,

Της αγάπης πείσματα

Η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Ο Δώρος προχώρησε στη μισοσκότεινη σάλα, με τα λιγοστά ολοκαίνουρια έπιπλα, που ακόμα μύριζαν βερνίκι. Τα νευρικά βήματα, αντήχησαν απειλητικά στις πέτρινες πλάκες του δαπέδου. Πέρασε τη μικρή χαμηλή πόρτα στο βάθος του δωματίου σκύβοντας και στάθηκε με τα χέρια στη μέση. Tο μελαχρινό του πρόσωπο ήταν κατακόκκινο.

“Καλώς τον!” τιτίβισε η Αργυρία, μια νεαρή όμορφη κοπέλα. “Τράβα να πλυθείς και κάθισε, το φαγητό είναι έτοιμο! Αυτή τη φορά το πέτυχα! Βέβαια και το χθεσινό, που ‘λεγες πως δεν σ` άρεσε, να, το έκανες και μετά ροχάλιζες όλο το βράδυ!” είπε και του γύρισε την πλάτη, για να τραβήξει με προσοχή μια πήλινη γάστρα από το χτιστό φούρνο.

Ο Δώρος όμως έστεκε ακόμα στο άνοιγμα της πόρτας αγνοώντας τη γαργαλιστική μυρωδιά του ψητού και καταβάλλοντας φιλότιμη προσπάθεια, προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας βαθιές ανάσες.

Η Αργυρία γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας του αθώα.

“Καθώς ερχόμουν…” είπε προσπαθώντας να κρατήσει τον τόνο της φωνής του ουδέτερο. “Συνάντησα τη Χρούσω”

“Α ναι;” έκανε αδιάφορα εκείνη. Πήρε δύο πιάτα από την επιτοίχια πιατοθήκη και τα απέθεσε στο τραπέζι.

“Ναι, και ξέρεις τι μου πε;” τη ρώτησε απότομα

“Πού να ξέρω;” απάντησε αδιάφορα εκείνη και του γύρισε πάλι την πλάτη. Εκείνος προχώρησε σφίγγοντας τις γροθιές του.

“Δεν ξέρεις ε;” γρύλισε. Ανασήκωσε αδιάφορη τους ώμους της. Ο Δώρος δεν άντεξε. Προσπέρασε το τραπέζι, που τους χώριζε, την άρπαξε απότομα από τον ώμο γυρνώντας τη και έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό της.

“Μου ‘πε, πως πέρασε από δω και ΄συ αγόρασες βοτάνια, που να βοηθάνε με το πρόβλημά μου. Αν και ως νιόπαντρος λέει, δεν θα έπρεπε καν να ‘χα αυτό το πρόβλημα.” είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. “Ποιο είναι το πρόβλημα μου Αργυρία;” την ρώτησε επιτακτικά.

“Αφού ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου” του είπε διφορούμενα εκείνη, με μάτια που έλαμπαν από πονηριά και κάνοντας προσπάθεια να μη χαμογελάσει, τίναξε τον ώμο της για να ελευθερωθεί και απομακρύνθηκε σε ασφαλή απόσταση. Την κοίταξε αποσβολωμένος.

“Μα καλά θα με τρελάνεις; Εγώ φταίω που δεν; Γιατί δεν της είπες πως έχεις περίοδο;”

“Τι να της πω, θα γέλαγε! Δύο ΄βδομάδες περίοδο!” ξέσπασε σε γέλια εκείνη. 

“Αυτό μόνο εσύ θα το πίστευες! Χάφτη” του ‘πε κοροϊδευτικά ανάμεσα στα γέλια της.

Το σαγόνι του κρέμασε.

“Δεν έχεις;”

Το γέλιο της κόπηκε στη μέση.

“Πως έχω, για σένα θα έχω πάντα αίμα!” έκρωξε η Αργυρία και πιάνοντας ένα μεγάλο μαχαίρι με περίτεχνη λαβή άρχισε να κόβει νευρικά ένα αχνιστό καρβέλι.

“Μα γιατί;” ψέλλισε εκείνος μπερδεμένος.

“Γιατί; Γιατί θέλω ότι όλες οι κοπέλες. Θέλω ο άντρας μου να με αγαπά και να με κάνει δική του από αγάπη. Όχι, επειδή είχα την πιο μεγάλη προίκα, ούτε γιατί ήμουν η καλύτερη επιλογή ανάμεσα στην στραβοκάνα Θεώνη και την αλλήθωρη Μαριώ, τα δικά σου λόγια χρησιμοποιώ!”. Ο Δώρης έβαλε τα γέλια, θυμούμενος τα λόγια που της είπε, καθώς χόρευαν στο γάμο τους, για να την πειράξει.

Η Αργυρία του έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος με το μαχαίρι να στέκεται όρθιο, απειλητικό.

“Αφού δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, να ολοκληρωθεί αυτός ο γάμος, εξαιτίας σου, λογικό είναι η Χρούσω, να σκεφτεί ότι είσαι ανίκανος. Και ξέρεις πώς είναι αυτές οι γριές κουτσομπόλες. Μέχρι αύριο θα το ξέρει όλο το χωριό” είπε κοιτώντας τον προκλητικά. Το πρόσωπό του βάφτηκε κόκκινο και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους.

“Θες να μάθεις την αλήθεια, γιατί σε παντρεύτηκα μπελά μου;” ούρλιαξε καθώς οι γροθιές του προσγειώθηκαν στο τραπέζι κάνοντας τα γυαλικά να βογγήξουν. “Θα σου πω γιατί σε παντρεύτηκα! Σε παντρεύτηκα για να σε κάνω να υποφέρεις! Να σε βασανίζω κάθε μέρα! Όπως με βασανίζεις εσύ, από τότε που είμαστε μικρά, με τις πλάκες σου και τις κοροϊδίες σου. Που για χάρη σου ακόμα με φωνάζουν Χάφτη, για τότες που είπες πως έπεσε στο πηγάδι ο Γιώργης και τους φώναξα όλους να τον βγάλουν. Μη θυμηθώ και τότες, που έβαζες το Μαρικάκι να μου φέρνει ραβασάκια, τάχατες από την Άφρω και το ρεζιλίκι μου σαν…” έκοψε τον λόγο του παίρνοντας βαθιές ανάσες. Την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια που πέταγαν φλόγες. “Θα γίνει λοιπόν η ένωσή μας, γυναικούλα μου, είτε με το καλό είτε με το άγριο!” έκρωξε  καθώς την πλησίαζε αργά.

“Ώστε έτσι ε;”

“Έτσι!”

“Μην τολμήσεις να πλησιάσεις άλλο!” του φώναξε κραδαίνοντας το μαχαίρι προσπαθώντας να ακουστεί αποφασισμένη, καθώς οπισθοχωρούσε. Κοίταξε μια αυτόν και μια το μαχαίρι, που κρατούσε και χαμογέλασε σαρδόνια.

“Δε φταίω εγώ που εσύ είσαι εγωίσταρος και δεν το ομολογείς!” του φώναξε νευριασμένη

“Τι να ομολογήσω;”

“Ότι μ`αγαπάς!”

“Χα” της είπε προκλητικά

“Θα στο αποδείξω!” του ούρλιαξε φανερά εκνευρισμένη και ξαφνικά έστριψε το μαχαίρι προς το μέρος της, το κράτησε με τα δύο της χέρια και το ΄μπήξε με δύναμη στην κοιλιά της. Ο Δώρος κάτι προσπάθησε να πει, μα πάγωσε, έγινε πελιδνός και τρέμοντας ολόκληρος διέσχισε τα λίγα βήματα που τον χώριζαν από την πεσμένη φιγούρα. Τα γόνατα του λύθηκαν και γονάτισε δίπλα της. Εκείνη βόγγηξε διπλωμένη στα δυο.

“Αργυρία’ κατάφερε να ψελλίσει και άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του. “Είσαι τρελή; Τι έκανες; Μίλα μου! Αγάπη μου, μπελά μου! Γιατί το ΄κανες αυτό; Γιατί; Εγώ σε αγαπώ, ψέματα σου ‘λεγα. Ψέματα. Για να σε τσαντίσω. Για τις τόσες φορές που με…” η φωνή του πνίγηκε από ένα λυγμό και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του.

“Ορίστε, τόσο δύσκολο ήταν;” ακούστηκε περιπαικτική η φωνή της Αργυρίας, που ανασηκώθηκε και του σκάσε ένα ζωηρό φιλί στο μάγουλο.

“Και εγώ σε αγαπώ ανόητε! Για αυτό σου ‘κανα όλα αυτά τα χουνέρια. Αλλά εσύ, πού να το καταλάβεις!” είπε χασκογελώντας και μ’ ένα πήδο στάθηκε όρθια. Εκείνος έχασε τη μιλιά του. Την κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα και τα δάκρυα ακόμα να κυλάν στα μάτια του.

“Άντε να φάμε τώρα, γιατί θα κρυώσει το φαί και έγινε λουκούμι!” του είπε γελώντας και έπαιξε με τη λάμα του μαχαιριού, που μπαινόβγαινε στην περίτεχνη λαβή. Ο Δώρος κοίταξε το μαχαίρι και γούρλωσε τα μάτια του.

“Καλό ε; Το πήρα από μια θεατρίνα, που πέρασε με το μπουλούκι πριν κάνα δυο χρόνια από το χωριό. Μου ‘λεγε να τους ακολουθήσω, γιατί έχω ταλέντο!” κόμπασε με νάζι.

“Θα σε σκοτώσω! Μα τον Χριστό θα σε σκοτώσω!” ούρλιαξε και οι φλέβες του διαγράφηκαν στις σφιγμένες του γροθιές, καθώς πετάχτηκε πάνω. Η Αργυρία ούρλιαξε και έτρεξε πίσω από το τραπέζι.

“Θα σε πιάσω και θα σε σκοτώσω!” της γρύλισε.

‘Έλα βρε ψυχή μου! Δεν φταίω εγώ. Εσύ με ανάγκασες, αφού δεν το ‘μολογούσες! Έκανα υπομονή, τόσα χρόνια! Πόση υπομονή πια να κάνω; Δύο εβδομάδες παντρεμένοι και το κορμί να καίγεται.” Ο Δώρος έκανε μια προσποίηση και ξαφνικά την κόλλησε στο τοίχο.

“Να καίγεται ε;” τη ρώτησε σιγανά και έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό της. Εκείνη πετάρισε τις βλεφαρίδες της και τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα. Τα χείλη τους ενώθηκαν στην αρχή αδέξια και έπειτα γεμάτα πάθος. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, τη μετέφερε φιλώντας τη στην κρεβατοκάμαρα και καθώς την ξεγύμνωσε με βίαιες κινήσεις, της ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό.

“Έτσι βόγκα! Βόγκα να μας ακούσει όλο το χωριό!”. Εκείνη χασκογέλασε. Κάποια στιγμή θα του πει ότι αγόρασε βοτάνια για το ροχαλητό του, μα σήμερα δεν τα χρειάζονταν, δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να κοιμηθεί.

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: