“Καλημέρα Κατερίνα. Καφεδάκι;”
“Καλημέρα Γιώργο. Ναι, ευχαριστώ.”
Αυτός ήταν ο καθημερινός, απαράλλαχτος διάλογος μεταξύ τους, με μικρές παρεκκλίσεις πού και πού, του στυλ “Χρόνια πολλά, όλα καλά; Ζέστη σήμερα…”. Μια καθημερινή ιεροτελεστία που περιλάμβανε, εκτός από τον αγαπημένο καφέ της Κατερίνας (φρέντο εσπρέσσο, σκέτο πάντα) και την τόσο κλισέ απελπισία του να γουστάρει τον, κατά οχτώ χρόνια μικρότερο, σερβιτόρο. Και να ξέρει ότι την γουστάρει κι εκείνος. Και κανείς από τους δύο να μην έχει το θάρρος να το πει.
Ο Γιώργος ήταν 25 χρονών. Δούλευε ήδη εδώ και πέντε χρόνια στο στέκι, το οποίο ήταν το αγαπημένο της. Έπινε τον καφέ της εκεί καθημερινά, βρέξει – χιονίσει. Όχι επειδή ήταν αυτός εκεί, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Είχε φυσικά προσέξει εξαρχής ότι έχει σκούρα, καστανά μάτια που έμοιαζαν να σε βλέπουν πραγματικά, κι όχι απλά να σε κοιτάνε. Εκείνα τα μάτια… ήταν το πρώτο πράγμα που είχε προσέξει πάνω του και αυτό που ακόμη και σήμερα, λάτρευε να κοιτάζει.
Αλλά τότε, ενώ τα είχε προσέξει και είχε δει ότι την κοιτάζουν συχνά λίγα δευτερόλεπτα πιο πάνω από το κανονικό, δεν είχε δώσει σημασία. Μόλις είχε χωρίσει από μια σχέση πολλών δυστυχισμένων χρόνων και το τελευταίο που σκεφτόταν ήταν να μπλέξει σε κάτι καινούργιο. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε ούτε να βλέπει άντρες εκείνη την περίοδο. Η ψυχή της είχε πληγωθεί από την συναισθηματική κακοποίηση και την φθορά των τελευταίων, γεμάτων καυγάδες και αλληλοσπαραγμό, μηνών, πριν τον οριστικό χωρισμό. Γι’ αυτό και είχε αποφασίσει ότι θα έμενε μόνη, για μεγάλο διάστημα.
Έτσι έγινε. Έφτιαξε μια νέα ζωή, μια νέα ρουτίνα για τον εαυτό της, πιο ήρεμη και κυρίως, πιο χαρούμενη. Κάθε πρωί έπινε τον καφέ της, που για εκείνην ήταν ιερός. Και μαζί με τον φρέντο εσπρέσσο σκέτο, μέρος της ρουτίνας της, έγινε κι ο Γιώργος. Ο πάντα ευγενικός, ήρεμος Γιώργος, με τα όμορφα, σκούρα μάτια και τον σοβαροφανή χαρακτήρα. Ένα από τα πράγματα που της άρεσαν πιο πολύ πάνω του, ήταν πως δεν είχε το θράσος των άλλων παιδιών της ηλικίας του. Μιλούσε χαμηλά και καθαρά, είχε άψογους τρόπους και κρατούσε τις αποστάσεις του. Ποτέ δεν υπερέβαινε τα όρια και ποτέ δεν έκανε πρόστυχα αστεία, όπως κάποιοι από τους άλλους που δούλευαν εκεί. Στην Κατερίνα αυτό άρεσε, γιατί ήταν και η ίδια έτσι. Ήταν από την φύση της συγκρατημένη και το εκτιμούσε στους άλλους. Συγκεκριμένα, ήταν τύπος που δεν μιλούσε για τα συναισθήματά της ποτέ σχεδόν και ειδικά όταν ένιωθε πίεση, κλεινόταν στο καβούκι της (τυπική Καρκίνος).
Μετά από αρκετό καιρό, ανέλαβε η φίλη της να την διαφωτίσει, σε σχέση με τον Γιώργο. Τον ήξερε από μικρό και εκείνος της είπε εμμέσως πλην σαφώς, ότι του άρεσε η Κατερίνα.
“Καλά, αλήθεια τώρα;”
“Να μη σώσω να ξυπνήσω αύριο! Η ανιψιά μου, ξέρεις, η Σοφία, τον ψιλογουστάρει και εγώ αστειευόμουν γι’ αυτό κι εκείνος μου είπε πως δεν του αρέσουν οι μικρότερες γυναίκες. Ότι πάντα του άρεσαν οι μεγαλύτερες. Και στο τέλος μου πετάει το ωραίο”γιατί δεν μου λες για την άλλη φίλη σου;” Κι όταν ρώτησα, ποια εννοεί, μου λέει”με ποια πίνεις καφέ κάθε μέρα;”
“Έλα ρε συ! Δεν το περίμενα ότι θα ενδιαφερόταν για μένα!”. Όμως η αλήθεια ήταν ότι κάπου μέσα της ήξερε… Και ήταν πολύ ευχαριστημένη.
Από τότε, άρχισε να τον παρατηρεί. Θα έκανε κάτι; Θα έλεγε κάτι; Θα είχε το θάρρος να την πλησιάσει;
Μέχρι σήμερα, δεν το είχε κάνει. Ίσως επειδή διαισθάνθηκε πως ανοίχτηκε πολύ, αποφάσισε να κάνει πίσω. Ίσως το μετάνιωσε. Ίσως, περίμενε από εκείνη να κάνει την πρώτη κίνηση. Τώρα σώθηκε! Ποτέ δεν θα είχε το θάρρος να κάνει κάτι τέτοιο. Έτσι, εδώ και κάμποσο καιρό, έπαιζαν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Βλέμματα κλεφτά, ευγένεια, και κάθε φορά που τα δάχτυλά τους αγγίζονταν πάνω από τον καφέ ή τα ρέστα, μια μικρή έκρηξη επιθυμίας.
Πώς κάποιοι άνθρωποι έχουν σαν χόμπι τους το ψάρεμα, την ιστιοπλοΐας ή την κωπηλασία; Ε, η Κατερίνα είχε σαν χόμπι το να στοκάρει, να παρακολουθεί διαδικτυακά όσους την ενδιέφεραν. Αφού φρόντισε να τον κάνει φίλο στο φέισμπουκ και στο ινσταγκραμ, ξεκίνησε η έρευνα. Βέβαια ο Γιώργος δεν ήταν ιδιαίτερα ενεργός, αλλά από εκεί έμαθε ότι είναι κι αυτός Καρκίνος (είχε γενέθλια μια μέρα αργότερα από εκείνη), ότι του αρέσει η τέκνο μουσική (πράγμα που δεν καταλάβαινε καθόλου, η ίδια ήταν απομεινάρι των ’80s) και ότι του αρέσουν οι ταινίες περιπέτειας (χμμ… εδώ κάτι κάνουμε). Απ’ ό,τι ήξερε, ήταν ελεύθερος. Δεν τον έβλεπε με καμία κοπέλα, αν και κάτι της έλεγε, ότι αν είχε κοπέλα δεν θα την επιδείκνυε. Και γι’ αυτό της άρεσε τόσο πολύ. Φυσικά, όταν τον έπιανε το στριμμένο του, ήταν απόμακρος και τυπικός σαν Άγγλος σε επαγγελματική σύσκεψη.
Το καλοκαίρι πλησίαζε και η Κατερίνα το μύριζε στον αέρα, στην θάλασσα που γινόταν πιο αστραφτερή, πιο ζεστή μέρα με την μέρα, στα απογεύματα που γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, πιο γλυκά, κάνοντας τους ανθρώπους να θέλουν να είναι όλη την ώρα έξω.
Η Κατερίνα με την φίλη της, είχαν ήδη πιει μερικά κρασιά και είχαν αρχίσει να το νιώθουν για τα καλά. Γελούσαν και αστειεύονταν χαρούμενες με το όμορφο βράδυ. Η Κατερίνα όπως συνήθως, με το ένα μάτι κοίταζε τον Γιώργο, που σήμερα ήταν ιδιαίτερα όμορφος. Φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι που κολλούσε πάνω του σε όλα τα σωστά σημεία και που τόνιζε τα μάτια του. Πριν, που πήγε στην τουαλέτα, είχε διασταυρωθεί μαζί του στην είσοδο και εκείνος επίσης της είχε ρίξει ένα “βρώμικο” βλέμμα, κάτι που δεν συνήθιζε κι έτσι κατάλαβε ότι κι εκείνου του άρεσε σήμερα. Χάρηκε που φόρεσε αυτήν την ολόσωμη, στράπλες φόρμα, παρόλο που θα έπρεπε να την κατεβάσει ολόκληρη στην τουαλέτα.
Φυσικά, πιστός στις συνήθειές του ο Γιώργος, όταν γύρισε ούτε που την ξανακοίταξε. Μάστορας στο σκωτσέζικο ντους, ο μπάσταρδος.
Όταν γύρισε στο σπίτι, ήταν αρκετά αργά κι ενώ σκόπευε να κάνει ένα ντους και να ξαπλώσει, αρκετά ζαλισμένη όπως ήταν, χτύπησε το τηλέφωνο και ο αδερφός της βρήκε την ώρα να την αγγαρέψει.
“Να σου πω, δεν πας κάτω να πάρεις το ενοίκιο από τον Βασίλη; Με πήρε πριν λίγο.”
“Ρε Νίκο, μόλις γύρισα από κάτω, θα ξαπλώσω.”
“Το ξέρω ρε συ, συγνώμη αλλά τώρα με πήρε και μου είπε ότι αύριο θα πάει στο χωριό του, οπότε μην το χάσουμε, ποιος ξέρει πότε θα τον ξαναβρούμε.”. Ο Βασίλης δούλευε στο μπαρ του μαγαζιού, συνάδελφός του Γιώργου και νοίκιαζε ένα στούντιο του αδερφού της. Αυτό σήμαινε ότι θα ξαναέβλεπε τον Γιώργο για λίγο.
“Οκ, πάω, κλείσε.”
Μετά από ένα τέταρτο κι αφού είχε φρεσκάρει όπως όπως το μακιγιάζ της, έφτασε στο μαγαζί το οποίο έκλεινε. Έτρεξε μέσα και είδε τους σερβιτόρους να καθαρίζουν και να μαζεύουν τις καρέκλες. Ο Βασίλης δεν φαινόταν πουθενά. Ο Γιώργος ήρθε προς το μέρος της.
“Για το ενοίκιο ήρθες;”
” Ε ναι, ο αδερφός μου με έστειλε, τον πήρε τηλέφωνο και…”
“Ναι, έπρεπε να φύγει, αλλά άφησε τα χρήματα εδώ για σένα.Έλα μαζί μου.”
Την οδήγησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου ήταν ένας μικρός αποθηκευτικός χώρος, στον οποίο άφηνε το προσωπικό τα πράγματά του. Ήταν γεμάτος με κουβάδες και σκούπες.
Η Κατερίνα δεν ήταν προετοιμασμένη για την ξαφνική εγγύτητα με το σώμα του Γιώργου, σε ένα τόσο μικρό χώρο. Ένιωσε σαν να ανέβαινε σε μεγάλο υψόμετρο και να λιγόστευε το οξυγόνο σιγά σιγά.
“Ορίστε, τα είχα βάλει στο μπουφάν μου, να μην χαθούν”. Τώρα τα μάτια του την κοιτούσαν πάλι επίμονα, όχι βρώμικα, όπως πριν, αλλά με… Δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά την τρόμαζε και την ερέθιζε ταυτόχρονα.
“Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιώργο.”
“Τίποτα Κατερίνα. Λυπάμαι μόνο που χρειάστηκε να ξανακατέβεις ως εδώ. Αν ήξερα, θα είχα θυμίσει στον Βασίλη να στα δώσει νωρίτερα.” Χαμογέλασε. Ποτέ δεν της χαμογελούσε. Χαμογελούσε σε ξένους, στους πελάτες, στην φίλη της, αλλά όχι σε εκείνη.
“Δεν πειράζει.” Ο χώρος μύριζε απορρυπαντικό, καφέ, κλεισούρα και άρωμα. Το δικό του άρωμα, αναμεμειγμένο με μια υποψία ιδρώτα, εξαιτίας του πέρα δώθε με την δουλειά.
“Γιατί δεν μου χαμογελάς ποτέ;” της ξέφυγε, πριν προλάβει να το μπλοκάρει ο εγκέφαλός της, να το καταπνίξει η λογική της.
“Συγνώμη;” το βλέμμα του σοβάρεψε και την κοίταξε επίμονα. Επιφυλακτικά, αλλά επίμονα.
“Δεν μου χαμογελάς ποτέ. Χαμογελάς σε όλους σχεδόν, εκτός από μένα. Απλά μου κάνει εντύπωση. Γιατί;”
Την κοίταξε για λίγο σοβαρά. Έπειτα την πλησίασε. Τα μάτια του ούρλιαζαν. Ρωτούσαν εάν ήταν έτοιμη για αυτό, για το βήμα που θα τα άλλαζε όλα, για την απάντηση που θα τους πήγαινε παρακάτω ή στο πουθενά.
“Δεν το είχα προσέξει αυτό που λες, αλλά μάλλον θα είναι επειδή, σε αντίθεση με τους άλλους, εσένα σε παίρνω πολύ στα σοβαρά. Έτσι, δεν θέλω να κάνω κάτι λάθος.”
Τον κοίταξε. Τώρα ήταν μια ανάσα σχεδόν μακριά της. Τα σώματά τους ήταν τόσο κοντά, που ένιωθε την θερμότητα από το δικό του να διαχέεται και να ενώνεται με το δικό της κι αυτό ήταν που την έσπρωξε να πάρει το πρόσωπό του στα χέρια της και να ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών της, αντικρύζοντάς τον κατάματα.
“Χαμογέλασέ μου” του ψιθύρισε.
Εκείνος υπάκουσε. Χαμογέλασε και την κοίταξε με μάτια που έκαιγαν.
“Και τώρα φίλησέ με επιτέλους” του ξαναψιθύρισε.
Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν εκείνος σφραγίσει τα χείλη της με τα δικά του, ήταν το μωβ νυχτολούλουδο στο απέναντι μπαλκόνι, που ήδη άνθιζε, προμηνύοντας ένα καυτό καλοκαίρι…
Παναγιώτα Σούρλα