,

Η γοητεία του αγρότη

Η Αριάδνη, με βλέμμα ονειροπόλο, έκλεισε το Άρλεκιν που κρατούσε και το έσφιξε πάνω στο στήθος της. Αναστέναξε και έγειρε πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ, κοιτώντας το ταβάνι. Την ίδια στιγμή ο Αποστόλης έβγαζε τις μπότες του και τις τοποθετούσε με τάξη δίπλα στην πόρτα της κουζίνας. Άνοιξε μαλακά την πόρτα και μύρισε τον αέρα, σαν λαγωνικό. “Μοσχαράκι”, σκέφτηκε ευχαριστημένος και έτριψε την κοιλιά του. Προχωρούσε με βιαστικά βήματα προς το μπάνιο, όταν περνώντας μπροστά από την πόρτα του σαλονιού, κοντοστάθηκε ξαφνιασμένος.

«Είσαι καλά Αριάδνη μου;», είπε και έτρεξε προς το μέρος της μισοξαπλωμένης μεσήλικης γυναίκας. Μα βλέποντας το βιβλιαράκι στο στήθος της πέτρωσε.

«Που το βρήκες αυτό;», τη ρώτησε κοφτά βρίζοντας από μέσα του τον Μπούρη, τον βιβλιοπώλη του χωριού. Διακόσια ευρώ του ΄χε δώσει, με τη συμφωνία να μην ξαναφέρει άλλους τέτοιους διαβόλους.

«Μου στείλε μια κούτα το Λενάκι μας!», τιτίβισε χαρούμενα η Αριάδνη και ανακάθισε χαμογελώντας πλατιά. «Έχουμε υπέροχες κόρες!», πρόσθεσε και σηκώθηκε ακουμπώντας με ευλάβεια το Άρλεκιν στο τραπεζάκι.

«Ναι, υπέροχες…» είπε σε τόνο ειρωνικό μέσα από τα δόντια του ο Αποστόλης. “Πρέπει να κάνω σύντομα μια κουβέντα με το Λενάκι”, σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού του ο Αποστόλης και έπειτα προχώρησε κατά το μπάνιο, φανερά εκνευρισμένος. Όση ώρα εκείνος έκανε ντουζάκι, η Αριάδνη έστρωνε το τραπέζι.

Κάθισαν να φάνε αμίλητοι. Ο Αποστόλης προσπαθούσε να μην σηκώνει το βλέμμα του από το πιάτο. Το ηλίθιο χαμόγελο, που χε κολλήσει στο πρόσωπο της Αριάδνης, του την έδινε στα νεύρα.

«Τι έχεις;» τον ρώτησε σπάζοντας την σιωπή εκείνη.

«Τίποτα» μουρμούρισε μουτρωμένος.

«Δε θα μας κλέβεις και τις ατάκες τώρα!» είπε χασκογελώντας η Αριάδνη και του Αποστόλη του ξέφυγε ένα χαμόγελο.

«Λοιπόν, δεν θα μου πεις;»

«Περιμένω εσύ να μου πεις…», είπε αποφεύγοντας το βλέμμα της εκείνος.

«Τι να σου πω;» τον ρώτησε φανερά μπερδεμένη.

«Τι βασανιστήρια μου ετοιμάζεις πάλι!»

«Δεν καταλαβαίνω».

«Τι δεν καταλαβαίνεις βρε Αριάδνη; Όποτε διαβάζεις αυτές τις βλακείες, εγώ τραβώ τα πάνδεινα! Άμα ο πρωταγωνιστής είναι κόντες, εγώ πρέπει να συμπεριφέρομαι σαν κόντες! Αρχίζεις τις γκρίνιες, μη σκαλίζεις τη μύτη σου, μη ρουφάς τη σούπα, μη ξύνεις τ`απαυτά σου!»

«Δεν έχουν σχέση τα βιβλία με το ότι θέλω να συμπεριφέρεσαι με ευγένεια και να χεις τρόπους».

«Άσε που θες να δοκιμάζουμε στο σεξ ότι κουλό διαβάζεις!»

Το γέλιο της τον έκοψε.

«Ναι, γέλα κιόλας! Πόσες ώρες πέρασα δεμένος στην κρεβατοκάμαρα; Πόσες; Θυμάσαι; Πέντε ώρες! Πέντε!», αναφώνησε ανοίγοντας την παλάμη του.

«Μα τι φταίω εγώ; Αφού την ξέρεις την κυρά Κούλα, άμα αρχίσει να μιλά δεν σταματά, άσε που σε ακολουθεί από πίσω! Προχθές με ακολούθησε ως την τουαλέτα. Κάθονταν απέξω και μου μίλαγε! Φαντάσου τι θα γινόταν αν σε βλέπε!»

«Να μην της άνοιγες!»

«Αφού ήξερε ότι είμαστε μέσα! Παρακολουθεί!»

«Δέκα μέρες έπρεπε να κρύβω τα σημάδια στους καρπούς! Και πάλι καλά αυτά έφυγαν, γιατί το σημάδι από το κάψιμο, δεν έφυγε ποτέ

«Όχου, μωρέ! Πόσες φορές να σου ζητήσω συγγνώμη;» είπε κρυφογελώντας, καθώς σηκώθηκε ν`αφήσει το πιάτο της στον νεροχύτη, η Αριάδνη, θυμούμενη τη νύχτα που τον έπεισε, να του ρίξει μερικές σταγόνες λιωμένου κεριού, όπως η πρωταγωνίστρια του Άρλεκιν, που διάβαζε.

«Αφού σου πα, δεν το κάνα επίτηδες. Δεν περίμενα να πέσει τόσο πολύ…»

«Και να καψαλίσει τις τρίχες στο στήθος μου! Ορίστε, δεν ξαναφύτρωσαν ποτέ!» φώναξε ανοίγοντας το πουκάμισο του και δείχνοντας το μικρό κενό, ανάμεσα στο δάσος του στήθους του.

«Εγώ σου πρότεινα να κάνεις αποτρίχωση, ώστε να μην…»

«Δεν είσαι με τα καλά σου! Το δούλεμα μόνο που έχει να πέσει στο καφενείο…», είπε σπρώχνοντας την καρέκλα του πίσω, για να σηκωθεί.

Η Αριάδνη τον πλησίασε και κάθισε πάνω στα πόδια του κοιτώντας τον καταπρόσωπο. «Αφού σου ζήτησα συγγνώμη. Τι άλλο θες να κάνω;» του ψιθύρισε ναζιάρικα σπρώχνοντας το πλούσιο στήθος της προς το πρόσωπο του.

Ο Αποστόλης το φίλησε πεταχτά και έκανε να τραβηχτεί, μα η Αριάδνη τα κόλλησε πάλι πάνω του.

«Ρε μωρό μου, το ξέρω ότι σιχαίνεσαι να τα διαβάζω, μα…»

«Δεν έχει μα!», είπε ρουφώντας μια βαθιά ανάσα αέρα ο Αποστόλης.

«Δεν καταλαβαίνω τι τα θες! Όταν παντρευτήκαμε ήξερες ότι ήμουν ένας απλός αγρότης, δεν είχα περγαμηνές, ούτε τρόπους αλλά σε αγάπαγα και σε αγαπώ ακόμα και ας με τρελαίνεις με τις παλαβομάρες σου! Βασίλισσα σ`έχω, με δυο υπέροχες κόρες της παντρειάς. Ό,τι θες σου παίρνω. Δεν δούλεψες ποτέ, γυναίκα να σου καθαρίζει το σπίτι, σου ‘χω. Να μη μιλήσω για το σεξ! Ξέρεις πολλές παντρεμένες μετά από τριάντα τρία χρόνια γάμου να κάνουν τόσο συχνά; Γιατί δεν μπορείς να είσαι ευχαριστημένη;» το παράπονο του ξεχείλιζε.

«Στο “χω πει πολλές φορές ότι σε λατρεύω, γι αυτό που είσαι και δε μετάνιωσα ποτέ. Μα θα μ’ αγαπούσες τόσο αν δεν σε τρέλαινα με τις παλαβομάρες μου;», τον ρώτησε γλυκά κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Αποστόλης κόλλησε, έγειρε πίσω προσπαθώντας να επεξεργαστεί την ερώτηση της. Η Αριάδνη χαμογέλασε.

«Μπορούμε να συνεχίσουμε αυτή την κουβέντα ή να αφιερώσουμε το χρόνο μας σε κάτι πιο ευχάριστο, τι λες να σου θυμίσω όλα τα ωραία κόλπα που έμαθα και σου αρέσουν;», πρόσθεσε παιχνιδιάρικα η Αριάδνη και τον φίλησε παθιασμένα. Ενέδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Καθώς την σήκωνε και την ακουμπούσε στον πάγκο η Αριάδνη του ψιθύρισε

«Ξέρεις, το βιβλίο που διάβαζα σήμερα μιλά για έναν αγρότη, που…»

Τα μάτια του άστραψαν από χαρά.

«Το ‘χω!» την έκοψε και της χαμογέλασε πονηρά, εκείνη ξεκαρδίστηκε, καθώς της έβγαζε το λεπτό φορεματάκι.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: