,

Τ’ απάνω κάτω

Η Μαρίνα βγήκε στην πυλωτή της πολυκατοικίας της και στάθηκε αναποφάσιστη. Εξέτασε  τα βαριά μολυβένια σύννεφα με προσοχή. Ίσως και να προλάβαινε να φτάσει προτού ξανανοίξουν οι ουρανοί. Τρεις μέρες τώρα έβρεχε συνέχεια. Πότε καταρρακτωδώς και μια ημιδιαφανή κουρτίνα τύλιγε τα πάντα ξεπλένοντας τη βρώμα της πόλης, πότε πιο ήπια, καθησυχαστικά και πότε πότε ένα ελαφρύ ψιλόβροχο, σαν να χάλασαν οι βρύσες του ουρανού και στάζουν, όπως τώρα. Έβαλε τα ακουστικά στ`αυτιά, τα κάλυψε με τα μαλλιά της και φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν της. Κοίταξε ακόμα μια φορά τον βαρυφορτωμένο ουρανό, μια σταγόνα έπεσε στο πρόσωπο της, παγώνοντας τη. Σκυμμένη ξεκίνησε να προχωρά βιαστική πάνω στο πεζοδρόμιο. Το νερό κυλούσε πεντακάθαρο, έπειτα από τόσες μέρες βροχής, στο ρείθρο, σχηματίζοντας ένα μικρό ρυάκι. Σε σημεία που έβρισκε εμπόδια φούσκωνε, τα παρέκαμπτε και συνέχιζε να τρέχει, ώσπου ενώνονταν στις γωνίες με άλλα ρυάκια και συνέχιζε μαζί τους το δρόμο, ως την πρώτη σχάρα υπονόμου, που θα έβρισκαν στο δρόμο τους, για να χαθούν στο σκοτάδι. Οι πλάκες άλλαζαν συνέχεια σχέδια και χρώματα, λευκές, βοτσαλωτές, γκρι, ροζ, μαύρες, ορίζοντας τα όρια του κάθε οικοπέδου ή σπιτιού. Δέντρα της έκοβαν τον δρόμο. Κάποιες φορές τα καταλάβαινε, πριν καν τα συναντήσει, καθώς τα πέταλα από τ`άνθη τους και τα φύλλα τους ήταν σκορπισμένα ένα γύρω. Άλλοτε τα προσπερνούσε και άλλοτε αναγκάζονταν να κατέβει στο δρόμο πηδώντας πάνω από το ρείθρο, με χάρη μπαλαρίνας που χει σπάσει και τα δυό της πόδια. Η στάση ήταν άδεια. Πάλι έχασε το λεωφορείο. Αναστέναξε. Μπροστά στην πλατφόρμα της στάσης υπήρχε μια μεγάλη λιμνούλα. Την κύκλωσε και ανέβηκε από το πλάι. Κοίταξε τη λιμνούλα. Το νερό ακίνητο, σα γυαλί έσπαγε που και που από κάποια σταγόνα, μικροί δακτύλιοι ταξίδευαν μακριά και εξαφανίζονταν όσο απρόσμενα εμφανίστηκαν. 

“Σαν τους άντρες στη ζωή μου” σκέφτηκε και ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο της ξέφυγε. Στάθηκε στην άκρη της πλατφόρμας, ως συνήθως και κοίταξε το λεπτό εύθραυστο όριο. Το όριο ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον απάνω και τον κάτω. Κάθε φορά που έβρεχε άνοιγε ένα εφήμερο παράθυρο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Όλα έμοιαζαν τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά, έτσι όπως κρέμονταν προς τα κάτω, σαν όλα τα γύρω κτίρια, δέντρα, κολώνες που καθρεπτίζονταν να ταν έτοιμα να ορμήσουν πάνω στα σύννεφα, εκείνα τα βαριά μολυβένια σύννεφα και να τα ξεσκίσουν. Έσκυψε ακόμα πιο πολύ και είδε την αντανάκλαση μιας κοπέλας, που περιεργάζονταν αυτό τον ανάποδο παράλληλο κόσμο. Φορούσε τα ίδια ρούχα με αυτή, μα το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό κρυμμένο κάτω από μια κουκούλα. Κούνησε ελαφρά το χέρι της σε χαιρετισμό και η κοπέλα από τον ανάποδο κόσμο έκανε το ίδιο. Ή μήπως αυτή ζούσε στον ανάποδο κόσμο, τον κάτω; σκέφτηκε μελαγχολική. Μπορεί η κοπέλα, που έβλεπε και της έμοιαζε τόσο, να μην ήταν τόσο άτυχη, όσο αυτή. Να χε ήδη γνωρίσει τον σύντροφο της ζωής της. Έναν άνθρωπο να τη νοιάζεται, να την αγαπά, να μην εξαφανίζεται με την πρώτη δυσκολία και να μην την προδίδει. Αναστέναξε και τότε τον είδε. Στάθηκε δίπλα στην κοπέλα του κάτω κόσμου. Τα καστανόξανθα μαλλιά του έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπο του, που ήταν αξύριστο. Την κοίταζε με περιέργεια και έπειτα χαμογέλασε. Ένα όμορφο πλατύ χαμόγελο. Κατέβασε ασυναίσθητα την κουκούλα της και του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ναι, η κοπέλα, που της έμοιαζε και ζούσε στον κάτω κόσμο, ήταν πολύ πιο τυχερή από την ίδια. Τότε εκείνος έσκυψε και κάτι έλεγε στο αυτί της κοπέλας. Ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Ταράχτηκε έκανε να τραβηχτεί πίσω, όταν κάτι την σταμάτησε. Είχε πέσει πάνω σε κάποιον. Γύρισε σαστισμένη και ψέλλισε μια συγνώμη, όταν το βλέμμα της καρφώθηκε σε δυο όμορφα κανελιά μάτια. Ένα ντροπαλό χαμόγελο διαγράφηκε στο αξύριστο πρόσωπο. Κάτι της είπε. Μα κείνη δεν μπορούσε ν ακούσει. Tο πρόσωπο της βάφτηκε κόκκινο, τράβηξε τα ακουστικά από τ’ αυτιά της, το μελαγχολικό ρεφρέν του Ι can`t take my eyes off you πλημμύρισε τον αέρα.

“Συγνώμη δεν…” είπε και κατέβασε το κεφάλι. Τι ανόητη. Ρεζίλι έγινε με τις φαντασιοπληξίες της! 

“Εγώ φταίω δεν είχα προσέξει τ`ακουστικά” είπε εκείνος σε ευγενικό τονο.

“Ήμουν αφηρημένη.” προσπάθησε να δικαιολογηθεί 

“Ναι, το κατάλαβα. Σας έλεγα, αν σήμερα θα πάρετε το 608”. 

“Ναι” ψέλλισε φανερά μπερδεμένη.

“Τότε λυπάμαι, μόλις το χάσατε.” της είπε και της έδειξε με το βλέμμα του το λεωφορείο που ξεκινούσε.

“Γαμ…” έκανε να βρίσει μα ντράπηκε, έκλεισε το στόμα της και το κοίταξε απογοητευμένη που έστριβε στη γωνία.

“Λυπάμαι, έπρεπε να σας μιλήσω νωρίτερα. Είμαι ανόητος.”

“Μα δεν φταίτε, πώς θα μπορούσατε να ξέρετε;”

“Ήξερα, σας βλέπω τόσους μήνες τώρα”  την έκοψε “ Δηλαδή, ξέρετε, κάθε πρωί” τραύλισε σαν να ΄χάσε ξαφνικά το θάρρος του. 

“Λυπάμαι” ψέλλισε ξανά και κοκκίνισε. 

Εκείνη του χαμογέλασε, ένα μικρό δειλό χαμόγελο. 

“Δεν πειράζει. Θα πάρω το επόμενο. Άλλωστε δικό μου λάθος είναι. Ήμουν αφηρημένη…” είπε και στάθηκε πάλι στην άκρη της πλατφόρμας, γυρνώντας του την πλάτη. Κοίταξε πάλι τη νερολακούβα της. Τον είδε που έκανε να φύγει, μα γύρισε απότομα και στάθηκε δίπλα της. Δάγκωσε τα χείλη της να μη χαμογελάσει. 

“Ναι, φαινόσασταν πολύ απορροφημένη.” είπε μαλακά. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε, εκτός από το μαλακό ταπ ταπ των σταγόνων στη λιμνούλα, που ολοένα και δυνάμωνε. Οι σταγόνες άρχισαν να πληθαίνουν, όπως και οι ομόκεντροι κύκλοι που τις συνόδευαν. Η εικόνα διακρίνονταν όλο και πιο δύσκολα. 

“Νομίζω ότι το παράθυρο μας για τον κάτω κόσμο θα κλείσει σε λίγο.” είπε στοχαστικά εκείνος. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Αυτό ακριβώς σκέφτονταν και κείνη την ίδια στιγμή. Εκείνος ξερόβηξε και της χαμογέλασε δειλά. 

“Ναι, είναι τόσο εύθραυστο…” είπε και του ανταπέδωσε το χαμόγελο. 

“Δεν συστηθήκαμε, με λένε Στέφανο”.

“Μαρίνα, χάρηκα”

“Δουλεύεις στο κέντρο;”  Η Μαρίνα του απάντησε ανοίγοντας την ομπρέλα της. Ξεκίνησαν να συζητάν αβίαστα κάτω από την ομπρέλα της και συνέχισαν να συζητούν και όταν ήρθαν οι ηλιόλουστες μέρες, κάτω από τα καπέλα τους. Και κάπως έτσι, ήρθαν τ`απάνω κάτω  στη ζωή της Μαρίνας και του Στέφανου.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: