Ο αστυνόμος Γκάι Σάντερς κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια και το κουρασμένο βλέμμα του, πρόδιδαν τις αυπνίες που τον βασάνιζαν τις τελευταίες μέρες. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έτριψε τους κροτάφους του.
Εδώ και αρκετό καιρό, ένας φονικός ιός που μεταδιδόταν με τα σταγονίδια του φτερνίσματος και του βήχα, είχε εξαλείψει την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού. Ο περισσότερος κόσμος έμενε κλεισμένος μέσα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που έκανε μια ύστατη προσπάθεια να περιορίσει τη μετάδοση. Αυτή η κατάσταση όμως, είχε ως αποτέλεσμα την εξάπλωση ενός εξίσου θανατηφόρου – όχι για τη ζωή τους, αλλά για το μυαλό τους – ιού, του φόβου και της παράνοιας. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν να βγουν από το σπίτι τους. Προτιμούσαν μέχρι και να πεθάνουν από την πείνα, παρά να ψωνίσουν τα είδη πρώτης ανάγκης. Όσοι τολμούσαν να κυκλοφορήσουν έξω, πάθαιναν κρίσεις πανικού, αφού νόμιζαν πως κάθε μέρα θα ήταν η τελευταία τους, νόμιζαν πως κάτι αόρατο τους άγγιζε, τους μόλυνε και η ασθένεια εξαπλωνόταν ήδη μέσα τους κι έτρωγε τα σωθικά τους. Κοιτούσαν με καχυποψία εκείνους που τύχαινε να συναντήσουν και περνούσαν αμέσως στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Αν κάποιος τους ακουμπούσε κατά λάθος, του επιτίθονταν αμέσως με βρισιές και πολλές φορές χειροδικίες.
Το επάγγελμα του Γκάι, ήταν από τα ελάχιστα που συνέχιζε να λειτουργεί και μάλιστα με πολλές υπερωρίες, καθώς τα εγκλήματα αυξάνονταν συνεχώς, όπως και τα θύματα του φονικού ιού.
«Το μυαλό…» σκέφτηκε «η αρρώστια του μυαλού είναι η πιο επικίνδυνη. Πολλές φορές η γραμμή που χωρίζει την τρέλα από τη λογική είναι τόσο λεπτή, που αρκεί το παραμικρό τράνταγμα για να την κόψει».
Αυτό είχε συμβεί και στον Τρέβορ Ουάτκινς. Ο Τρέβορ Ουάτκινς, ένας φιλήσυχος άνθρωπος και διακεκριμένος γυναικολόγος, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Ήταν εκείνος για τον οποίο οι γείτονές του θα έλεγαν «Πολύ καλό παιδί. Σπουδαγμένο. Δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα έκανε μια τέτοια αποτρόπαιη πράξη!». Κι όμως την έκανε. Όντας θρησκόληπτος, όντας πεπεισμένος πως η πανδημία εξυπηρετούσε έναν απώτερο σκοπό, πως ήταν το σχέδιο του Θεού για να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους, αποφάσισε να αναλάβει δράση και να απαλλάξει τον κόσμο από όλους τους αμαρτωλούς. Το τελευταίο του θύμα, η πελάτισσά του Σόφι Γκίλιαμσον, είχε κάνει την αμαρτία – κατά τη γνώμη του – να μείνει έγκυος ενώ ήταν ανύπαντρη. Την απήγαγε λοιπόν με σκοπό να τη σκοτώσει. Η μητέρα της όμως ανησύχησε γιατί η κόρη της δεν επέστρεψε μετά από την επίσκεψη στο γιατρό και δήλωσε την εξαφάνισή της στην αστυνομία. Εκείνοι ψάχνοντας, κατέληξαν στον Ουάτκινς. Αν και στο σπίτι του βρήκαν αποδείξεις που τον ενοχοποιούσαν και για τα προηγούμενα θύματα, εκείνος αρνιόταν να ομολογήσει﮲ αρνιόταν να αποκαλύψει πού την είχε φυλακισμένη.
Ο Γκάι αναστέναξε. Το μόνο που του έδινε κουράγιο, ήταν ότι σήμερα θα ξαναέβλεπε τη γυναίκα του, τη Σέριλ. Η Σέριλ, γνωστή λοιμωξιολόγος είχε ταξιδέψει στην Κίνα για να συναντήσει έναν άντρα στο αίμα του οποίου είχαν βρεθεί αντισώματα κατά του φονικού ιού. Η επιστημονική κοινότητα ήταν πεπεισμένη, πως αυτός ήταν η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Επέστρεφε λοιπόν σήμερα μαζί του με ιδιωτικό αεροσκάφος, αφού όλες οι άλλες πτήσεις από και προς την Αμερική είχαν απαγορευτεί.
Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν περασμένη. Θα έπρεπε να είχε ήδη προσγειωθεί. Γιατί δεν του τηλεφώνησε;
«Ίσως είχε καθυστέρηση» καθησύχασε τον εαυτό του.
Κλείδωσε το αμάξι. Έριξε μια ματιά στον συννεφιασμένο, φθινοπωρινό ουρανό που προμήνυε βροχή και διέσχισε βιαστικά την έρημη, κεντρική πλατεία της πόλης.
«Νεαρέ!» άκουσε μια φωνή πίσω του.
Γύρισε απότομα. Μια γριά τσιγγάνα τον κοιτούσε έντονα. Ο Γκάι κοντοστάθηκε, προσπαθώντας να καταλάβει πώς εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά. Εκείνη τον πλησίασε. Το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο από τις ρυτίδες, αλλά τα κατάμαυρα μάτια της έδειχναν γεμάτα ζωή. Τα χέρια της ήταν γεμάτα ρόζους και κούτσαινε από τη δεξιά μεριά.
«Άσε με να σου πω τη μοίρα σου…» είπε κι έκανε να του πιάσει το χέρι.
Ο Γκάι τραβήχτηκε.
«Παράτα με γιαγιά!» της πέταξε κι έκανε να φύγει.
Εκείνη τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο.
Γύρισε και την κοίταξε τραβώντας το χέρι του νευριασμένος.
«Μην με αγγίζεις!» έκανε έξαλλος. «Κυκλοφορεί ένας φονικός ιός!»
«Γνωρίζεις για το φαινόμενο της πεταλούδας;» τον ρώτησε αμέσως.
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες.
Φαινόμενο της πεταλούδας… Κάπου είχε ακούσει αυτή την έκφραση. Κάπου…
«Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα», συμπλήρωσε τη σκέψη του η τσιγγάνα. «Για κάθε δράση, υπάρχει μια αντίδραση. Πρέπει μόνο να είναι η σωστή», του είπε κοφτά.
«Τι εννο…» πήγε να τη ρωτήσει
Μια δυνατή βροντή όμως, διέκοψε τη φράση του. Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς.
«Μην ανησυχείς και μην προσπαθείς για πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Μόνο για εκείνα που μπορείς!» είπε η γριά τσιγγάνα.
Άρχισε να απομακρύνεται, χωρίς να δίνει σημασία στη βροχή.
Ο Γκάι βλαστήμησε δυνατά.
***
Το αεροπλάνο τραντάχτηκε απότομα. Η Σέριλ έσφιξε τα μπράτσα του καθίσματος και κράτησε την αναπνοή της.
«Παρακαλώ μείνετε ψύχραιμοι και δέστε τις ζώνες σας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας» ακούστηκε μέσα στην καμπίνα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα ακόμα πιο δυνατό τράνταγμα. Τα φώτα τρεμόπαιξαν.
***
Δυο άντρες βρίσκονταν μέσα σε ένα δωμάτιο περιστοιχισμένο από παράθυρα. Τα σκούρα σύννεφα το περικύκλωναν απειλητικά. Οι σταγόνες της βροχής, χτυπούσαν στα τζάμια με μανία. Εκείνοι έπαιζαν μια παρτίδα σκάκι που συνεχιζόταν πολύ καιρό. Ο ένας ήταν ντυμένος στα λευκά. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν πιασμένα αλογοουρά στη βάση του αυχένα. Ο άλλος ήταν μελαχρινός με μια μοϊκάνα στη μέση του ξυρισμένου του κρανίου. Φορούσε μαύρα.
«Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να τα παρατήσεις;» ρώτησε ο τελευταίος χαμογελώντας στραβά.
Κούνησε το πιόνι του μερικά τετράγωνα.
«Όχι ακόμα», απάντησε ήρεμα ο άλλος και ανταπέδωσε την κίνηση.
«Έλα τώρα…» έκανε μειλίχια. «Τόσο καιρό το παλεύεις, τόσο καιρό με μαρκάρεις στενά, αλλά δεν έχεις καταφέρει να με νικήσεις κι από ότι φαίνεται δεν θα το καταφέρεις ποτέ…» είπε αργόσυρτα.
Εκείνη τη στιγμή ένας κεραυνός έσκισε τα πυκνά σύννεφα και μια δυνατή βροντή έσπασε τον μονότονο ήχο της βροχής. Ο ξανθός δεν μίλησε, αλλά μετακίνησε το πιόνι του.
***
Η Σόφι ξύπνησε μέσα σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Ήταν ξαπλωμένη κάπου, που ήταν σκληρά και κρύα. Έκανε να σηκωθεί αλλά κάτι την εμπόδιζε. Χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα. Πήρε βαθιές ανάσες και κοίταξε τη φουσκωμένη κοιλιά της. Είχε ήδη μπει στον μήνα της.
«Πού βρίσκομαι;» φώναξε πανικόβλητη. «Πού είμαι, τι είναι εδώ; Με ακούει κανείς;! Βοήθεια!»
***
Ο Γκάι άνοιξε την πόρτα του αστυνομικού μεγάρου. Τα ρούχα του έσταζαν κι είχε ήδη αρχίσει να κρυώνει. Έτρεξε προς το μπάνιο. Σκούπισε το πρόσωπό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Τα σημάδια της ταλαιπωρίας ήταν αποτυπωμένα πάνω του. Βλαστήμησε και πάλι. Βγήκε έξω φουριόζος και κατευθύνθηκε προς τον πρώτο όροφο. Αγνόησε τα περίεργα βλέμματα που ήταν καρφωμένα πάνω του και όρμησε μέσα στο γραφείο. Η Μόιρα, μια νεαρή αστυνομικός, ήταν ήδη εκεί και τακτοποιούσε τους φακέλους.
«Γκάι!» αναφώνησε βάζοντας το χέρι στο στήθος της. «Με τρόμ… Είσαι μούσκεμα!» έκανε όταν τον είδε καλύτερα.
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω» μουρμούρισε ενοχλημένος εκείνος. «Είχαμε κανένα νέο από τον Ουάτκινς;» ρώτησε στη συνέχεια.
«Όχι ακόμα» κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο Σπίντερ όμως δοκιμάζει μια νέα μέθοδο ανάκρισης μήπως και καταφέρει να του αποσπάσει κάτι».
«Μάλιστα ελπίζω να έχει αποτέλεσμα…» σχολίασε ο Γκάι, «γιατί ο…»
***
«…χρόνος τελειώνει…» χαμογέλασε αυτάρεσκα ο μαυροντυμένος άντρας και κούνησε το πιόνι του. «Ξέρεις… θα μπορούσες απλά να παραιτηθείς και να αποφύγεις την πανηγυρική ήττα. Θα ήταν πιο εύκολο και για τους δυο μας, δεν νομίζεις;» είπε και του έκλεισε το μάτι.
«Πιο εύκολο για σένα εννοείς…» απάντησε ήρεμα ο άλλος κι έκανε την κίνησή του.
Ο αντίπαλός του στένεψε τα μάτια. Το φως της αστραπής που καθρεφτίστηκε μέσα τους, προανήγγειλε τον εκκωφαντικό ήχο που θα ακολουθούσε.
***
Το αεροπλάνο συνέχιζε να τραντάζεται. Η Σέριλ κοίταξε από το παράθυρο τους κεραυνούς που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Στη συνέχεια στράφηκε προς τον άντρα που καθόταν δίπλα της. Είχε γείρει το κεφάλι στην πλάτη της θέσης του. Τα μάτια του ήταν ερμητικά κλειστά. Τα χείλη του σχημάτιζαν λόγια βουβά. Κρατούσε κι εκείνος σφιχτά τα μπράτσα του καθίσματος. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων του είχαν ασπρίσει.
***
Η Σόφι είχε ιδρώσει. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να εφαρμόσει τις αναπνοές που της είχαν διδάξει στα μαθήματα τοκετού, αλλά δεν τα κατάφερε. Και τότε, ένιωσε κάτι υγρό ανάμεσα στα πόδια της.
«Όχι…» μουρμούρησε και κοίταξε την κοιλιά της. «Όχι, έσπασαν τα νερά… Κάνε υπομονή μωρό μου… κάνε υπομονή… Βοήθεια!» αντήχησε το ουρλιαχτό της στο άδειο κτίριο.
***
«Γκάι! Πρέπει να το δεις αυτό!» του φώναξε η Μόιρα.
Εκείνος άφησε τον καφέ πάνω στο γραφείο και βγήκε έξω. Ήταν όλοι όρθιοι, μαζεμένοι μπροστά στην τηλεόραση. Στένεψε τα μάτια και άκουσε προσεκτικά.
«…το ιδιωτικό αεροσκάφος στο οποίο επιβαίνει η γνωστή λοιμωξιολόγος Σέριλ Σάντερς και ο Σεκούνγκ Λι, ο άντρας που ίσως να αποτελεί το κλειδί στη θεραπεία κατά του φονικού ιού εξαιτίας του οποίου κινδυνεύει να εξαλειφθεί όλη η ανθρωπότητα, έχει χαθεί από τα ραντάρ. Στην τελευταία επικοινωνία του με τον πύργο ελέγχου, ο πιλότος είχε δηλώσει πως η καταιγίδα τον εμπόδιζε να προσγειωθεί. Δεν θα μπορούσε όμως να κάνει κύκλους για πολλή ώρα ακόμα, καθώς τα καύσιμα είχαν σχεδόν τελειώσει…»
«Γκάι;» τον κοίταξε ανήσυχη η Μόιρα.
Εκείνος δεν απάντησε. Στο μυαλό του τριγύριζαν οι φράσεις που είχε μόλις ακούσει: «…έχει χαθεί από τα ραντάρ… τα καύσιμα είχαν σχεδόν τελειώσει…»
***
Ο μαυροντυμένος άντρας χαμογελούσε στραβά.
«Πλησιάζουμε στο τέλος ξέρεις…» έκανε αργόσυρτα.
«Το ξέρω», είπε ήρεμα ο άλλος κι έκανε την κίνησή του.
***
Ο Γκάι ένιωθε να πνίγεται. Έφυγε τρέχοντας και όρμησε μέσα στο αυτοκίνητό του. Άρχισε να οδηγεί γρήγορα αγνοώντας την καταρρακτώδη βροχή που σχημάτιζε ποτάμια πάνω στο τζάμι. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν σαν τρελοί. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ανέπτυξε ταχύτητα. Είχε τη λανθασμένη αίσθηση πως αν έτρεχε αρκετά, θα μπορούσε να προλάβει το κακό, θα μπορούσε να προλάβει το αεροπλάνο, να το σταματήσει και να σφίξει και πάλι στην αγκαλιά του τη γυναίκα του. Η διαδρομή που ακολουθούσε τελείωνε στη θάλασσα. Φρέναρε απότομα. Σταμάτησε την τελευταία στιγμή, λίγο πριν χτυπήσει τις προστατευτικές μπάρες που εμπόδιζαν την είσοδο στα οχήματα. Έσβησε τη μηχανή. Άνοιξε το ραδιόφωνο κι έγειρε το κεφάλι του στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Έπεσε πάνω σε ένα ακόμα δελτίο ειδήσεων.
«Ντέρεκ είχαμε κανένα νέο από το αεροσκάφος;» ρώτησε η δημοσιογράφος.
«Δυστυχώς όχι Κριστίνα. Πολύ φοβάμαι πως αν δεν κοπάσει η καταιγίδα, τα νέα θα είναι άσχημα για όλους μας. Η τελευταία ελπίδα όλης της ανθρωπότητας βρίσκεται εκεί».
Ο Γκάι το έκλεισε απότομα. Το αεροπλάνο είχε χαθεί από τα ραντάρ. Τα καύσιμα τελείωναν. Η Σέριλ βρισκόταν μέσα στο αεροπλάνο. Η Σέριλ και η πιθανή σωτηρία όλης της ανθρωπότητας. Δεν τον ενδιέφερε η σωτηρία της ανθρωπότητας αυτή τη στιγμή. Τον ένοιαζε μόνο η σωτηρία της Σέριλ.
«Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα» του είχε πει η τσιγγάνα.
Να τώρα που μια καταιγίδα είχε προκαλέσει τυφώνα στη ζωή του, έναν τυφώνα που δεν μπορούσε κανείς να σταματήσει﮲ κανείς παρά μόνον ο…
«Θεός!» κάγχασε.
Δεν πίστευε στον Θεό. Αυτή τη στιγμή όμως, είχε τόση ανάγκη να προσευχηθεί και να Του ζητήσει να τη σώσει, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πάρει τη δική του ζωή σε αντάλλαγμα για τη δική της.
Ο ήχος του κινητού που χτύπησε, διέκοψε τις σκέψεις του.
«Παρακαλώ», έκανε χωρίς να κοιτάξει το όνομα στην οθόνη.
«Γκάι!» ήταν η Μόιρα. «Ο Ουάτκινς ομολόγησε!»
Εκείνος δεν την άκουγε. Το μυαλό του ήταν ακόμα στο αεροπλάνο. Τότε τα λόγια της τσιγγάνας ήρθαν και πάλι στο μυαλό του.
«Μην ανησυχείς και μην προσπαθείς για πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Μόνο για εκείνα που μπορείς!»
«Γκάι με ακούς;!» τον ρώτησε η Μόιρα.
«Ναι!» απάντησε αμέσως.
Είχε δίκιο η τσιγγάνα.
«Ναι, σε ακούω!» πρόσθεσε και την άφησε να μιλήσει. «Ωραία!» έκανε μόλις τελείωσε, «Είμαι κοντά στο μέρος που είπε ότι την έχει. Θα πάω από εκεί!»
Έκλεισε τη γραμμή χωρίς να περιμένει απάντηση.
***
Η Σόφι πονούσε. Πονούσε φριχτά κι ανέπνεε γρήγορα. Ένιωθε ότι το μωρό ετοιμαζόταν να βγει.
«Κάνε λίγο υπομονή μωρό μου…» βόγκηξε. «Λίγο υπομονή…».
Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε με θόρυβο.
«Βοήθεια!» φώναξε επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις της. «Βοήθεια, είμαι εδώ!».
Ο Γκάι έτρεξε προς το μέρος της. Την έλυσε και τη βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνη τρέκλισε και κράτησε την κοιλιά της. Το κινητό του χτύπησε και πάλι.
«Γκάι!» ήταν η Μόιρα. «Μου τηλεφώνησε ο Σπίντερ! Ο Ουάτκινς, δεν είναι μόνος του. Έχει συνεργό, τον Μάλκολμ Ντούλιν. Μαζί τα σχεδίασαν όλα. Είμαστε ήδη στο δρόμο! Ερχόμαστε! Μην κάνεις τίποτα, μπορεί να είναι ήδη μέσα. Μπορεί να…»
Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Όλα μαύρισαν.
Δεν ήξερε πόσο είχε μείνει αναίσθητος. Όταν όμως συνήλθε, είδε τη Σόφι να στέκεται τρομοκρατημένη δίπλα στον πάγκο και τον Μάλκολμ να τη σημαδεύει με το όπλο που έκλεψε από αυτόν. Το βλέμμα του ήταν παρανοϊκό. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό του. Σήκωνε συνεχώς το τρεμάμενο χέρι του και χτένιζε τα λιγδωμένα μαλλιά του προς τα πίσω.
«Θα τελειώσω αυτό που αρχίσαμε…», μουρμουρούσε. «Θα…»
Σηκώθηκε ζαλισμένος.
«Μάλκολμ!» του φώναξε.
Εκείνος αναπήδησε κι έστρεψε το όπλο προς το μέρος του. Ο Γκάι σήκωσε τα χέρια.
«Μάλκολμ», επανέλαβε. «Όλα τελείωσαν. Η αστυνομία είναι καθ’ οδόν. Άσε το όπλο και θα…»
«Βούλωσ’ το!» φώναξε εκείνος. «Θα τελειώσω αυτό που άρχισα!»
Ο Γκάι έκανε να τον πλησιάσει.
«Μείνε εκεί που είσαι!» ούρλιαξε.
Εκείνος πάγωσε στη θέση του. Σειρήνες ακούστηκαν από μακριά. Ο Μάλκολμ έστρεψε το όπλο προς τη Σόφι. Το απασφάλισε. Το δάχτυλό του, άρχισε να τραβάει τη σκανδάλη.
***
«Γιατί θέλεις να τους σώσεις;» ρώτησε ο μαυροντυμένος άντρας. «Πες μου έναν λόγο! Τόσα χρόνια, τόσες χιλιάδες χρόνια, δεν έμαθαν τίποτα. Συνεχίζουν να σκοτώνουν. Συνεχίζουν να καταστρέφουν τον κόσμο που Εσύ δημιούργησες. Κλέβουν! Κάνουν πολέμους! Εξαπατούν! Δολοφονούν ανθρώπους για το χρήμα, την εξουσία. Πουλάνε θάνατο ενώ υπόσχονται μια καλύτερη ζωή. Σκοτώνουν και βιάζουν γυναίκες! Σκοτώνουν και βιάζουν παιδιά! Κάνουν όλες τις αμαρτίες που Εσύ τους τόνισες να αποφεύγουν. Δεν σέβονται τη φύση. Δεν σέβονται τον πλανήτη τους, δεν σέβονται τα ζώα! Δεν σέβονται καν τη ζωή που Εσύ τους έδωσες! Δεν σέβονται Εσένα Τον ίδιο! Σε κοροϊδεύουν! Σε βρίζουν! Βλαστημούν! Κάνουν εγκλήματα στο όνομά Σου για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πράξεις! Άσε την καταιγίδα να ξεσπάσει σε όλο της το μεγαλείο! Άσε το αεροπλάνο να πέσει μαζί με τη σωτηρία τους! Στείλ’ τους όλους στον διά…» κόμπιασε. «Στείλ’ τους όλους σε μένα! Γιατί επιμένεις να συνεχίζεις αυτή την παρτίδα και δεν παραιτείσαι;» ξέσπασε.
***
Ο Γκάι ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
«Για κάθε δράση, υπάρχει μια αντίδραση. Πρέπει μόνο να είναι η σωστή», του είχε πει η τσιγγάνα.
Ήξερε πως ο Μάλκολμ θα πυροβολούσε τη Σόφι πριν πυροβολήσουν τον ίδιο οι αστυνομικοί. Κι εκείνος, βρισκόταν πιο κοντά στη Σόφι, παρά στον Μάλκολμ για να του ορμήσει και να τον σταματήσει.
«Συγχώρεσέ με Σέριλ… Σε αγαπάω..” σκέφτηκε δυνατά τη στιγμή που έτρεχε προς το μέρος της κοπέλας κι έμπαινε μπροστά της για να εμποδίσει τη σφαίρα να τη χτυπήσει.
***
«Γιατί πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα παλεύουν για να σώσουν τους άλλους θυσιάζοντας ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Γι’ αυτούς τους κάποιους, έστω κι αν είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, αξίζει να δώσω κι άλλη ευκαιρία σε αυτό τον κόσμο. Βλέπεις… μια πράξη ενός ανθρώπου σε κάποιο σημείο της γης, μπορεί να φαντάζει απειροελάχιστη, ίσως και ασήμαντη στα δικά σου μάτια. Στα δικά Μου όμως είναι τόσο σημαντική, που είναι ικανή να προκαλέσει τέτοια αλληλουχία γεγονότων ώστε να σώσει τον κόσμο από την καταστροφή. Είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘το φαινόμενο της πεταλούδας’», είπε ο ξανθός και κούνησε το πιόνι του. «Ρουά, ματ», έκανε απλά.
***
Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν και ο Μάλκολμ σωριάστηκε στο πάτωμα δίπλα στον αιμόφυρτο Γκάι.
«Γκάι!», ούρλιαξε η Μόιρα κι έσκυψε από πάνω του. «Μείνε μαζί μου! Κρατήσου! Γκάι!»
***
Οι δυο άντρες σηκώθηκαν κι έδωσαν τα χέρια.
«Μέχρι την επόμενη φορά», είπε ο μαυροντυμένος και βγήκε έξω από το δωμάτιο.
Δυο μαύρα φτερά φύτρωσαν στην πλάτη και δυο κέρατα στο κεφάλι του. Πέταξε ψηλά και χάθηκε. Ο ξανθός πλησίασε στο παράθυρο. Τη στιγμή που τον τύλιγε λευκό φως κι ανέβαινε προς τον ουρανό περνώντας μέσα από την οροφή, τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται και η καταιγίδα κόπασε. Το αεροπλάνο που μετέφερε τη Σέριλ και τον Σεκούνγκ, κατάφερε να προσγειωθεί με ασφάλεια, λίγο πριν τελειώσουν τα καύσιμα.
Ένα χρόνο αργότερα…
Η θεραπεία βρέθηκε χάρη στον Σεκούνγκ Λι και η ανθρωπότητα σώθηκε.
Η Σέριλ βρισκόταν στο νεκροταφείο. Καθόταν πάνω σε μια πέτρινη πλάκα με ένα μωρό στην αγκαλιά και κοιτούσε τη φωτογραφία του Γκάι. Λίγες μέρες μετά το θάνατό του, είχε μάθει ότι ήταν έγκυος στο παιδί του, ένα παιδί που δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του, θα ήταν όμως περήφανο γι’ αυτόν. Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της, έφερε το χέρι στα χείλη και το ακούμπησε στη φωτογραφία του. Άφησε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα παράσημο στο μνήμα του και απομακρύνθηκε.
Μια γριά τσιγγάνα την παρακολουθούσε. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει, πλησίασε τον τάφο και άνοιξε τη χούφτα της. Μια πολύχρωμη πεταλούδα ξεπρόβαλε και κάθισε πάνω στο κόκκινο τριαντάφυλλο.
Ερωδίτη Παπαποστόλου