,

Η γειτόνισσα

Κάθε πρωί την ακούω που μιλάει στο τηλέφωνο. Κάθε πρωί, πριν τη δουλειά. Φτιάχνω έναν καφέ στα γρήγορα, κάθομαι στην πολυθρόνα μου και την ακούω πίσω από την τοίχο που γελάει. Κάθε πρωί! Στο τέλος, κλείνει το τηλέφωνο λέγοντας “Καλημέρα μανούλα! Σ’ αγαπώ πολύ!”.

Τότε πετάγομαι από την πολυθρόνα και τρέχω σαν τον Βέγγο να βάλω παπούτσια, να κλείσω το παράθυρο, να βάλω μπουφάν, να πάρω τα σκουπίδια και να την πετύχω στο ασανσέρ. Μάταια! Πάντα, για κάποιον περίεργο λόγο, όταν εγώ ξεκλειδώνω, εκείνη μπαίνει στο ασανσέρ. Γκαντεμιά! Μια ακόμη χαμένη μέρα…

Μένω σε αυτό το διαμέρισμα επτά χρόνια. Το αγαπώ γιατί είναι στον τελευταίο όροφο. Είναι μικρό και έχει τεράστιο μπαλκόνι. Πριν πέντε χρόνια ήρθε εκείνη μαζί με τη μαμά της και μένουν στο ίδιο όροφο με εμένα. Τα μπαλκόνια μας είναι δίπλα δίπλα και οι τοίχοι είναι σαν τσιγαρόχαρτο. Την έχω δει ελάχιστες φορές μες σ’ αυτά τα πέντε χρόνια. Άλλα προγράμματα. Εκείνη, ως νοσοκόμα, δουλεύει νύχτα και εγώ φεύγω χαράματα για το σχολείο. Καμία επαφή.
Πριν δύο χρόνια η μαμά της έφυγε και έμεινε μόνη. Κάθε μέρα όμως μιλούν στο τηλέφωνο. Και μ’ αρέσει να την ακούω να μιλάει.

Μετά από μερικές μέρες η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι κλείνουν τα σχολεία. Η αρχή του κακού! Εγώ έμενα χωρίς δουλειά και εκείνη θα τραβούσε τον δικό της γολγοθά. Τα πρωινά δε γελούσε πια. Έπαιρνε τη μαμά της ένα γρήγορο τηλέφωνο και αυτό ήταν όλο. Οι κινήσεις της ήταν βίαιες. Την άκουγα που μιλούσε μόνη της, που έβριζε. Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι χτυπούσε πίσω της την πόρτα με δύναμη.
Είχε αλλάξει…

Έβλεπα στις ειδήσεις τα κρούσματα, τα ρεπορτάζ από τα νοσοκομεία, την άθλια κατάσταση του ιατρικού προσωπικού και καταλάβαινα. Σήκωνε τον δικό της σταυρό. Δε θυμάμαι τι ώρες άκουγα κλειδιά στην πόρτα. Ορισμένες φορές έκανε και δύο μέρες να επιστρέψει κι όποτε γύριζε απλά πετούσε τα πράγματά της και έβγαινε στο μπαλκόνι. Βρέξει, χιονίσει. Στηριζόταν στο κάγκελο κι άφηνε τα δάκρυά της να τρέξουν.

Τι μπορούσα να κάνω; Τι μπορούσα να της πω; Εγώ καθόμουν όλη μέρα στο σπίτι. Μαγείρευα, έτρωγα, έκανα γυμναστική, δούλευα από τον υπολογιστή, έβλεπα ταινίες και ξεκουραζόμουν. Εκείνη όμως όχι. Ξυπνούσα όμως απ’ τα χαράματα και περίμενα να την ακούσω. Έσερνε τα πόδια της και όταν μιλούσε στο τηλέφωνο είχε ζωγραφισμένη την απόγνωση στη φωνή.

“Πρέπει να μείνεις μέσα, μαμά! Είναι επικίνδυνα! Ο κόσμος δεν ακούει. Δεν συμμορφώνεται! Τα κρούσματα αυξάνονται συνεχώς. Όχι, μαμά. Δεν τρώω πια καλά. Δεν κοιμάμαι καλά και όλη μέρα είμαι στο νοσοκομείο. Ναι, μαμά. Το ξέρουν! Ο γιατρός μου δουλεύει στο ίδιο νοσοκομείο με εμένα και με παρακολουθεί. Με την πρώτη αδιαθεσία, θα γυρίσω σπίτι. Μην αγχώνεσαι! Προσέχω! Εσύ μείνε σπίτι!”.

Τότε θυμήθηκα… Πριν δύο χρόνια ήταν άρρωστη. Πολύ άρρωστη! Είχε ένα μικρόβιο στο αίμα που της αχρήστευε τα νεφρά και την είχε ρίξει στο κρεβάτι για μήνες. Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία και κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Φάρμακα στα φάρμακα, αντιβίωση στην αντιβίωση με στόχο να της σώσουν τα νεφρά. Θυμάμαι τη μαμά της ένα μεσημέρι να βγαίνει φορτωμένη από το ασανσέρ. Ξεκλείδωνα την πόρτα μου και την βοήθησα. Τότε, για να με ευχαριστήσει, μου έψησε έναν καφέ και μου τα είπε όλα.

Μετά από αυτό το τηλεφώνημα άλλαξαν τα σχέδια μου, άλλαξε και η καθημερινότητά μου! Κάθε μέρα της άφηνα ένα μεγάλο μπολ με φαγητό στην πόρτα. Κάθε μέρα! Της άφηνα γλυκά, μπισκότα, κουλούρια για τη δουλειά. Παράγγειλα και μια ανθοδέσμη. Μικρή αλλά πανέμορφη με μια κάρτα που έγραφε “Σε ευχαριστώ που εσύ δε μένεις σπίτι για εμάς!”.

Φοβόμουν ότι θα με περνούσε για κανέναν περίεργο τύπο που την παρακολουθούσε αλλά όχι. Την έβλεπα από το ματάκι όταν έπαιρνε το μπολ από την πόρτα που γυρνούσε και κοιτούσε την πόρτα μου χαμογελώντας. Ήξερε ότι ήμουν εγώ! Ήξερε ποιος είμαι και το γεγονός ότι δε με έβριζε, μου έδινε θάρρος.

Μια μέρα, τώρα από αυτές της καραντίνας, την άκουσα να κλαίει. Όχι έξω… Μέσα! Μιλούσε στο τηλέφωνο. “Έλα, μαμά! Δε θα πάω για δουλειά μερικές μέρες. Πρέπει να ξεκουραστώ! Όχι, όχι δεν έχω πυρετό αλλά έχω κάτι πόνους και μου είπε ο γιατρός να μείνω μέσα. Δεν κλαίω μωρέ μαμά. Αγχωμένη είμαι και ξεσπάω! Εντάξει, θα μιλήσουμε μετά. Γεια!”.

Ρούφηξε τη μύτη της και βγήκε στο μπαλκόνι. “Συγγνώμη! Είσαι εδώ;”. Άκουσα τη ραγισμένη της φωνή.
Βγήκα έξω και την είδα να με περιμένει στο χώρισμα με δύο κούπες καφέ.
“Τόσες μέρες με προσέχεις και με φροντίζεις χωρίς καν να ξέρεις το όνομά μου. Τώρα για μερικές μέρες δε χρειάζεται να μπαίνεις σε κόπο. Είναι σειρά μου να σε ευχαριστήσω ακόμα και αν θα μας χωρίζει αυτό το γυαλί. Με λένε Μαρίνα…”.

Πήρα την κούπα μου από τα χέρια της και της χαμογέλασα. “Χάρηκα πολύ Μαρίνα! Είμαι ο Πάνος…”.

Μία απάντηση στο “Η γειτόνισσα”

Απάντηση


%d