Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι έκανε. Την παρακολουθούσε να πηγαινοέρχεται σιωπηλή μέσα στο δωμάτιο κάνοντας ακατάληπτες κινήσεις, Άλλοτε κυκλικές σαν κάτι να ανακάτευε, άλλοτε σαν να έριχνε κάτι μέσα σε ένα φανταστικό σκεύος κι άλλοτε πάλι έσκυβε σαν να ήθελε να μυρίσει κάτι μέσα από ένα ανύπαρκτο δοχείο. Κάθε πρωί που την επισκεπτόταν η κόρη της στο δωμάτιό της για να της χορηγήσει τα φάρμακά της, την παρατηρούσε να εκτελεί ευλαβικά την ίδια επαναληπτική τελετουργία. Ακαταλαβίστικη μεν, κι όμως κάποιες μνήμες της σάλευαν από την άβυσσο του υποσυνείδητού της.
«Μάνα τι κάνεις εκεί;» τη ρώτησε κάποτε απορημένα.
«Μαγειρεύω, δε βλέπεις;» της απάντησε ενοχλημένα κοιτώντας τη με άδειο βλέμμα. «Όπου να’ ναι θα γυρίσουν τα παιδιά μου από το σχολείο. Έρχονται τόσο πεινασμένα τα άτιμα που δεν προλαβαίνουν ούτε τα χέρια τους να πλύνουν».
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε σταματήσει να τρώει τα αποστειρωμένα γεύματα που της έφερνε η κόρη της στο δωμάτιο σε ειδικό σακουλάκι σφραγισμένο σε κενό αέρος. Γεύματα απόλυτα ασφαλή και στείρα μικροβίων κι όμως από τότε που άρχισε να της φυραίνει το μυαλό εκείνη αρνούνταν και να τα δοκιμάσει. Δεν τα αναγνώριζε λέει για φαί, ήταν άυλα.
Έπειτα άρχισε να αντιστέκεται και στην μάσκα. Την τραβούσε με μανία μέχρι που της ξήλωνε τα λαστιχάκια και την έκοβε. Έπειτα την πατούσε με το αποστεωμένο πόδι της πάνω στο λευκό απολυμασμένο πλακάκι σαν να έλιωνε κάποιο βρωμερό ερπετό που απειλούσε να της πάρει τη ζωή. Και σαν να μην έφτανε αυτό απαιτούσε κι από την κόρη της να βγάλει τη δική της μάσκα. «Θέλω να δω το χαμόγελό σου» της έλεγε με παράπονο και κρυφή ελπίδα.
Το χειρότερο βέβαια ήρθε όταν επιχείρησε να καταπατήσει την απόσταση του ενάμιση μέτρου. Η πρώτη φορά που το προσπάθησε ήταν όταν βγαίνοντας μια μέρα η κόρη από το δωμάτιο ένιωσε ένα φευγαλέο άγγιγμα στον δέρμα της από ένα αδύνατο χέρι γεμάτο από γαλάζιες ορατές φλέβες. Ευτυχώς πρόλαβε και της απολύμανε όλη της την παλάμη πριν η ηλικιωμένη γυναίκα προλάβει ν’ αγγίξει το πρόσωπό της.
Μια άλλη φορά πάλι η μικρή εγγονή τρύπωσε κρυφά στο δωμάτιο και στάθηκε απέναντί της. Η γιαγιά την πλησίασε και άγγιξε με λαχτάρα το ξανθό κεφαλάκι της. Το παιδί τραβήχτηκε φοβισμένο, τρέμοντας στην ιδέα του τι θα μπορούσε να συμβεί εξαιτίας του. Εξομολογήθηκε στη μητέρα του τη ζαβολιά του η οποία έσπευσε με ζεστό νερό και φαρμακευτικό σαπούνι να σβήσει τα ίχνη της ανθρώπινης επαφής από τα σώματα που στιγμιαία είχαν αγγιχτεί . Μετά από λίγο το δέρμα της γιαγιάς και τα μαλλιά του κοριτσιού ήταν ξανά καθαρά και ασφαλή. Κανένα ξένο κύτταρο δεν φιλοξενούνταν, έστω και λαθραία, στην αμόλυντη επιφάνειά τους. Είχαν εξασφαλίσει άλλη μια μέρα υγείας. Άλλωστε έτσι δεν έλεγε η τηλεόραση ότι έπρεπε να ζουν; Μέρα με τη μέρα.
«Μάνα γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε η γυναίκα την ηλικιωμένη πριν βγει από το δωμάτιο για να μην συγχρωτίζονται για πολλή ώρα.
«Δεν θέλω άλλο να είναι όλα άσπρα… » απάντησε η γιαγιά.
Η γυναίκα βγήκε βιαστική και κάλεσε τον γιατρό σε βιντεοκλήση.
«Γιατρέ καλησπέρα. Η μητέρα μου έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη.»
Ειρήνη Κουτσουβέλη