Σημείωση του επιμελητή: Λόγω μεγάλης έκτασης, το κείμενο είναι χωρισμένο σε σελίδες. Μπορείτε να μετακινηθείτε στις σελίδες από τους συνδέσμους που θα βρείτε μετά την βαθμολογία του άρθρου. Μην ξεχάσετε να μας αφήσετε τις σκέψεις σας και την βαθμολογία σας! Καλή ανάγνωση!
Από την αρχή την είχε τραβήξει ο ανελκυστήρας.
Αυτός, ο φτιαγμένος από καρυδιά, θάλαμος με ανάγλυφα τελειώματα στο ξύλο και μεγάλα, μέχρι τη μέση παράθυρα, επενδυμένα με ταγιαρισμένο τζάμι. Με έναν, εδώ και χρόνια, ραγισμένο καθρέφτη στο μόνο τυφλό σημείο του, να δημιουργεί την ψευδαίσθηση κι αντανακλώντας ρετρό πορτραίτα των αμήχανων επιβατών του μέσα από την οξειδωμένη δαντέλα της κορνίζας του. Με το απαλό φως της οροφής να μαλακώνει τις αγουροξυπνημένες μορφές που, αποφεύγοντας ο ένας τον άλλον, κοιτάζουν οπουδήποτε αλλού: τις σκονισμένες καμπύλες της σκάλας που διαδέχονται το στρατιωτικό μεταλλικό πλέγμα της ή το ανοιχτόχρωμο ξύλινο δάπεδο.
Ο ναός της, αυτή η χιλιοταξιδεμένη, πενταγωνική άτρακτος.
Ο ανελκυστήρας ή πιο απλά, το ασανσέρ.
Βαλμένο σ’ αυτό το μέγαρο με την αυστηρή κομψότητα, σ’ αυτόν τον συμπαγή όγκο με τις ολόισιες, ανάγλυφες ευθείες που εκτείνονται στο άπειρο, στο πιο κεντρικό σταυροδρόμι της πόλης. Βαμμένο στο απαλό κίτρινο της ώχρας που την σκίζουν οι υδάτινες γραμμές αχαρτογράφητων ρυακιών. Σ’ αυτό το κτίριο όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγιωθεί σε ατέλειωτη γραφική εργασία, αναζήτηση νομικών εγγράφων ή αρχιτεκτονικών διαγραμμάτων, με το φως να γλιστρά πάνω σε δερματόδετους τόμους που έχουν ποτίσει από τη πυκνή σκόνη δεκαετιών επιδεικτικής αχρηστίας.
Έξω μαίνεται ο θόρυβος από τα κύματα των αυτοκινήτων που λιώνουν ολοένα με το πέρασμά τους την άσφαλτο, από τα πόδια δεκάδων ανθρώπων που περνούν βιαστικοί τις διαβάσεις με το πράσινο φως ή με το νεύμα του τροχονόμου και από τα φευγαλέα κρωξίματα των πουλιών που σκίζουν την γεμάτη καυσαέριο ατμόσφαιρα κυνηγώντας τη λεία τους. Εδώ μέσα ωστόσο, με τον προθάλαμο να κλειδώνει κάθε ηχώ στις βαριές, βαμμένες με καφέ λαδομπογιά θύρες του, είναι σαν να μπαίνει κανείς σε ησυχαστήριο.
Κι όπως σέρνει τα πρωινά τα βήματά της στο μαρμάρινο δάπεδο της εισόδου, ακολουθώντας κάποιον εργαζόμενο που ανοίγει βαριεστημένα την γκρίζα, μεταλλική πόρτα του ασανσέρ, με το βλέμμα θολό από τον ύπνο, αγνοώντας σιωπηλά τους συνεπιβάτες της, αγναντεύει έξω στο θαμπό μισόφωτο του ακάλυπτου που διαθλάται μέσα από το φαγωμένο τζάμι. Κι όταν το βλέμμα δραπετεύει μ’ ευγνωμοσύνη έξω στο φως, αφήνοντας τις σκούρες, ελικοειδείς σκάλες να ξετυλίγονται αβίαστα στις σπείρες τους και ξαφνικά το αντίβαρο του ανελκυστήρα σκιάζει σαν κορδέλα το πρόσωπο με δραματικό κρεσέντο, τι ψευδαίσθηση ονειρική αναδύεται μπρος στα θολωμένα μάτια!
Όλα τα όνειρα πραγματοποιούνται τη στιγμή εκείνη, η μύχια δίψα του ανθρώπου να πετάξει και να ανυψωθεί αργά-αργά, σαν ψυχή που αναδύεται στο Υπερπέραν, εγκαταλείποντας σιωπηλά το βασανισμένο σαρκίο της.
Γιατί μέσα από το ανέβασμα, οι γυάλινοι τοίχοι του ασανσέρ επιτρέπουν στο μάτι να ξεχνιέται παρακάμπτοντας τον θλιβερό φωταγωγό με τα σκονισμένα κλιματιστικά. Τα θαμπά τετράγωνα της καμπυλωτής τζαμαρίας του ακάλυπτου δίνουν την παραισθητική προοπτική ενός μόνιμα συννεφιασμένου πρωινού, ολότελα ευρωπαϊκού. Κι έχει την ψευδαίσθηση τότε, ότι δεν είναι παγιδευμένη σε μια ανώνυμη μεριά μιας μελαγχολικής πόλης, δεν είναι ένα μικρό γρανάζι στον κυκεώνα αυτού του εργασιομανούς κτιρίου, αλλά βρίσκεται στο βροχερό, μυστηριώδες Λονδίνο ή στο ρομαντικό Παρίσι του φθινοπώρου.
Ή έτσι θέλει να πιστεύει με την αθεράπευτα ποιητική της τάση.
Γιατί είναι ονειροπόλα και σαν τον ύπνο της γάτας, αντιλαμβάνεται τα γεγονότα μέσα από την ομίχλη των ονείρων. Ποτέ δεν της μένουν τόσο έντονα ώστε να συγκρατηθούν, αλλά αναμιγνύονται με τα ιπτάμενα λεωφορεία, τα σπίτια που μιλάνε και τα νερά που όλο ανεβαίνουν καλύπτοντας πεδιάδες, αφήνοντας μονάχα Κιβωτούς κι όλα εκείνα τα ονειρικά εξαρτήματα μιας φαντασιόπληκτης. Ποτέ μόνο εδώ ή μόνο εκεί, πιο πολύ σαν μια ενσαρκωμένη απεικόνιση μιας προαιώνιας Ψυχής, απόμακρης από τα δεσμά της πεπερασμένης, γήινης ζωής με μια δυική στάση ανάμεσα στον κόσμο τον απτό και τον αόρατο.
Είχε κάνει κάποτε μια ευχή όταν ήταν μικρή. Να ρίχνει τη ματιά της στον ιδιωτικό κόσμο των άλλων για να χορταίνει δανεική ζωή. Η ευχή της πραγματοποιήθηκε, όμως πόσο διαφορετική, πόσο παγιδευμένη μοιάζει σε σχέση με τη φαντασία της. Γιατί αυτή η ζωή των άλλων δεν είναι παρά καταγραμμένα τμήματά της, ξέφτια και θλιβερές καταστάσεις, όπου η μικρότητα των ανθρώπων περιορίζεται στο τι θα κερδίσουν, τι θα αποκτήσουν και τι θα αρπάξουν από τους άλλους. Κι εκείνη μια γραμματέας, ένας καταγραφέας της μιζέριας των ανθρώπινων ζωών που τίποτε το καλό και υπερβατικό δεν έχει.
Αλλά ανεβαίνοντας το ονειρικό αυτό όχημα μέσα στα σπλάχνα του κτιρίου, αποδύεται τη μίζερη στενότητα του κόσμου, φεύγει μακριά από το μόνιμο παραπέτασμα της κοντοφθαλμίας, εξαϋλώνει τους παραλογισμούς και την νοσηρή ενασχόληση για όλα όσα δεν μπορεί να αγγίξει ή να χαρεί, μες στο κεφάλι της. Κι όταν φεύγει από το γραφείο το μεσημέρι περνώντας από την παλιά, ψηλή νεοκλασική πόρτα, με το αίσθημα της ανακούφισης, άλλη μια μέρα τελείωσε, τώρα μπορώ να αφιερωθώ στα τέρατα εντός της ψυχής μου, τότε αυτός ο θάλαμος πάλι αλλάζει.
Μέσα από το όνειρο ξυπνά και κατέρχεται στη γη πάλι σαν άγγελος που έχει επιτελέσει το καθήκον του, ωστόσο ερχόμενος από αγάπη, γιατί οι άγγελοι αγαπούν τους ανθρώπους –όπως αγαπάμε τα παιδιά– ζηλεύοντας ίσως αυτή την ατελή ζωοποιό τους δύναμη, την κάποτε μαγευτική μες την τυφλότητά της. Κι επειδή τους αγαπούν τους λυπούνται αφάνταστα, όταν τα μάτια των ανθρώπων γεμίζουν δάκρυα στις συμφορές και τα χείλη σχηματίζουν την προαιώνια ανθρώπινη ερώτηση: Γιατί;
Ωστόσο η δική της ονειροβατούσα, αγγελική σκέψη ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους με την απάντηση: Γιατί όχι;
Σ’ αυτό το κτίριο τα ψέματα δίνουν και παίρνουν. Υποσχέσεις και διαψεύσεις, γεγονότα ανύπαρκτα που συγκρούονται σαν κομήτες με την αλήθεια, σπάζοντάς την σε τρισεκατομμύρια αστρικά θρύψαλα. Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι, λογιστές και φοροτεχνικοί, αρχιτέκτονες και μηχανικοί, όλη η αφρόκρεμα των ανθρώπων που λειτουργούν πάνω στο «είσαι ό,τι δηλώσεις» και «σωστό είναι ό,τι προβλέπει ο νόμος». Πόσοι άνθρωποι δεν κρύβονται πίσω από ορδές ψεμάτων, που τις στολίζουν, τις γυαλίζουν και τις ομορφαίνουν, με ψυχαναγκαστική επιμονή μόνο και μόνο για να μην αντικρίσουν την γυμνή αλήθεια. Που είναι απλή, δεν έχει καμιά ασχήμια, αλλά που το βάρος της επιδρά πάνω τους σαν το οξύ που κατατρώει τη σάρκα. Όχι, κανένας που τον βαραίνει η θλιβερή πραγματικότητα δεν θα δίσταζε να ανέβει στο αιθέριο τραμ της παραίσθησης για να τον πάρει μακριά, με ρυθμικά, καθησυχαστικά τραντάγματα, χαρίζοντάς του αντικατοπτρισμούς εκστατικής ομορφιάς.
Κάθεται στο ψηλοτάβανο γραφείο, χαζεύοντας για άλλη μια φορά τα περίπλοκα, ροκοκό γύψινα στο ταβάνι, την αυστηρή γραμμή που χωρίζει το καμπυλωτό τελείωμα του τοίχου πιο κάτω από το γκρίζο-μπλε βαμμένο τμήμα πιο κάτω, που γυαλίζει από το παχύ στρώμα της λαδομπογιάς. Ποτέ δεν χώνεψε την γλοιώδη αυτή γυαλάδα, ιδίως όταν συνδυάζεται με αυτά τα εμετικά χρώματα, του λερωμένου κίτρινου, του πικρού πράσινου, του θολωμένου γκρίζου μιας θαλάσσιας καταιγίδας. Τα ψηλά ράφια με τα σχέδια αραδιασμένα σε ρολά και σε ντοσιέ, κρύβουν λίγο αλλά όχι αρκετά αυτή την λιπαρή γυαλάδα, που μόνη χρησιμότητά της είναι πως είναι πιο εύκολο να την καθαρίσει κανείς. Στα δικηγορικά γραφεία τα πράγματα είναι καλύτερα: οι ατελείωτοι τόμοι με κώδικες, νομοθεσίες και νομολογίες φτάνουν πολύ ψηλά, κρύβοντας εντελώς τους τοίχους με τη σωρεία αδιάφορων νόμων.
Τα μεσημέρια, όταν μένει μόνη, γέρνει στο παράθυρο που βλέπει τον πολύβουο δρόμο πολύ κάτω και τα σύρματα από τις κολώνες του ηλεκτρικού ωθούν το βλέμμα της να γλιστρήσει πάνω τους, μέχρι που κάποιο από τα πετούμενα διακόπτει την ευθεία. Χαμογελά αχνά καθώς νιώθει τα όμορφα, πολύ πιο πλούσια σε ανάγλυφα και καμπύλες απέναντι κτίρια να στραβομουτσουνιάζουν κάπως με την αυστηρότητα αυτού εδώ που βρίσκεται εκείνη. Και στο θέατρο της φαντασίας της βλέπει πώς ήταν τότε το τοπίο, όταν το κτίριο ήταν νέο και είχε μόλις χτιστεί, όταν εγκατέστησαν εδώ το ασανσέρ που ήταν το πρώτο στον ελλαδικό χώρο. Οτιδήποτε άλλο για να μη σκέφτεται την πραγματικότητα, το ανώφελο της πορείας της και της εξέλιξής της που έμεινε στάσιμη, μετουσιώνοντάς την σε ένα έρμαιο της θλίψης της για τις αναπόδραστες επιθυμίες της.
Τα όνειρά της, μεγαλωμένα με φροντίδα σε ένα καχεκτικό περιβάλλον, ταϊσμένα με προσδοκίες και ελπίδες, τώρα μοιάζουν με όνειρα κάποιας άλλης που έφυγε ξαφνικά πολύ μακριά, παρατώντας την μόνη να παλεύει ενάντια στη μιζέρια της πραγματικότητας. Και έτσι, παρασυρμένη περισσότερο από συνήθεια, περιφέρεται σαν καλοκουρδισμένο ρολόι στο κτίριο αυτό, στα ωράρια εργασίας, στα καθήκοντα της ημέρας, στις εκκρεμότητες και τις προθεσμίες, στις εντολές των προϊστάμενων και στα πηγαδάκια των υπαλλήλων. Ένας βόμβος σαν μελίσσι γύρω της. Δεν τη νοιάζει ωστόσο.
Γιατί σ’ ένα ανώνυμο γραφείο, τις ώρες που ο κόσμος παραδίνεται στη σχόλη, φεύγοντας μακριά από την εργασιακή αιχμή, εκείνη παραδίνεται στα χέρια του εραστή.
Όχι γιατί νιώθει τον εαυτό της μειονεκτικό να δημιουργήσει μια σωστή, επίσημη σχέση. Αλλά γιατί, μια τόσο παγανιστική ύπαρξη σαν τη δική της, έτοιμη ν’ ακολουθήσει κάθε εσωτερικό σύμβολο, υπακούοντας στους άφωνους χτύπους του πλανήτη, πώς μπορεί ν’ αρνηθεί στο κτίριο τούτο και τον διάφανο ανελκυστήρα του, που έχουν γίνει ο κόσμος της, αυτή την επίφαση αγάπης, αυτό το μικρό θεατρικό ενός έρωτα; Γιατί τ’ ακούει που της κραυγάζουν: είμαστε φτιαγμένα για την αέναη λειτουργικότητα, μα διψάμε για τον εξαγνισμό της αγάπης, λαχταράμε το φως του έρωτα στ’ απρόσωπα έγκατά μας!
Κι είναι αληθινό, νιώθει αυτό το κτίριο να ανασαίνει πάνω της, γύρω της, το τσιμέντο να μετακινείται αδιόρατα μέσα στους αιώνες, την τριμμένη πέτρα μέσα του να συμπιέζεται σε αδαμάντινη διαύγεια. Τα τούβλα να ξύνουν συντροφικά τον αρμό ενδιάμεσα, σαν να στέλνουν σήματα μορς το ένα στο άλλο. Την μπογιά στους εξωτερικούς τοίχους του να δέχεται καρτερικά το ατέλειωτο κύμα του καυσαερίου, σαν την καυτή ανάσα του πάθους, ολοένα να φορά νέα στρώση, να τη θαυμάζει για μερικές μέρες σαν καινούργιο φόρεμα για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν και μετά να το πετά αποδεχόμενη την καταβύθισή της στο γκρίζο. Τα τζάμια να αντανακλούν τις φωνές τους κουτσομπόλικα αναμασώντας σαν παπαγάλοι: τα μάθατε; εδώ ζουν ψυχές χωρίς λύτρωση! Χωρίς λύτρωση! Χωρίς λύτρωση! Και τα μαυρισμένα, στενόμακρα παντζούρια να γέρνουν στα τζάμια, όπως τα χέρια της μάνας, επιβάλλοντας προστατευτικά τη σιωπή: σωπάστε, τι πράγματα είναι αυτά, μας ακούει ο κόσμος.
Κι ίσως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, τυφλωμένοι από το εφήμερο της ύπαρξής τους να μην ακούν τις πέτρινες κραυγές. Εκείνη όμως, η τόσο ευάλωτη στην αρμονία των απρόσωπων δυνάμεων, τις ζει καθημερινά σαν συντροφικές κουβέντες. Πώς μπορεί λοιπόν ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την επιτακτική πρόσκληση, σ’ αυτή την ικεσία γι’ αγάπη;
Και όταν ζητούν αυτά τα βουβά μέρη του υλικού κόσμου κάτι, τότε της δίνουν και τα μέσα, τόσο θαυμαστά εναρμονισμένα. Γιατί, κάτι που αναζητά κανείς μάταια έξω από τη καθορισμένη πορεία του αρμονικού κόσμου και του πεπρωμένου, ξαφνικά το βρίσκει μέσα στον οργανωμένο μικρόκοσμο αυτού του μεγάρου που περιμένει, προσμένει εκείνον. Και εκείνη ξέρει από την αρχή, ότι είναι γι’ αυτό δοσμένος ο ρόλος στο άλλο πρόσωπο. Και δεν αγωνιά για την προέλευση και το μέλλον του άλλου προσώπου, όχι από αδιαφορία, αλλά γιατί αποδεχόμενη την πρόσκληση των βουβών πλασμάτων από τσιμέντο και ατσάλι, γίνεται πλέον άγγελός τους, όργανο της εσώτερης αγωνίας τους.
Δεν είναι φυσικά ο μόνος εραστής. Έχουν υπάρξει κι άλλοι, ανώνυμοι και τώρα ξεχασμένοι, ωστόσο η σειρά είναι πάντα καθορισμένη με τον ίδιο τρόπο. Οι ματιές που πέφτουν τυχαία, λίγο παραπάνω από την απλή περιέργεια, λίγο μικρότερες από την καθαρή πρόκληση, είναι το πρώτο σημάδι. Η απόλυτη έλλειψη ανάγκης συστάσεων και κοινωνικής επίδειξης ακολουθεί ως επιβεβαίωση. Και σαν ανταμοιβή, ίσως γιατί ο αρμονικός, υλικός κόσμος όντας μη ανθρώπινος, ερμηνεύει πιο μύχια τις ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής, της δίνει έναν εραστή με το πρόσωπο που στοιχειώνει τα αρχέγονα όνειρά της: με σκούρα μαλλιά και μάτια, με δέρμα μελαχρινό και ρόδινο, με τη σοβαρότητα ενός λύκου και την ανέμελη χάρη ενός ελαφιού. Ικανό να επιβιώσει, αλλά χωρίς να χάνεται στην καθημερινότητα. Και κυρίως, με τη σφραγίδα αυτού που την αναγνωρίζει, σαν υπνοβάτη του κόσμου. Δεν ζητά να τη δει σαν στατική απεικόνιση γυναίκας, δεν αντιδρά σαν άντρας που γοητεύει, πιο πολύ σαν ένας σύντροφος που ζητά παρέα: Ήρθες; Έλα, δώσ’ μου το χέρι σου, πάμε.
Οι κουβέντες είναι περιττές, έχουν την ελαφράδα του συμπληρώματος, δεν έχουν ένταση ή πάθος, πιο πολύ θυμίζουν βροχή που κατρακυλά στα τζάμια θολώνοντας τον ορίζοντα. Τα χέρια πιάνονται σιωπηλά και η εναγώνια ερώτηση τίθεται μέσα από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, από τα μάτια που αποφεύγουν να συναντηθούν. Η μόνη αγωνία είναι αυτή, χυμένη σ’ αυτή τη βουβή ερώτηση, σ’ αυτό το αρχέγονο σινιάλο:
Μ’ αναγνωρίζεις; Είμαι αυτό που περίμενες;
Σαν τον ηθοποιό που μπαίνει στη σκηνή στην κορύφωση του δράματος της απευθύνεται δια μέσου των ανούσιων λόγων του ρόλου: Ήρθα.
Ήρθα. Μ’ αναγνωρίζεις;
Είναι όλα οικεία, χωρίς καμιά έκπληξη, γιατί έτσι πρέπει να είναι. Μ’ αυτό το πρόσωπο, αυτή την εύθραυστη μυρωδιά αβύσσου κι ανθρώπινου ιδρώτα, αυτά τα ερευνητικά κι ωστόσο κλειστά μάτια. Μ’ αυτά τα ρούχα, τα τόσο ενδιάμεσα, αόρατα και ταιριαστά. Μ’ αυτή την αγωνία για το αν παίζεται ο ρόλος σωστά, μ’ αυτή την υποχώρηση της προσωπικότητας να δίνει την ψευδαίσθηση ότι γεννήθηκε μόνο και μόνο γι’ αυτή τη στιγμή.
Όπου όλα αυτά πρέπει να ξεκινήσουν στον θάλαμο από ξύλο και γυαλί. Εκεί που κρύβεται η πραγματική ψυχή του πολυώροφου μεγάρου. Εκεί που η μνήμη της πέτρας, του χώματος και του μετάλλου έχει συμπιεστεί και μετουσιωθεί σε μια φαινομενικά άψυχη οικοδομή. Πιασμένοι χέρι-χέρι, με την ίδια καταπιεσμένη αγωνία της καθυστέρησης και των επίγειων αναγκών της δουλειάς, με το νου προστατευμένο πίσω από έγγραφα, λογιστικές καταστάσεις και ραντεβού πελατών.
Κι ύστερα σιγά-σιγά το μυρμήγκιασμα στα χέρια, η αποχαύνωση απ’ τον ψεύτικο ευρωπαϊκό ουρανό και τις αργές εναλλαγές φωτός-σκιάς, σαν να ναρκώνονται και να βουτούν μέσα σε μια σκοτεινή λίμνη. Ο ήχος απ’ τα τακούνια της στο μωσαϊκό, το τρίξιμο της μεταλλικής πετούγιας, το βιαστικό άνοιγμα της πόρτας κι αμέσως μετά το κλείσιμο, ένα όστρακο που κλειδώνει, ο αποκλεισμός απ’ τον έξω κόσμο, η καρδιά που ενώ ξέρει, χτυπά σε ανώφελη άγνοια. Κα το σκοτάδι των ματιών και η αφή, η οσμή στο προδιαγραμμένο τους, πυρετικό ταξίδι, ο χρόνος που λειώνει σαν τα ρολόγια του Νταλί κι η κορδέλα των σκέψεων, ξανά και ξανά, τίποτα πια δεν έχει σημασία, τίποτα, μόνο αυτός, η καρδιά, το σώμα.
Δονείται το παλιό μέγαρο, τρίζουν τα σύρματα του ανελκυστήρα, με κάθε φιλί και χάδι χύνονται απόκοσμες λάμψεις φωτίζοντας τα παλιά ρολόγια ρεύματος που λουφάζουν στα μαύρα έγκατα. Σαν το αποκορύφωμα θανάτου ενός μυθικού αιλουροειδούς, μια κραυγή τινάζεται ιλιγγιωδώς στους διαδρόμους, σκοντάφτει στους τοίχους τους βαμμένους με λαδομπογιά σε πεθαμένο πράσινο, στα σκοροφαγωμένα φυτά τα γεμάτα σκόνη, στα ντοσιέ με τις κιτρινισμένες μνήμες, στις υπνωτισμένες οθόνες των κομπιούτερ, στα κορνιζαρισμένα διπλώματα στους τοίχους, Πρυτανεύοντος, Αριστείον, στους ιστούς αράχνης καταχωνιασμένους στα ανήλιαγα ταβάνια και πιο πολύ, στα μπαλωμένα και λιωμένα μαρμάρινα σκαλιά, τ’ αγγιγμένα από τόσες χιλιάδες πόδια, δίχως καμιάν αγάπη μέσα τους. Και ξύνουν μανιασμένα τα αιθέρια νύχια κάθε γύψινο διακοσμητικό και κάθε βότσαλο από τα μουντά μωσαϊκά, αντηχώντας σαν τους στεναγμούς τους.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να ακούσει τίποτε.
Γιατί ο βουβός, υλικός κόσμος ουρλιάζει, πετώντας πυροτεχνήματα που σκάνε αθόρυβα κάτω από το επιμελημένο φίμωμα της μπογιάς. Και απομακρύνει τους ανύποπτους ανθρώπους, τους κάνει να νυστάζουν, να θέλουν να φύγουν, να βγαίνουν έξω ζητώντας αδικαιολόγητα εκείνη την ώρα τσιγάρα και εφημερίδες και να ξεχνάνε ύστερα γιατί βγήκαν, να τριγυρίζουν μακριά τους, ίσα-ίσα για να μπορεί η ψυχή του κτιρίου να εκδυθεί του μεταλλικού σκελετού της και να αγαλλιάσει, να δανειστεί τις ανάσες τους και τα τρεμουλιαστά οράματά τους, να εξανθρωπιστεί.
Δίνει αυτό που της ζητείται, έτσι απλά χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ανταλλάγματα, όπως και εκείνος δίνει τη συνείδηση του εαυτού του, το σώμα του, την στιγμή εκείνη της χρονικής του ύπαρξης, έτσι, γιατί το θέλει η αρμονία τούτων των δωματίων με την πέτρινη ψυχή.
Κι είναι όλα εναρμονισμένα με τον άχρονο κόσμο, όπως πρέπει.