,

Γυάλινα ψέματα

Κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο κι ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της. Ακούμπησε την κούπα στο τραπεζάκι κι αναστέναξε. Όλη αυτή η κατάσταση είχε αρχίσει να της την δίνει στα νεύρα! Δεύτερη εβδομάδα χωρίς δουλειά λόγω της καραντίνας. Και πάνω που είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω της οικονομικά…

Οι βραδινές εμφανίσεις στο κέντρο που τραγουδούσε είχαν σταματήσει από καιρό και το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν έκλεισε και το μαγαζί που δούλευε τα πρωινά. Μεροκάματα έκανε και στις δυο δουλειές της και μάλιστα μαύρα, άρα φράγκο δεν θα έμπαινε στην τσέπη της μέχρι να τελειώσει όλο αυτό. Είχε κάποια χρήματα στην άκρη, αλλά πόσο θα μπορούσε να κινηθεί μ’ αυτά; Σύντομα θα τελείωναν. Να κινηθεί… τρόπος του λέγειν. Δυο βδομάδες δεν είχε ξεμυτίσει απ’ το σπίτι της. Χρυσή την είχαν κάνει οι γονείς της να πάει στο χωριό, αλλά φοβόταν. Κάθε μέρα ερχόταν σε επαφή με τόσο κόσμο κι γονείς της ήταν μεγάλοι άνθρωποι, αν είχε κάτι και τους το μετέφερε; “Θα μείνω λίγες μέρες στο σπίτι κι αν δεν εμφανίσω συμπτώματα θα έρθω” τους είχε υποσχεθεί, αλλά σύντομα βγήκαν αυτά τα νέα μέτρα που απαγόρευαν τις άσκοπες μετακινήσεις. Είχε και μια μικρή ενόχληση στο λαιμό και φοβήθηκε να το διακινδυνεύσει. Είχε κι ο πατέρας της αυτό το θέμα με την καρδιά του… Την τρόμαζε αυτή η κατάσταση. Φοβόταν μην πάθουν τίποτα οι δικοί της, είχαν ακουστεί και κάποια κρούσματα στα γύρω χωριά. Ευτυχώς ήταν η αδερφή της κοντά και της είχε υποσχεθεί ότι θα τους προσέχει.

Η Φένια είχε πάνω από 15 χρόνια που είχε φύγει απ’ το χωριό της. Είχε πάει στην Αθήνα για σπουδές και μετά βρήκε αμέσως δουλειά κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Μετά άρχισε να ασχολείται και με το τραγούδι, που πάντα ήταν η μεγάλη της αγάπη και κάπως έτσι έγινε μόνιμη κάτοικος Πειραιά. Τον αγαπούσε τον Πειραιά, λάτρευε τα φώτα στο λιμάνι, την έντονη ζωή και την πολυκοσμία που δεν θύμιζαν σε τίποτα το ήσυχο χωριό της. Συνέχισε να πηγαίνει στο πατρικό της, αλλά ήταν πάντα για λίγο. Ίσα να δει τους γονείς και τους παιδικούς της φίλους, να πάρει μια “τζούρα” οξυγόνου και να γυρίσει πάλι πίσω. Στη ζωή που είχε φτιάξει και που παρά τις δυσκολίες αγαπούσε.

Άλλαξε αρκετές δουλειές τα τελευταία 15 χρόνια, η μόνη της σταθερά όμως ήταν το τραγούδι. Αυτό ήταν η καψούρα της και πάντα ονειρευόταν πως κάποτε θα γινόταν γνωστή και όλοι θα τραγουδούσαν τα τραγούδια της. Δεν την πείραζε όμως και τόσο που στα 35 της πια δεν το είχε καταφέρει. Της αρκούσε να κρατά στα χέρια της ένα μικρόφωνο και να γεμίζει την ψυχή της μελωδίες.

Κουλουριάστηκε στην πολυθρόνα της και κοίταξε τις στάλες τις βροχής στο παράθυρο. Πάντα την μελαγχολούσε η βροχή, πόσο μάλλον τώρα που το κλίμα ήταν βαρύ απ’ όλες τις απόψεις. Έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε το κεφάλι της στο πίσω μέρος της πολυθρόνας. Πού να βρισκόταν άραγε εκείνος; Πόσο καιρό είχε να τον σκεφτεί; Ο Μανώλης. Ο Μάνος της. Εκείνο το όμορφο αγόρι, με τα μελαγχολικά μάτια…

Δεν θυμόταν καν πώς είχε μπει σ’ εκείνο το site. Δεν έψαχνε για γνωριμίες, αλλά κάποιο βράδυ που βαριόταν, είπε να σκοτώσει την ώρα της. Όταν της μίλησε, ήταν σίγουρη πως το προφίλ του ήταν ψεύτικο. Η φωτογραφία του ήταν… ήταν τόσο όμορφος! Της είπε πως τον λένε Μανώλη, πως ήταν 28 χρονών και ζούσε στην Αγγλία. Της είπε πως ήταν Έλληνας και πως βρισκόταν εκεί για δουλειά.

Στην αρχή ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Για καιρό δεν πίστευε πως ήταν καν ο ίδιος τύπος μ’ αυτόν στη φωτογραφία. Για καιρό οι επαφές τους ήταν μια στο τόσο, όταν έβρισκε χρόνο και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Για καιρό δεν πίστευε καν πως όσα της έλεγε ήταν αλήθεια. Κι ήρθαν σιγά σιγά οι επαφές τους κι έγιναν καθημερινές. Της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τον απόντα πατέρα του και τη μητέρα του που τη λάτρευε. Της μιλούσε για την καθημερινότητά του, τη δουλειά του, τον σκύλο του… Σιγά σιγά άρχισε κι εκείνη να του ανοίγεται, του μιλούσε για την οικογένεια και το χωριό της, για τη δουλειά της, για τα όνειρά της. Σιγά σιγά άρχισαν σαν μικρά μπουμπούκια να σκάνε τα συναισθήματα μέσα της. Κι εκείνη τρόμαζε. Κι εκείνος της έλεγε να μη φοβάται…

“Θέλω να σε δω” του έλεγε. “Όταν έρθω Ελλάδα θα βρεθούμε” της απαντούσε. “Θέλω να σ’ ακούσω” του έλεγε. “Όλα θα γίνουν…” της απαντούσε. Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνη ένιωθε να λιώνει για εκείνον κι ας μην τον είχε αντικρίσει ποτέ πραγματικά. Κι ήρθαν και τα πρώτα “σ’ αγαπώ” κι οι πρώτες ζήλιες. Ήρθαν και τα πρώτα καβγαδάκια και τα πρώτα “μη μ’ αφήσεις”. Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνος ακόμη αρνιόταν να μιλήσουν έστω στο τηλέφωνο. Κι εκείνη πείσμωνε κι εκείνος όλο της έλεγε “φοβάμαι μη σε χάσω!”.

Μήνες μετά την πρώτη επαφή τους κι ενώ πια η Φένια ένιωθε πως ανέπνεε μόνο για τον Μάνο της, του είπε ξανά πως θέλει να τον ακούσει, πως απαιτεί να πούνε έστω δυο κουβέντες στο τηλέφωνο. Κι ήταν τότε η στιγμή που εκείνος έδειξε να λυγίζει και της είπε την δική του αλήθεια. Πως δεν μπορούσε να μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, γιατί… δεν θα μπορούσε να την ακούσει. Πως έχει πρόβλημα ακοής. Και τότε εκείνη λύγισε και έκλαψε. Έκλαψε όχι γιατί μ’ αυτό άλλαζε κάτι μέσα της, αλλά γιατί ο άνθρωπος αυτός, αυτός που θεωρούσε άνθρωπό της είχε περάσει τόσα πολλά! Έκλαψε γιατί ο άνθρωπος αυτός που σήμαινε τόσα για εκείνη, σκέφτηκε έστω και μια στιγμή πως αυτός θα ήταν ένας λόγος να τον αφήσει. Έμεινε αμίλητη να κοιτάει την οθόνη και να κλαίει ασταμάτητα κι εκείνος… εκείνος της έγραψε “έφυγες;”. “Δεν μπορώ να φύγω πια μακριά σου! Σ’ αγαπάω!” του είχε απαντήσει.

Και δεν έφυγε. Κράτησε σαν φυλαχτό την υπόσχεσή του πως όταν έρθει στην Ελλάδα θα βρεθούνε και συνέχισε να του δίνει την ψυχή της κάθε μέρα, με κάθε τρόπο. Του άνοιξε την καρδιά της και του είπε τις πιο βαθιές, τις πιο κρυφές της σκέψεις κι εκείνος της μίλησε για όλα, για όλα τα δύσκολα που είχε περάσει. Κι ήταν πολλά! Τόσο πολλά που την έκαναν να τον πονέσει ακόμη περισσότερο. Να τον πονέσει και να τον θαυμάσει που παρόλα όσα είχε ζήσει, ήταν ακόμη δυνατός και μαχητής.

Κι όσο ο καιρός περνούσε, τόσο περισσότερο ένιωθε να δένεται μαζί του. Ήταν πια καθημερινή της ανάγκη. Κι ας ήταν 30 χρονών κι ας ήταν όλα αυτά, πράγματα που ως τότε κορόιδευε και έλεγε πως ήταν για παιδαρέλια. Κι ας ήταν μια γυναίκα που είχε δει και ζήσει πολλά ως τότε. Κι όλο της έλεγε “Φοβάμαι μην έρθει μια μέρα κι απλά φύγεις. Μην εξαφανιστείς. Μη σε χάσω!”. Κι όλο του ορκιζόταν πως δεν πρόκειται να τον αφήσει…

Και κάπως έτσι πέρασε σχεδόν ένας χρόνος. Ένας χρόνος που αντάλλασσαν φωτογραφίες και όνειρα και λόγια αγάπης. Ένας χρόνος που ταξίδευε με τα λόγια και τη σκέψη του. Ένας χρόνος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, ονειρευόταν πως βρίσκεται μαζί του, πως ζούσε πια στη Αγγλία στο πλάι του, πως τον περίμενε να γυρίσει απ’ τη δουλειά και τον υποδεχόταν με φιλιά και αγκαλιές. Πως ερχόταν στην Ελλάδα και την πήγαινε στην μητέρα του να τη γνωρίσει, πως τον έπαιρνε απ’ το χέρι και τον πήγαινε στους δικούς της.

Δεν είχε σκεφτεί ποτέ στη ζωή της να παντρευτεί η Φένια. Αυτό ήταν ένα πλάνο που δεν είχε ποτέ στο μυαλό της. Ούτε παιδιά ήθελε να κάνει. Αυτό που ονειρευόταν ήταν να καταφέρει να πετύχει στη δουλειά της και κάνει ταξίδια που τόσο τ’ αγαπούσε. Η σκέψη του Μάνου της όμως, την είχε κάνει να σκέφτεται τόσο διαφορετικά! Κι όσο η λογική της της ούρλιαζε να προσέχει, τόσο η καρδιά της χτυπούσε μόνο για εκείνον.

Κι ήρθε ένα πρωί που πήγε να του πει την καθημερινή της καλημέρα και είδε πως το προφίλ του δεν υπήρχε πια. Κι άρχισε η καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, την έπιασε ταραχή. Τι να είχε συμβεί; Πού να είχε πάει; Κάτι είχε πάθει; Του έστειλε mail κι έμεινε να περιμένει απάντησή του χωρίς ανάσα. Για ποιο λόγο είχε σβήσει το προφίλ του; Τι είχε γίνει; Γιατί της το έκανε αυτό; Κι απάντηση δεν ήρθε. Και ξαναέστειλε κι άλλο κι άλλο κι άλλο… Κι όσο έμεναν τα mail της αναπάντητα, τόσο ένιωθε να μαραίνεται. Υπέφερε! Δεν άντεχε στην απουσία και τη σιωπή του!

Κι ο καιρός περνούσε κι άρχισε σιγά σιγά να συμβιβάζεται, άρχισε σιγά σιγά να πείθεται πως όλα ήταν ψέμα. Κι έκλαψε και βλαστήμησε κι έβαλε όλα τα “ίσως” στο μυαλό της. Ίσως ήταν κάποιος παντρεμένος, ίσως ήταν κάποια γυναίκα, ίσως ήταν οτιδήποτε άλλο κι όχι ο Μάνος που είχε στο μυαλό της. Όχι ο Μάνος που είχε ερωτευτεί κι ας της ακουγόταν ακόμη και τότε γελοία η σκέψη. “Πώς γίνεται να ερωτευτείς έναν άνθρωπο που δεν έχεις δει ποτέ σου;”…

Κι ο καιρός περνούσε και σιγά σιγά ξεθώριαζε η σκέψη του στο μυαλό της. Κι έπαψε σιγά σιγά να πονάει τόσο κι έπαψε να τον θυμάται. Έπαψε πια να φέρνει κοινές τους εικόνες στο μυαλό της όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι…

Τόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε κι ακόμη καμιά φορά, σπάνια πια, αναρωτιόταν τι να κάνει αυτός ο άνθρωπος που του είχε χαρίσει έναν ολόκληρο χρόνο απ’ τη ζωή της κι απλά σε μια στιγμή την άφησε πίσω. Πήρε το κινητό της στα χέρια της και βρήκε το τελευταίο μήνυμα που του είχε στείλει. “Με νίκησες…” του είχε γράψει.

Ένα ψέμα ήταν. Ένα γυάλινο ψέμα που πίστεψε με όλο της το είναι και που όταν έσπασε, τα θραύσματα την γέμισαν πληγές. Ταράχτηκε για μια στιγμή. Κι αν δεν ήταν ψέμα; Στη Αγγλία δεν έχουν πάρει μέτρα για τον ιό! “Να προσέχεις Μάνο μου!” ψιθύρισε. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε έξω. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει…

Κική Γιοβανοπούλου

Μία απάντηση στο “Γυάλινα ψέματα”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading