,

Η Στέρφα

Όταν ακούστηκε στο χωριό πως ο μοναχογιός του προέδρου θα παντρευόταν, η είδηση διαδόθηκε από στόμα σε στόμα με την ταχύτητα του φωτός. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι καινούριο εξάλλου, πάντα έτσι γινόταν. Οι χωριανοί διψούσαν για οτιδήποτε νέο. Ήταν γι’ αυτούς ένα μικρό διάλειμμα απ’ την κατά τ’ άλλα ήσυχη καθημερινότητά τους. Κάθε τι καινούριο, ήταν ευκαιρία για κουτσομπολιό. Πώς να περάσει εξάλλου κι ο χρόνος σ’ αυτό το μικρό, ορεινό χωριό; Λίγοι οι κάτοικοι, γνωστοί από πάντα μεταξύ τους. Είχαν αναμασήσει την ιστορία καθενός, άπειρες φορές. Στο χωριό θα ερχόταν μετά από καιρό καινούριο “αίμα” κι αυτό, ήταν είδηση.

Έφτασε και στ’ αυτιά της Ελένης το νέο κι ας μην ασχολιόταν με τα κουτσομπολιά. Της τα πρόφτασε η κυρά Ευγενία, όταν πήγε στο φούρνο το πρωί να πάρει ψωμί. “Καιρός του ήταν! Τα 30 κοντεύει! Όσο για τη νύφη; Όμορφη λένε πως είναι. Μακάρι να είναι και καπάτσα, μπας και τον συμμαζέψει τον Γιωργή, γιατί καλό παιδί, δεν λέω, αλλά είναι λιγουλάκι… μπερμπαντάκος” της είχε πει όσο της τακτοποιούσε τη φρατζόλα στη σακούλα. Η Ελένη την ευχαρίστησε και βγήκε απ’ το μαγαζί, παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι της.

Τον ήξερε η Ελένη τον Γιωργή από μικρό παιδί κι ας μην ήταν εκείνη γέννημα θρέμμα του χωριού. Ο Γιώργης ήταν γνωστός για τον βίαιο χαρακτήρα του και την αδυναμία του στις γυναίκες. Από μικρός έπαιρνε το αυτοκίνητο του πατέρα του και πήγαινε στην κοντινή μεγαλούπολη, σε κακόφημα μαγαζιά και παράνομα σπίτια. Πολλές φορές είχε επιστρέψει χτυπημένος από καβγάδες που δημιουργούσε και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πατέρας του έτρεχε ξημερώματα να τον μαζέψει απ’ το τμήμα. Στο όνομα του πατέρα του το χρωστούσε, που το θέμα δεν έπαιρνε έκταση και τη γλίτωνε με λίγες συστάσεις απ’ την αστυνομία. Έπινε κι έπινε πολύ. Χαρτόπαιζε και γυρνούσε σε καταγώγια με αμφιβόλου ηθικής γυναίκες. Ένα ρεμάλι ήταν ο Γιωργής, όλοι το ήξεραν στο χωριό κι ας μην τολμούσε κανείς να το πει φανερά, από φόβο για τον πατέρα του, που ήταν πρόεδρος.

Γυρνώντας στο σπίτι της η Ελένη, έφτιαξε ένα καφεδάκι και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Στο μυαλό της ακόμη γυρνούσε αυτό που της είχε πει η κυρά Ευγενία στο φούρνο. Καπάτσα; Ποια καπάτσα θα παντρευόταν τον Γιωργή; Πολύ φοβόταν πως θα ήταν κανένα έρμο κοριτσάκι που θα περνούσε μαύρη ζωή στο πλάι του. Δύσκολος άνθρωπος ήταν ο Γιωργής, πολύ δύσκολος κι η Ελένη ήξερε καλά πως δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Το ήξερε από πρώτο χέρι…

Έτσι δύσκολος ήταν κι ο Λάμπρος, ο άντρας της. 17 χρονών κοριτσάκι ήταν όταν τον παντρεύτηκε. Την είχε δει ο Λάμπρος σ’ ένα πανηγύρι και της έστειλε προξενιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη την έδωσαν οι γονείς της. Ο Λάμπρος ήταν από διπλανό χωριό και τον είχε τον τρόπο του, θα ζούσε μια καλή ζωή της είπε ο πατέρας της. Εκείνη δεν ήθελε, δεν ήθελε να παντρευτεί χωρίς να αγαπήσει, αλλά πού να τολμήσει να φέρει αντίρρηση! “Θα τον αγαπήσεις με τον καιρό. Κι εγώ δεν τον ήξερα τον πατέρα σου πριν το γάμο, αλλά δες, μια χαρά ζήσαμε τόσα χρόνια. Κάναμε και τρία παιδιά… αυτός είναι ο προορισμός της γυναίκας κόρη μου” της είπε η μάνα της.

Και τον επήρε το Λάμπρο. Τον επήρε και άφησε το πατρικό της και μετακόμισε στο σπίτι του, μαζί με τη μάνα του, μιας κι ο πατέρας του είχε από χρόνια πεθάνει. Και τον είχε τον τρόπο του ο Λάμπρος. Και κτήματα και χωράφια… Τίποτα δεν της έλειπε. Τίποτα, εκτός από αγάπη, γιατί ο Λάμπρος δεν την αγαπούσε την Ελένη, ούτε και προσπάθησε να την αγαπήσει όπως εκείνη ήλπιζε, όπως η μάνα της της είχε πει.

Ούτε κι η μάνα του την αγάπησε ποτέ, ψυχρά της μιλούσε και της φερόταν απ’ την πρώτη στιγμή κι όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο πιο σκληρή γινόταν απέναντί της. “Πότε θα πιάσεις κανένα παιδί; Τι σε πήραμε;” της έλεγε και κατέβαζε η Ελένη το βλέμμα, πού να αντιμιλήσει στην πεθερά, εκείνη ήταν η κυρά του σπιτιού κι έπεφτε το βράδυ στο κρεβάτι κι όλο έκλαιγε. “Αν κάνω ένα παιδί, ίσως και μ’ αγαπήσει” σκεφτόταν κι έσφιγγε το μαξιλάρι στο πρόσωπό της, μην την ακούσει ο Λάμπρος και ξυπνήσει, όταν ήταν στο σπίτι κι εκείνος, γιατί πολλά ήταν τα βράδια που έλειπε. “Για δουλειές τρέχω!” της έλεγε κι ας βούιζε όλο το χωριό για τα ξενύχτια του στα κακόφημα μαγαζιά στην κοντινή μεγαλούπολη.

Ήξερε η Ελένη, δεν χρειαζόταν να ακούσει απ’ το χωριό πως ο άντρας της γυρνούσε με άλλες γυναίκες. Το ήξερε, το ένιωθε, το μύριζε πάνω του κι ας μην μιλούσε. Και πού να μιλήσει; Μια φορά τόλμησε και τον ρώτησε γιατί έλειπε ένα βράδυ και δεν δίστασε να την πλακώσει στο ξύλο μπροστά στη μάνα του. Κι εκείνη καθόταν και κοιτούσε χωρίς να λέει λέξη. Ήξερε η Ελένη πού γυρνούσε ο Λάμπρος τα βράδια. Κι όλο το χωριό το ήξερε κι αυτό και πως την ξυλοφόρτωνε κάθε τρεις και λίγο, αλλά κανείς δεν μιλούσε. Και τι να πει; Εδώ οι ίδιοι της οι γονείς ήξεραν και δεν έλεγαν λέξη. “Άντρας σου είναι. Θα βρεις τρόπο να τον κουμαντάρεις. Και να τον σέβεσαι. Κι αυτόν και την πεθερά σου. Σπίτι τους μένεις. Μη μας ντροπιάσεις!” της έλεγαν.

Και δεν τους ντρόπιασε. Δεν έφυγε απ’ το σπίτι του Λάμπρου και της μάνας του. Έμεινε εκεί και υπέμενε την υποτιμητική συμπεριφορά και των δυο τους. Κι άντεχε να την προσβάλλουν χωρίς να αντιδρά. Και υπέμενε να την λένε στέρφα κι άχρηστη, που δεν είχε καταφέρει να τους δώσει ένα παιδί να συνεχιστεί το όνομά τους. Κι όταν ο Λάμπρος γυρνούσε μεθυσμένος και την έριχνε στο κρεβάτι, κουβέντα δεν έλεγε, τον άφηνε να μπαινοβγαίνει βίαια μέσα της μέχρι να ξεθυμάνει και μετά γύριζε στο πλάι κι έκλαιγε αθόρυβα, μην τον ενοχλήσει. Κι όταν η πεθερά της αρρώστησε βαριά κι έμεινε στο κρεβάτι, την φρόντισε η Ελένη σαν να ήταν δική της μάνα. Στέρφα κι άχρηστη την έλεγε η πεθερά της μέχρι και που πέθανε. Στέρφα κι άχρηστη την έλεγε κι ο Λάμπρος, μέχρι που έφυγε κι αυτός να τη συναντήσει.

Μόνο όταν έμεινε μόνη η Ελένη στο σπίτι τους, τότε μόνο κατάφερε ν’ αρχίσει να αναπνέει χωρίς να φοβάται. Και δεν την ένοιαζε που πια από “η στέρφα” έγινε για τους χωριανούς “η χήρα”. Το μόνο που την ένοιαζε, ήταν που πια μπορούσε να πίνει τον καφέ της ήρεμη στην κουζινούλα της, χωρίς να ακούει φωνές και προσβολές, χωρίς να υπάρχει κανείς να την μειώσει και να την χτυπήσει χωρίς έλεος.

Θα ήθελε να είχε ένα παιδί η Ελένη, θα ήθελε να είχε νιώσει στα σπλάχνα της ένα πλάσμα να κινείται, θα ήθελε να είχε γεμίσει την αγκαλιά της με ένα μωρό, ν’ ακούσει ένα τόσο δα μικρό πλασματάκι να τη φωνάζει μαμά… Θα ήθελε, αλλά δεν ήτανε γραφτό της. Την μία και μοναδική φορά που έμεινε έγκυος, απέβαλλε. Απέβαλλε απ’ το ανελέητο ξύλο που της έριξε ο Λάμπρος, που είχε γυρίσει μεθυσμένος στο σπίτι. Δεν το ήξερε ακόμη για την εγκυμοσύνη, καλά καλά δεν το είχε καταλάβει κι η ίδια. Το κατάλαβε απ’ την αιμορραγία που είχε και την άλλη μέρα πήγε κρυφά στο γιατρό και της το επιβεβαίωσε. Κουβέντα δεν είπε σε κανέναν. Τι να πει άλλωστε; Ότι την χτύπησε ο άντρας της κι έχασε το μωρό; Δεν μπορούσε να τους ντροπιάσει! Κι έτσι υπέμενε ν’ ακούει να την φωνάζουν στέρφα κι ας ήξερε. Το υπέμενε με μια κρυφή ελπίδα να πιάσει σύντομα ξανά ένα μωρό και να τους βουλώσει επιτέλους τα στόματα. Δεν τα κατάφερε… Δεν τα κατάφερε, αλλά είχε από χρόνια πια πάψει να την πειράζει. Σημασία είχε πως ήταν ήρεμη πια.

Άκουσε φωνές και σηκώθηκε όρθια στο παράθυρο της κουζίνας της. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε απέναντι. Κόσμος πηγαινοερχόταν στο σπίτι του προέδρου. Η γυναίκα του προέδρου γυρνούσε στην αυλή μ’ ένα δίσκο στο χέρι και κερνούσε τον κόσμο. Ανάμεσά τους είδε και τον Γιωργή. Τον είδε να συζητάει μεγαλόφωνα με κάποιους άλλους απέναντί του. Στο πλάι του στεκόταν μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα. Ο Γιωργής δεν γύρισε στιγμή προς το μέρος της. Εκείνη δεν μιλούσε, μοναχά είχε στραμμένο το βλέμμα της κάτω. Κάτι της θύμιζε της Ελένης το σουλούπι και η μαζεμένη στάση της. Κάτι της θύμιζε, που την έκανε να δακρύσει. “Ο Θεός να σου δώσει δύναμη…” μονολόγησε και τράβηξε την κουρτίνα, σκουπίζοντας τα μάτια της.

Κική Γιοβανοπούλου

8 απαντήσεις στο “Η Στέρφα”

  1. Πραγματικά θα ήθελα να ολοκληρώσω την ιστορία σας…… Μου τράβηξε το ενδιαφέρον…..

    • Πολύ καλή ροή…
      Σε γεμίζει με εικόνες… σκέψεις….
      Σε σημείο που δεν κατάλαβα…ότι τελείωσε το κείμενο….
      Θα πρέπει να έχει και συνέχεια…. είναι απαραίτητη τουλάχιστον για εμένα!

    • Συγχαρητηρια στην πενα σας!!
      Θα ηθελα να συνεχιστει ομως, με εντυπωσιασαν τα προσωπα!!

  2. Πολύ καλό μου έφερε αναμνήσεις από πολύ παλιά για την ζωη των γυναικών στις κλειστές κοινωνίες των συνοικιών! Μπράβο!

Απάντηση σε ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading