Κάθισε απέναντι από τον αξιωματικό υπηρεσίας του τμήματος ασφαλείας κι έτρεμε ολόκληρη. Εκείνος ήταν τυπικός και ίσως λίγο βαριεστημένος. Σε λίγη ώρα έληγε η βάρδια του και ανυπομονούσε να γυρίσει στο σπίτι του, να παραγγείλει πίτσα και να απολαύσει τον τελικό του κυπέλλου. Η Σοφία ξεκίνησε να μιλά, στην αρχή διστακτικά, μα έπειτα τα λόγια έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα χείλη της.
«…Τώρα είμαι σίγουρη ότι την χτυπούσε, της φερόταν άσχημα. Εκείνη τον κάλυπτε, δεν το παραδεχόταν και είχε καταφέρει να με πείσει κι εμένα. Τώρα όμως συνδυάζω τα σημάδια που μια δυο φορές είχα δει τυχαία κι εκείνη μου είχε πει ότι κάπου χτύπησε, με τη συμπεριφορά εκείνου και την ξαφνική εξαφάνισή της… Και τα βάζω με τον εαυτό μου! Με την Έλενα είμαστε κολλητές από το δημοτικό. Έπρεπε να έχω επιμείνει περισσότερο, αφού την ήξερα καλύτερα κι από τον εαυτό μου. Κι ο Διονύσης δεν ήταν και κανένας κύριος. Ένας αγροίκος ήταν! Τώρα βλέπω πως τον αγαπούσε πολύ και είχε τυφλωθεί. Δεν έβλεπε ποιος είναι στην πραγματικότητα. Νόμιζε πως κι εκείνος την αγαπάει. Μα δεν είναι αγάπη αυτό, αρρώστια είναι!» έλεγε με σπασμένη φωνή και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
«Γιατί πιστεύετε ότι της έχει συμβεί κάτι κακό και όχι ότι πραγματικά εγκατέλειψε τον σύζυγό της, είτε γιατί έφυγε με κάποιον άλλον άντρα όπως υποστηρίζει εκείνος, είτε γιατί δεν άντεξε την συμπεριφορά που ισχυρίζεστε ότι είχε εκείνος απέναντι της;» στένεψε τα μάτια και την κοίταζε καταπρόσωπο, ενώ η ανάσα του είχε ήδη αρχίσει να βαραίνει.
Η Σοφία σκούπισε βιαστικά τα μάτια με την ανάστροφη της παλάμης της και πήρε βαθιά ανάσα για να εξηγήσει καλύτερα.
«Προχτές το απόγευμα την πήρα τηλέφωνο για να δω τι κάνει. Είχαμε μέρες να μιλήσουμε και είχα την έγνοια της. Οι γονείς της ζούσαν πλέον μόνιμα στο χωριό, συγγενείς στην πόλη δεν υπήρχαν και τα τελευταία χρόνια δεν είχε παρτίδες με τους παλιούς μας φίλους. Ουσιαστικά εγώ ήμουν ο μόνος κοντινός της άνθρωπος. Κι επειδή είχα τις υποψίες για τα… προβλήματα, ανησυχούσα για εκείνη. Δεν απάντησε στο τηλέφωνο και περίμενα να με πάρει πίσω. Όταν βράδιασε την κάλεσα ξανά. Δεν απάντησε. Τότε άρχισα να έχω ένα κακό προαίσθημα. Πήρα πολλές φορές ώσπου κάποια στιγμή το σήκωσε εκείνος, σε έξαλλη κατάσταση και μου είπε να μην ξαναπάρω. Τα έχασα. Πριν μου το κλείσει άκουσα την Έλενα να κλαίει. Αμέσως πήγα στο σπίτι τους. Ήταν σκοτεινά. Χτύπησα μα δεν φαινόταν να είναι κάποιος μέσα. Γείτονες δεν υπήρχαν τριγύρω, από πού να μάθαινα κάτι; Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και πήγα στο πατρικό του. Μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία λίγο έξω από την πόλη. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια, αδέλφια δεν είχε, οπότε το σπίτι ρήμαζε άδειο. Κι όμως όταν έφτασα είδα φως στο παράθυρο ενός από τα δωμάτια που φαινόταν από τον δρόμο! Χτύπησα την εξώπορτα μα κι εκεί καμία απάντηση. Κι αυτό το παλιόσπιτο στη μέση του πουθενά ήταν, ποιον να ρωτούσα, τι να έκανα; Ξαναβγήκα στον δρόμο για να δω το παράθυρο που είχε το φως, μα φως δεν υπήρχε!»
«Γιατί δεν ειδοποιήσατε τότε την αστυνομία;» την διέκοψε απότομα.
«Γιατί ξεγελάστηκα! Εκείνη τη στιγμή έλαβα αυτό το μήνυμα στο κινητό μου…» είπε κι έβγαλε από την τσέπη της το κινητό της τηλέφωνο.
Άναψε την οθόνη και του έδωσε να διαβάσει: «Δεν το σήκωσα γιατί δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Συγγνώμη. Έφυγα για το χωριό. Θα μείνω για λίγο στους γονείς μου και θα τα πούμε μόλις ηρεμήσω. Θα σε πάρω εγώ.»
«Το πίστεψα. Άρχισα να σκέφτομαι πως μέχρι εκείνη την ώρα παραλογιζόμουν που φοβήθηκα για τα χειρότερα και με το μήνυμά της καθησυχάστηκα. Σκέφτηκα πως το φως στο παράθυρο μπορεί να ήταν κάποια αντανάκλαση, να έκανα λάθος, ακόμα και να το φαντάστηκα, δεν ξέρω. Έφυγα κι απλώς ευχήθηκα να πάνε όλα καλά και περίμενα να με πάρει. Ε όταν πέρασε και η επόμενη ημέρα δεν άντεξα και πήρα εγώ. Το κινητό της ήταν κλειστό. Πήρα στο σταθερό και το σήκωσε η μητέρα της. Όταν τη ρώτησα τι κάνει η Έλενα, εκείνη απόρησε. Είχε μήνες να δει την κόρη της! Τρελάθηκα! Προσπάθησα να τα μπαλώσω για να μην ανησυχήσω τη γυναίκα, μέχρι να μάθω τι συμβαίνει. Της είπα πως εγώ είχα καταλάβει λάθος ότι θα πήγαινε εκεί η Έλενα κι άλλες ασυναρτησίες. Έπειτα πήρα τηλέφωνο τον Διονύση. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως και ακουγόταν αγριεμένος. Ανάμεσα σε βλαστημιές και γρυλίσματα, μου είπε ότι η Έλενα τον εγκατέλειψε για έναν άντρα που την γυρόφερνε εδώ και καιρό. Με κατηγόρησε ότι της έκανα πλάτες και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να είναι αλήθεια κάτι από αυτά που είπε. Η Έλενα τον κοίταζε μέσα στα μάτια, δεν υπήρχε κανένας άλλος. Τότε σιγουρεύτηκα ότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει και ήρθα εδώ. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι εκείνο το φως στο παράθυρο που αγνόησα… Πόσο λάθος έκανα…»
***
Ο Φίλιππος όταν σχόλασε και γύρισε στο σπίτι του δεν είχε πια διάθεση για πίτσα, ούτε για ποδόσφαιρο. Δεν άνοιξε καν την τηλεόραση. Πέρασε όλη τη νύχτα μέσα σε σκέψεις και σκοτεινές αναμνήσεις. Πόσες ομοιότητες με τη δική του ιστορία…
Οκτώ χρονών ήταν όταν ξαφνικά χάθηκε η μάνα του. Ο πατέρας του τότε δήλωσε ότι τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον κι έτσι ποτέ κανένας δεν έψαξε για εκείνη. Μα ο Φίλιππος δεν μπορούσε να ξεχάσει τις φωνές από τους καβγάδες τους και τα σημάδια στο πρόσωπο της μάνας του που την έκαναν να μη βγαίνει από το σπίτι για μέρες. Οι εφιάλτες τον βασάνιζαν για καιρό κι ας ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει πολλά. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο πατέρας του οδηγώντας μεθυσμένος, έπεσε σε έναν γκρεμό με το αυτοκίνητο. Ο Φίλιππος μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού του και ποτέ κανένας δεν έμαθε τι συνέβη στην πραγματικότητα.
Και τώρα αυτή η ιστορία ήρθε να ξεθάψει μνήμες που τον έκαναν να υποφέρει. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπορούσαν να γίνουν και πολλά. Χωρίς δήλωση εξαφάνισης και χωρίς αποδείξεις δεν γινόταν επίσημη καταγγελία. Οι υποψίες της κοπέλας δεν αρκούσαν. Εκείνος το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να το καταγράψει στο βιβλίο συμβάντων και να την προτρέψει αν είχε κάτι νεότερο να κάνει καταγγελία. Μα ένιωθε πως κάτι κρυβόταν πίσω από αυτή την ιστορία.
Ξημέρωσε κι εκείνος δεν είχε κλείσει μάτι. Δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Δεν ησύχαζε. Άρπαξε το μπουφάν του και βγήκε στον δρόμο βιαστικά. Ο παγωμένος αέρας που τον χτύπησε στο πρόσωπο τον ανακούφισε. Οδήγησε ως εκείνο το σπίτι στην εξοχή που του είχε αναφέρει η Σοφία, χωρίς να το σκεφτεί και πολύ. Έμοιαζε εγκατελλημμένο από καιρό, όπως του το είχε περιγράψει. Χτύπησε την εξώπορτα αλλά ήξερε ότι ήταν μάταιο, δεν επρόκειτο να πάρει απάντηση.
Άρχισε να αναρωτιέται αν αυτή η κοπέλα ήταν καλά στα μυαλά της κι ύστερα γέλασε με τη σκέψη ότι κι εκείνος μάλλον δεν ήταν και πολύ καλά που επηρεάστηκε από τα φαντάσματα του δικού του παρελθόντος.
Μα τότε το βλέμμα του έπεσε στο στενό πέρασμα που υπήρχε στο πλάι του σπιτιού. Ήταν γεμάτο αγριόχορτα. Κοίταξε προσεκτικά και παρατήρησε ότι φαινόταν πατημένα πρόσφατα. Ακολούθησε τις πατημασιές και κατέληξε στην πίσω αυλή. Κοίταξε γύρω, έρημη περιοχή. Δεν υπήρχε κανένα κτίσμα τριγύρω. Και τότε ένιωσε την καρδιά στο στήθος του να σφυροκοπά. Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί του και η ανάσα του έβγαινε γρήγορη, βαριά. Μπροστά του ένα μεγάλο κομμάτι γης φαινόταν πρόσφατα σκαμμένο!
Ο Διονύσης συνελήφθη με την διαδικασία του αυτόφωρου την ίδια κιόλας ημέρα. Ούρλιαζε πως είναι αθώος. Έδειξε στην αστυνομία ένα μήνυμα στο κινητό του από τον αριθμό της Έλενας, που δήλωνε ορθά κοφτά ότι τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον. Μα έπειτα από έρευνα της αστυνομίας στο σπίτι τους, βρέθηκε το κινητό της τηλέφωνο κρυμμένο κάτω από το στρώμα και μια δική του μπλούζα ποτισμένη από το αίμα της στα σκουπίδια. Η κατάθεση της Σοφίας ήταν καθοριστική.
Στο πρώτο επισκεπτήριο δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε εκείνη να τον περιμένει.
«Εσύ …»
«Εγώ… Στο είχα πει τότε, θυμάσαι; Αν δεν σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει καμία…» ψιθύρισε και τα μάτια της πετούσαν φωτιές.
«Σοφία… Τι εννοείς;» σκοτείνιασε. «Πέρασαν τόσα χρόνια, παντρεύτηκα τη φίλη σου, έδειχνες άνετη, τι σε έπιασε;»
«Άνετη; Αχ πόσο ανόητος ήσουν πάντα! Με άφησες για την καλύτερη μου φίλη και περίμενες ότι θα το άφηνα έτσι; Κι εκείνη…» άρχισε να χάνει τον έλεγχο και να υψώνει τη φωνή της, σαν να είχε ξεχάσει που βρισκόταν.
«Εκείνη τι; Εκείνη δεν ήξερε τι είχε συμβεί ανάμεσα μας… Δεν είχε ιδέα…» είπε ο Διονύσης κάνοντας ένα νεύμα στον φύλακα που είχε πλησιάσει πίσω της.
«Δεν με νοιάζει! Μου καταστρέψατε τη ζωή! Κι είχατε το θράσος να μου τρίβετε την ευτυχία σας στα μούτρα, μέρα και νύχτα! Τώρα λοιπόν πήρε ο καθένας σας ό,τι του άξιζε!» ούρλιαζε με μια αλλόκοσμη φωνή.
Η παράνοια είχε αλλοιώσει το πρόσωπό της. Δυο φύλακες την άρπαξαν από τους ώμους κι εκείνη πάλευε σαν θηρίο να τους ξεφύγει φωνάζοντας ασταμάτητα: «Αυτός το έκανε, αφήστε με ήσυχη!»

Μία απάντηση στο “Εξαφάνιση”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: