«Φεύγετε λοιπόν;»
«Ε, τέλειωσε η μίσθωση, δεν πάνε καλά οι δουλειές εδώ. Δεν βαριέστε, θα δοκιμάσω κάπου αλλού… Να σας ρωτήσω, κάτι άσχετο, αυτό το γραφείο στον πέμπτο, με τον αριθμό 512, μήπως ξέρετε ποιος το έχει;»
«Το 512; Είστε σίγουρος;»
«Ναι, εγώ είχα το διπλανό, το 511».
«Κάποιο λάθος θα κάνετε. Το γραφείο αυτό δεν λειτουργεί, είναι κλειστό από χρόνια».
«Μα αφού… αφού είναι μια κυρία εκεί».
«Μια κυρία; Α, κατάλαβα, την πετύχατε κι εσείς τελικά».
«Τι εννοείτε, την πέτυχα κι εγώ;»
«Εννοώ, την Κυρία με τα Γκρι».
«Την Κυρία με τα Γκρι; Με δουλεύετε;»
«Όχι, δα. Είναι, ας πούμε, το φάντασμα του μεγάρου».
«Φάντασμα; Τι φάντασμα;»
«Ναι, αυτό το γραφείο θεωρείται στοιχειωμένο. Κανείς δεν το νοικιάζει, εξαιτίας της. Κανένας δεν άντεξε παραπάνω από μια μέρα εκεί και έχει μείνει κλειδωμένο, εδώ και χμμμ… ναι, κανέναν αιώνα σχεδόν».
«Αιώνα;»
«Ναι, από τότε που χτίστηκε αυτό το μέγαρο. Είναι παλιό ξέρετε, το μέγαρο. Χτίστηκε το 1925, μαζί με εκατοντάδες άλλα κτίρια μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Από τότε βαστάει το στοίχειωμα. Κανένας δεν ξέρει γιατί. Άλλοι λένε ότι φταίνε οι Ναζί που είχανε στήσει τη διοίκησή τους εδώ κάποια χρονιά στον Πόλεμο, άλλοι λένε κάποια ερωτική τραγωδία. Κανείς δεν γνωρίζει, δυστυχώς και μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ… Και μια που λέμε γι’ αυτήν, πώς είναι η κυρία που είδατε;»
«Η κυρία; Ποια κυρία, δεν καταλαβαίνω, δεν είδα καμιά κυρία».
«Μα, τώρα δεν μου είπατε ότι…»
«Το άκουσα, δεν την είδα προσωπικά. Ευχαριστώ, να πηγαίνω, γεια σας».
«Στο καλό, στο καλό…»
Τώρα ξέρει ότι εκείνος θα φύγει.
Το μέγαρο τον διώχνει, βρίσκει τρόπους να της χαρίζει και να την αποδεσμεύει από όσα θεωρεί ότι δεν της δίνουν πια χαρά. Γιατί στ’ αλήθεια, έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον εραστή, αυτόν τον άντρα που της θύμισε, ίσως περισσότερους απ’ όλους, εκείνον.
Ακουμπά το κεφάλι της στο μεταλλικό πλέγμα της σκάλας, καθισμένη στο πρώτο σκαλί του κλιμακοστάσιου. Όπως τότε, μονάχα που εκείνη την φορά δεν υπήρχε παρά μόνο ο τσιμεντένιος σκελετός. Και το κενό της αβύσσου. Ακούει την καρδιά της που χτυπά ήρεμα σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, μετράει άχρονα διαστήματα χωρίς αρχή και τέλος. Κι ωστόσο νιώθει προστατευμένη, σαν να έχει ένα κουκούλι γύρω της, που την φυλάει από οποιαδήποτε θλίψη κι αγωνία, σαν να είναι ολόκληρο το κτίριο γύρω της μια προστατευτική αγκαλιά, πιο θερμή από τα χέρια οποιουδήποτε εραστή, που στενάζει με πέτρινη στωικότητα, την καλεί, την ικετεύει τρίζοντας κάθε απειροελάχιστο κόκκο άμμου στους τοίχους του για να γυρίσει κοντά του.
Μη φύγεις, μη φύγεις…
Χαμογελά γαληνεμένη, όλη εκείνη η προηγούμενη δυσφορία έχει χαθεί, σαν τα ξέφτια της χωνεμένης φωτιάς που χάνονται από την καπνοδόχο. Καλέ μου, πώς μπορώ; σκέφτεται χαϊδεύοντας αφηρημένα τον τοίχο, όταν όλα χάθηκαν, ήσουν εδώ για μένα, ακόμα είσαι. Γλιστρά μια ζεστή αύρα, φερμένη από κάποιο άνοιγμα που μόνο το μέγαρό της ξέρει, με το άρωμα της στεγνής, πλυμένης πέτρας κι απαλή σαν χάδι αγαπημένου.
Κοιτάζει κάτω χαμηλά, μπορεί να δει στη φαντασία της το ασανσέρ να κατεβάζει τον άλλο άντρα κι εκείνος να στέκει με σκυμμένο κεφάλι, μπερδεμένος, τρίβοντας ολοένα τα ανάκατα μαλλιά, κοιτάζοντας πίσω προς τον θυρωρό, προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που ο ηλικιωμένος άντρας μόλις του είπε. Νιώθει συμπόνοια για εκείνον τώρα μα, τίποτε άλλο. Άλλος ένας στη σειρά που μαθαίνει για την πραγματική της ταυτότητα και δεν θέλει να το πιστέψει.
Ωστόσο, ίσως ήταν ο μόνος που πλησίασε τόσο πολύ στο να του πει τα πάντα. Όχι απλώς αυτά που ξέρουν ο ένας κι ο άλλος εκεί μέσα στο κτίριο, όχι τις κουβέντες και τα μισόλογα που κυκλοφορούν αναμασώντας και διογκώνοντας ανύπαρκτα γεγονότα.
Την αλήθεια για το ποια είναι.
Ένα σιγανό τρίξιμο σαν σπάραγμα ακούγεται, είναι το φρένο του ασανσέρ θα πει ο ουδέτερος παρατηρητής, αλλά αυτή ξέρει, είναι το κλαψούρισμα του οικοδομήματος, τι ξέρουν αυτοί, δεν σε ξέρουν όπως εγώ, το ακούει να λέει. Τι νομίζεις θα έλεγε κι αυτός, αν του έλεγες…
Ξέρει πως έχει δίκιο. Τι θα έλεγε εκείνος αν του εκμυστηρευόταν την ιστορία της; Με λιγοστά λόγια είχε καταλάβει πως δεν έτρεφε κανενός είδους πίστη σε πράγματα πέρα από όσα έβλεπαν τα μάτια του και άγγιζαν τα χέρια του. Όλα μετρημένα με το ταυ και τα τρίγωνα της αρχιτεκτονικής, μοίρες και κλίσεις αψίδων, ευθυγραμμισμένη τοιχοποιία, εμβαδόν και γωνίες ισοσκελισμένες. Άψυχα και με λογική εξηγημένα όλα.
Τι νόημα θα είχε λοιπόν να του έλεγε πως ήταν κάποτε μια κοπέλα, που εργαζόταν σε ένα γραφείο σαν το δικό του, αλλά πιο μεγάλο, γεμάτο με ρολά διαγραμμάτων, πένες που έγραφαν ασταμάτητα και γραφομηχανές που τα πλήκτρα τους χτυπούσαν νεανικά δάχτυλα, όπως και τα δικά της; Με έναν μηχανικό, όμορφο και τρυφερό σαν εκείνον, αλλά κι ολωσδιόλου διαφορετικό, τον Δαβίδ, που η κοπέλα τον είχε ερωτευτεί; Και ότι ο Δαβίδ είχε ανταποκριθεί με ανάλογο σθένος, παρότι κανείς δεν το γνώριζε και την έκλεινε στην αγκαλιά του φιλώντας την ακατάπαυστα, μουρμουρίζοντας ολοένα Γιούλη, Γιούλη, όταν όλοι έλειπαν από το γραφείο τους. Την ημέρα υποκρίνονταν τους τυπικούς, μήπως μπορείτε να μου γράψετε αυτή την επιστολή, δεσποινίς; μάλιστα κύριε, να έρθω στο γραφείο για τις λεπτομέρειες; Κι εκτός από το πάθος τους εκείνος στα ενδιάμεσα της είχε μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του για την αρχιτεκτονική.
Ήταν η χρονιά που χτιζόταν αυτό το κτίριο, το δικό της κτίριο, έτσι της το είχε αφιερώσει ανάμεσα στα φιλιά του εκείνος, για σένα Γιούλη το χτίζω κι όταν τελειώσει, θα κρατήσουμε το γραφείο στον τελευταίο όροφο δίπλα στο ασανσέρ και θα σου δείχνω κάθε μέρα την αγάπη μου, θέλεις;
Πώς να μη θέλει και πώς να μη λατρεύει κι εκείνη τον τσιμεντένιο όγκο που στα σχέδια είχε τις γαλάζιες, ανθισμένες ευθείες και τα λουλουδάτα τετράγωνα στο κίτρινο κροκί τετράγωνο σαν χωράφι με καλοκαιρινά στάχυα; Πήγαιναν και μαζί και ανέβαιναν τις γυμνές ακόμα σκάλες, όλες μέχρι επάνω, μέχρι εκεί που θα γινόταν ο ναός τους και έβλεπαν να χάσκει άδειος ακόμα ο κενός χώρος που θα φιλοξενούσε το ασανσέρ που θα τους ανέβαζε κάθε φορά στο παράδεισο. Ακόμα και μόνη της, περιδιάβαινε εκεί τα απογεύματα μακριά από την παρουσία των εργατών, αφού το γραφείο που εργαζόταν ήταν δυο δρόμους παρακάτω κι ονειρευόταν, ονειρευόταν το μελλοντικό τους άδυτο μαζί με τον Δαβίδ.
Πως θα του εξηγούσε λοιπόν ότι αυτός ο έρωτας την είχε αποτρελάνει και αποζητούσε συνέχεια τον αγαπημένο της με κάθε τρόπο, μηχανευόμενη χίλιους τρόπους για να μένουν μόνοι και να βλέπει το χαμογελαστό πρόσωπο του αγαπημένου της… που καμία, μα καμία σχέση δεν είχε η θέρμη του με αυτόν τον τωρινό κακόμοιρο νεαρό; Όχι, τα όμορφα καστανά μάτια που ζάρωναν, όταν ο Δαβίδ χαμογελούσε, σε τίποτα δεν έμοιαζαν με τα μυωπικά τούτου δω, του άμοιρου πραγματιστή του παρόντος.
Πώς θα του φαινόταν λοιπόν, αν του έλεγε για την πίκρα που την φόρτωσε ο Δαβίδ της; Που όταν έμαθε κάποια στιγμή ότι παντρευόταν άλλη, τότε καταράστηκε την τύχη της. Και καταράστηκε κι εκείνον μαζί, να μη βρει καμιά ευτυχία που της είχε μαυρίσει έτσι την ψυχή. Και το ήξερε ότι ο Δαβίδ δεν θα παντρευόταν ποτέ, όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να την παντρευτεί. Δεν ήταν Εβραία, όπως εκείνος. Τα ήξερε όλα αυτά, αλλά εθελοτυφλούσε μέσα στην άρνηση κι έλπιζε με τα τόσα όνειρα που της έπλεκε, πως ίσως έσπαγε τους κανόνες, ενάντια σε όλους.
Μπορεί να είχε πικραθεί για την υπακοή του Δαβίδ στην οικογένειά του, αλλά όσο ζούσε εκείνος, είχε έστω την απελπισμένη ελπίδα πως κάποια μέρα θα γινόταν ένα θαύμα και θα γύριζε κοντά της. Ή έστω, θα τον αγαπούσε κρυφά. Ίσως εκείνος θα επέστρεφε ξανά σε κείνη, περιοδικά κι ανώνυμα, σε κείνο το άδυτο που της είχε τάξει.
Όμως δύο μέρες μετά, ο Δαβίδ είχε σκοτωθεί σε τροχαίο πηγαίνοντας στον Βόλο, για να κλείσει μια συμφωνία ανοικοδόμησης άλλου ενός μεγάρου.
Το τηλεφώνημα με τα φριχτά νέα είχε γίνει απόγευμα, με έναν ήλιο που βασίλευε μέσα στο αίμα, ήταν Μεγάλη Παρασκευή, δεν ήξερε πού να στραφεί και είχε πάει στο μόνο μέρος που θα έβρισκε λύτρωση. Κι είχε πάει στο μέγαρό της, γλιστρώντας σαν φάντασμα στο σιωπηλό εργοτάξιο, με τα παρατημένα σακιά τσιμέντου, τα τούβλα και τις πρόχειρες σανίδες σωριασμένες εδώ κι εκεί. Είχε ανεβεί κλαίγοντας σπαρακτικά τις γυμνές ακόμα σκάλες, προσπερνώντας με θολωμένα μάτια το φρεσκοστρωμένο πάτο, με ένα μέτρο τσιμέντο, του κενού χώρου για το ασανσέρ.
Πόση ώρα έκανε για να φτάσει στην κορυφή; Πώς μετριέται ο χρόνος όταν ο πόνος λιώνει τα σωθικά; Όταν ούρλιαζε με το χέρι της να προσπαθεί να πνίγει τους ήχους, συνηθισμένη στον φόβο μην ακουστούν, όταν ήταν μαζί. Όταν εκείνος ακόμα ζούσε…
Θυμόταν πως είχε καθίσει στην άκρη της σκάλας, κοιτάζοντας την άφωτη, οδοντωτή σπείρα του κενού σαν να μην υπήρχε αύριο. Της είχαν έρθει στον νου τα λόγια από εκείνο το μικρό ποίημα που αγαπούσε πολύ, του Γιωσέφ Ελιγιά, που σαν τον Δαβίδ της, ήξερε να αγγίζει εκείνα τα σκοτεινά κομμάτια της ύπαρξής της που τώρα της πάγωναν τα σωθικά:
Πάλι κοντά σου και μακριά, η σκέψη τη γλυκαπαντά
στο διάβα τη μορφή σου.
Kαι στο μεθύσι το γλυκό, πάλι να κράζει με, γροικώ,
το χάσμα της Αβύσσου.
Κι ύστερα, άκουσε τη φωνή του Δαβίδ. Την ζεστή, λίγο μπάσα φωνή του να την καλεί.
Γιούλη, Γιούλη…
Τον έβλεπε κιόλας, λουσμένο ολόκληρο στο χρυσαφένιο φως, να χαμογελά και να της γνέφει.
Γιούλη μου, αγαπημένη μου, μην κλαις, έλα, πάμε στον ναό μας…
Ήταν απόλυτα φυσικό για κείνη να σηκωθεί σαν πούπουλο και να απλώσει με τρεμάμενη ελπίδα το χέρι της προς το μέρος του. Προς το λαμπερό σαν ήλιο χαμόγελό του μέσα στο μαύρο σκοτάδι.
Τι ψεύτες, να πουν ότι πέθανες, αγάπη μου…
Έρχομαι.
Ο τοίχος δίπλα στο μάγουλό της τρίζει σαν να ζητά συγχώρεση. Τον χαϊδεύει και πάλι, τρυφερά με συμπόνια. Δεν φταις, τον παρηγορεί και κλείνει τα μάτια. Έτσι τα είχε κλείσει και τότε και το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν η αίσθηση του χαμόγελου στα χείλη της, πριν το κεφάλι της τσακιστεί ακαριαία σε μια στροφή της σκάλας δυο ορόφους πιο κάτω. Κι ήταν ευτύχημα αυτό μια, που πέφτοντας, είχε βυθιστεί στο φρέσκο τσιμέντο και βούλιαξε στον πάτο, σαν πεφτάστερο που σβήνει στο σκοτεινό βυθό μιας λίμνης.
Δεν έμαθε ποτέ κανείς τι είχε απογίνει, τρεις μέρες μετά που είχαν επιστρέψει οι εργάτες, δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος, εκτός από ένα ελαφρό ανακάτεμα στο στερεό τσιμέντο.
Κι έτσι απλά είχε πάψει να υπάρχει.
Κι ύστερα, πόσο αναπάντεχο ήταν, είχε νιώσει μια μέρα ξαφνικά να ξυπνά μέσα σε ένα όνειρο, να ανεβαίνει κάθε πρωί αυτό το ασανσέρ και να την πηγαίνει στον παράδεισο, στο άδυτό τους. Κάθε νύχτα το κτίριο της να την κοιμίζει στην ακίνητη αγκαλιά του, σαν βωμός που περικλείει την ιερή του φλόγα και κάθε πρωί να γλιστρά αόρατη στον κόσμο, να ονειροβατεί στο δικό της πέτρινο βασίλειο. Κάπου κάπου να θυμάται, μα όχι με πόνο πια, αλλά σαν μια αγάπη παλιά θαμμένη πριν χρόνια.
Κάθε τόσο, ερχόταν κάποιος που της θύμιζε τον Δαβίδ κι έλεγε στον εαυτό της πως έκαμνε χάρη στην αρμονία του πέτρινου μεγάρου της, του υλικού κόσμου. Μα η αλήθεια ήταν πως συνέβαινε το αντίθετο: τούτο το προπολεμικό κτίριο, από την μέρα που την έκλεισε στα έγκατά του της ζητούσε συγχώρεση, χαρίζοντάς της το όραμα του Δαβίδ σε κάποιον καινούριο εραστή. Τους κοίμιζε και γλιστρούσε εκείνη στα όνειρά τους και ζούσε ξανά την αγάπη που είχε ξεριζωθεί τόσο βίαια. Κι όταν ένιωθε πως η πραγματικότητα ερχόταν ξανά και ράγιζε τη σφαίρα της παρηγοριάς και πάλι οι τοίχοι και τα τούβλα, τα ξύλα και τα τζάμια, όλο το μέγαρο μαζί έδιωχναν τον εραστή που γινόταν παρείσακτος και την νανούριζαν στον αιώνιο βωμό της, λατρεύοντάς την.
Τι θα μπορούσε λοιπόν στ’ αλήθεια να πει ο τωρινός της εραστής αν του έλεγε ότι όλα αυτά είχαν συμβεί στη Γιούλη, που ήταν η ίδια, πριν από έναν αιώνα; Ότι πορευόταν όλα αυτά τα χρόνια κι είχε στ’ αλήθεια γίνει το φάντασμα του μεγάρου, που παράδερνε μέσα στα αυλάκια της εργασιακής ρουτίνας, όπως όταν ακόμη ζούσε κι εργαζόταν στο άλλο γραφείο, το στοιχειό που λίγοι μόνο και μυημένοι στα ερωτικά της χάδια, ήξεραν;
Πολύ αργά.
Γλίστρησε όρθια δίπλα στο σκαλί, στο ίδιο σημείο που άλλοτε είχε κάνει το άλμα, μόνο που τώρα ο αιθέριος εαυτός της απλώς μπήκε στον θάλαμο του ασανσέρ που υπάκουα περίμενε στο μισοσκόταδο. Χάιδεψε τα φθαρμένα τζάμια κάνοντας τα να αντανακλούν απόκοσμο φως. Με ένα διαπεραστικό τρίξιμο, σαν χαρούμενο χαιρετισμό το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει, ένα έρημο, μισοσκότεινο ασανσέρ σ’ ένα σιωπηλό, άδειο κτίριο. Κατερχόταν κι εκείνη μαζί του, ένας άγγελος χωρίς φτερά, γέρνοντας νωχελικά στο ξύλινο πλαίσιο, απολαμβάνοντας τα μυστήρια φώτα που γλιστρούσαν εδώ κι εκεί σε εναλλαγές που κανένας ζωντανός δεν θα μπορούσε να δει.
Μέσα στη μαυρίλα, ένα μελαγχολικό τραγούδι του Αττίκ, κλεμμένο από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο ακούστηκε, φωτίζοντας, με την ανάλαφρη τρυφερότητά του, τα έγκατα του κτιρίου γύρω της, καθώς έφτασε στο υπόγειο. Στο τέρμα εκεί, ήταν το δικό της άδυτο.
Χαμογέλασε αχνά και έγειρε το κεφάλι της κλείνοντας τα μάτια στο βελούδινο σκοτάδι, γλιστρώντας μέσα από το δάπεδο του ασανσέρ, προς στην θωρακισμένη αγκαλιά που έστεκε απλωμένη, στραφταλίζοντας μουντά κάθε γυαλιστερό κόκκο άμμου μέσα της, προσμένοντάς την.
Κι όταν βυθίστηκε στο κουκούλι της, με το τρυφερό μειδίαμα χαραγμένο στα χείλη της για πάντα, ο τσιμεντένιος βωμός την τύλιξε με την άχρονη και αέναη αγάπη, που μόνο ένα άψυχο και μη ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να έχει.
The Two Godmothers