Ξυπνά λουσμένη σ’ έναν ιδρώτα που μυρίζει αρμύρα κι αποσύνθεση. Κοιτά τριγύρω στο σκοτεινό δωμάτιο, μαντεύοντας τα περιγράμματα των επίπλων και το γνώριμο σκηνικό της κάμαρας της. Η στοίβα με τα ρούχα στην καρέκλα μοιάζει με μιαν αλλόκοτη φιγούρα που περιμένει ατάραχη, τρεφόμενη θαρρείς από τη ρυθμική ανάσα της όσο κοιμάται. Στρέφεται προς το ρολόι πάνω στο κομοδίνο, οι κίτρινοι φωσφορίζοντες δείκτες κολλημένοι εδώ κι ένα μήνα στις 3:45. Βρίζει από μέσα της την αφηρημάδα της, που για άλλη μια φορά ξέχασε ν’ αλλάξει τις μπαταρίες. Σηκώνεται απρόθυμα χωρίς ν’ ανάψει το φως και βασιζόμενη στη μνήμη των μυών της, προχωράει προσεκτικά ως την πόρτα.
Πιάνει το πόμολο, ανατριχιάζοντας ελαφρά στην ψυχρή, μεταλλική υφή του. Υπνοβατώντας σχεδόν, κι ωστόσο έχοντας πλήρη συναίσθηση του σώματος και του περιβάλλοντος της, τα βήματα της την οδηγούν στο μπάνιο. Ανοίγει τη βρύση της μπανιέρας κι αφήνει το νερό να τρέξει για λίγο, κλείνοντας τα μάτια κι αφήνοντας τον ήχο του να νανουρίσει το ανήσυχο μυαλό της. Πάνε βδομάδες που δεν έχει κοιμηθεί για πάνω από 2-3 ώρες. Αναστενάζει βουβά, κουρασμένα. Μένει καθισμένη στην άκρη της μπανιέρας, καρφώνοντας το απλανές της βλέμμα στα σκουρόχρωμα πλακάκια του μπάνιου που ήδη έχουν αρχίσει να θαμπώνουν από τον ατμό που αναδύεται απ’ το καυτό νερό. Θα σκότωνε για ένα ποτήρι κρασί.
Σηκώνεται και πηγαίνει στην κουζίνα. Γεμίζει ένα ποτήρι με κρασί και το κατεβάζει με μια γουλιά. Βάζει και δεύτερο. Ψάχνοντας στα τυφλά με το χέρι της εντοπίζει το πακέτο με τα τσιγάρα κι ανάβει ένα, περισσότερο για να απασχολεί με κάτι τα δάκτυλα της. Χαζεύει τις τολύπες καπνού που διαγράφονται κόντρα στο λιγοστό φως που βγαίνει από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου. Τα τελευταία βράδια βλέπει πάντα το ίδιο όνειρο, το ίδιο φρικτό όνειρο, μονάχα η σκέψη του οποίου την κάνει να τρέμει σύγκορμη. Με τρεμάμενα χέρια σβήνει το τσιγάρο και παίρνοντας μαζί το ποτήρι της, επιστρέφει στο μπάνιο.
Βγάζει τα ρούχα της, αφήνοντας τα να πέσουν στο πάτωμα, γλείφοντας το γυμνό κορμί της, και στερεώνει τα ατίθασα μαλλιά της σ’ έναν αδέξιο ψηλό κότσο. Μπαίνει μέσα στη γεμάτη πια μπανιέρα, νιώθοντας το νερό να της καίει το δέρμα, αφήνοντας μια αίσθηση σαν από μύριες βελόνες να την τσιμπάνε σ’ ολόκληρο το σώμα της. Πίνει ακόμα μια γουλιά κρασί και ύστερα ξαπλώνει, αφήνοντας το νερό να τη σκεπάσει. Κλείνει τα μάτια της και ικετεύει σιωπηλά για έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Ξυπνά λίγο αργότερα, αδυνατώντας να προσδιορίσει πόση ώρα ακριβώς έχει περάσει. Το νερό είναι ακόμα ζεστό μα υπάρχει κάτι νέο που πλανάται στην ατμόσφαιρα, μία απροσδιόριστη οσμή, αναδυόμενη απ’ το νερό. Είναι μια μυρωδιά που θυμίζει αμμωνία και της αφήνει μια μεταλλική γεύση στο στόμα. Φέρνει το ποτήρι με το κρασί στο στόμα της, θέλοντας να την ξεπλύνει, μα νιώθει σαν να πίνει βουρκόνερο. Οι τρίχες στη βάση του λαιμού της σηκώνονται, παρά τη ζεστή ατμόσφαιρα του δωματίου και ξαφνικά διαπιστώνει πως δεν έχει ξυπνήσει. Ονειρεύεται ακόμα.
Ανακάθεται στη μπανιέρα, ώστε το νερό της φτάνει τώρα ως τη μέση, κι αρχίζει απεγνωσμένα με τ’ ακροδάχτυλα της – ακόμα μουδιασμένα απ’ το ζεστό νερό – να ψάχνει κάθε σπιθαμή του σώματος της, λες και για να βεβαιωθεί πως είναι ακόμα εκεί, ακέραιο. Φέρνοντας τελικά τα χέρια της στο πρόσωπο της, διαπιστώνει έντρομη πως δεν αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που ψηλαφεί. Πετάγεται έξω απ’ τη μπανιέρα και χωρίς να σκουπιστεί στέκεται μπροστά στον καθρέφτη, κοιτώντας κατάματα μια άγνωστη, στα πόδια της οποίας έχει σχηματιστεί μία μικρή μα επεκτεινόμενη, κόκκινη λιμνούλα.
Τρέχει σκοντάφτοντας ως το δωμάτιο της, στάζοντας ακόμα, και κλειδώνει την πόρτα πίσω της. Στρέφει απότομα το κεφάλι της, διαισθανόμενη μάτια στραμμένα πάνω της. Στη θέση της στοίβας με τα ρούχα που προηγουμένως υπήρχε πάνω στην καρέκλα, κάθεται τώρα αναπαυτικά μια σιλουέτα που της φαίνεται ανθρώπινη κι επικίνδυνα πραγματική. Η φιγούρα κάθεται ακίνητη, αμίλητη, και συνταρακτικά συμπαγής, σαν να σφύζει επίπονα από ύλη, έτοιμη σχεδόν να εκραγεί.
Πλησιάζει διστακτικά, μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνει. Βρισκόμενη τώρα μερικά μόνο βήματα από την απόκοσμη φιγούρα της καρέκλας, μπορεί να την περιεργαστεί καλύτερα, μα το ερέθισμα απ’ τα μάτια της αδυνατεί να μεταφραστεί στο μυαλό της, δημιουργώντας έτσι μία εικόνα θολή και συγκεχυμένη. Απλώνει μπροστά τα χέρια της, ακουμπώντας δειλά τη σιλουέτα απέναντι της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεθολώσει την εικόνα επιστρατεύοντας την αίσθηση της αφής. Το δέρμα της είναι ψυχρό και κολλώδες και η υφή του είναι σίγουρα ανθρώπινη. Ακολουθώντας το περίγραμμα της σιλουέτας της καρέκλας, φτάνει στο κεφάλι κι αρχίζει να ψηλαφά αναγνωριστικά τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του δικού της προσώπου, αυτά της φαίνονται γνώριμα ή καλύτερα, ανατριχιαστικά οικεία.
Ξαφνικά, σαν πεφωτίζουσα αστραπή, η εικόνα ξεκαθαρίζει στο μυαλό της. Το πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά της, το πρόσωπο που αγγίζει τρεμάμενα και κάπως στοργικά με τ’ ακροδάχτυλα της, δεν είναι άλλο από το δικό της πρόσωπο. Παγώνει. Χρειάζεται να αναγκάσει τον εαυτό της να πάρει ανάσα, με το στήθος της να καίει κατά τη βίαιη είσοδο του αέρα στα πνευμόνια της. Ασυναίσθητα και σαν από συνήθεια του μυαλού της όταν αυτό ξυπνάει βίαια από το λήθαργο του, κοιτάζει το ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Δείχνει 3:45. Σηκώνεται από την καρέκλα και μπαίνει ξανά κάτω από τα σκεπάσματα.