτοκάλια… Από μωρό, έλεγε η μάνα της, τα λάτρευε! Στην αρχή της ξίνιζαν αλλά μετά έγινε η αγαπημένη της συνήθεια. Κάθε πρωί ξεκινούσε με μισό μπιμπερό, αργότερα έγινε ποτήρι κρασιού, μετά μισό νεροπότηρο και στο τέλος το ποτήρι ξεχείλιζε.

Της άρεσαν πολύ τα πορτοκάλια. Κάθε βδομάδα πηγαίναμε στη πορτοκαλιά του γείτονα και έκοβε ένα πορτοκάλι. Καθόμασταν στο πεζοδρόμιο και το ξεφλούδιζε με απίστευτη δεξιοτεχνία. Δεν ήθελε να χάσει κανένα κομμάτι. Το έκοβε στη μέση και το μοιραζόμασταν. Ήταν το εβδομαδιαίο μας ραντεβού εκτός σχολείου. Ξέραμε πως την τάδε μέρα, τη συγκεκριμένη ώρα θα ήμασταν μαζί στο πεζοδρόμιο. Κάτω από την πορτοκαλιά.

Και τα χρόνια περνούσαν και η σχέση μας γινόταν σαν τη σχέση της με τα πορτοκάλια. Τόσο δυνατή! Ήμασταν γειτονόπουλα από κούνια. Η μαμά της κολλητή με τη δικιά μου. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι ήταν γραφτό μας να μεγαλώσουμε μαζί. Ήμασταν συμμαθητές και καθόμασταν στο ίδιο θρανίο δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ήταν το μόνο θρανίο που μύριζε πορτοκάλι.

Ήξεραν όλη την εμμονή της. Όταν τελειώσαμε το δημοτικό η μαμά μου της έκανε δώρο έναν μεγάλο αποχυμωτή για να μπορεί να φτιάχνει μόνη της τον χυμό της πια. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο της έκαναν δώρο ένα βιβλίο με γλυκά μόνο από πορτοκάλι. Πόσα γλυκά, Θεέ μου, έφαγα εκείνο το καλοκαίρι! Μπισκότα πορτοκάλι, κέικ πορτοκάλι, πορτοκαλόπιτες, γλυκό του κουταλιού πορτοκάλι, κρέμα πορτοκάλι, σοκολατάκια πορτοκάλι, μους πορτοκάλι. Δε χόρταινα να τη βλέπω να μαγειρεύει, αλλά, μα τω Θεώ, έσκαγα στο φαγητό.

Στο λύκειο άρχισε λίγο να απομονώνεται. Διάβαζε σκληρά από την πρώτη λυκείου. Δε σταμάτησε λεπτό. Τη ρωτούσα να μου πει τα σχέδια της για το μέλλον αλλά εκείνη δεν έβγαζε μιλιά. Το καλοκαίρι της πρώτης λυκείου, έφυγε. Δεν είπε τίποτα, απλά ένα ωραίο πρωινό, χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού της και η μαμά της μου είπε ότι πήγε στον παππού της. Μου είχε αφήσει δώρο ένα μπουκάλι λικέρ πορτοκάλι.

Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που πέρασα μόνος μου το καλοκαίρι. Μου κακοφάνηκε που έλειπε, αλλά κατάλαβα γιατί έφυγε όταν τους είδα όλους μαυροφορεμένους ένα μεσημέρι του Ιουλίου. Ο παππούς της είχε φύγει και πήγε να του σταθεί. Όταν επέστρεψε την υποδέχτηκα με ένα ταψί πορτοκαλόπιτα. Χαμογέλασε και η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.

Εκείνο το καλοκαίρι τη φίλησα. Και το φιλί μας είχε γεύση πορτοκάλι. Ήταν τόσο όμορφη μέσα στα μαύρα της ρούχα που δεν κατάφερα να αντισταθώ. Τρόμαξε! Δε μου μίλησε μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία. Δεν εμφανίστηκε καν στα ραντεβού μας στην πορτοκαλιά. Δε μου άνοιγε την πόρτα όσο κι αν χτυπούσα.

Ο Σεπτέμβρης μας βρήκε στο ίδιο θρανίο. Με αγκάλιασε σφιχτά μετά από τόσο καιρό και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Για το φιλί δε μιλήσαμε ποτέ ξανά. Λες και δεν έγινε. Πόνεσε η καρδιά μου που η σχέση μας δε θα γινόταν κάτι άλλο πέρα από φιλική αλλά δεν άντεχα να τη χάσω. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, με φίλησε εκείνη. Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι κάτω από την πορτοκαλιά του γείτονα. Μετά το φιλί προσπαθήσαμε να μείνουμε φίλοι ξανά.

Στην τρίτη λυκείου όμως όλα άλλαξαν… Όταν κάναμε έρωτα πριν τις εξετάσεις. Ήταν πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου, να ξέρεις. Από εκείνη τη στιγμή ήμασταν μαζί και ξέραμε ότι θα ήταν για πάντα! Σπουδάσαμε, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε  και τώρα είμαστε εδώ…Μαζί σου…”.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε εκείνη ηλιοκαμένη κρατώντας άνθη πορτοκαλιάς στα χέρια. Ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί της. Από μικρό παιδάκι…

“Πάλι της λες την ιστορία με τα πορτοκάλια;”

“Κόρη μου είναι…Πρέπει να ξέρει!”

Έβαλε τα άνθη πορτοκαλιάς στο βάζο δίπλα στην κούνια της μικρής μας και έκατσε δίπλα μου. Τώρα πια ξέρω πως όλη μου η ζωή θα μυρίζει πορτοκάλι….Και, Θεέ μου, τη λατρεύω αυτή τη μυρωδιά!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: