ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οράματα, λέξεις ιερές, έκαναν την αρχή.
Μορφές σωτηρίας, εκεί όπου η ελπίδα είχε χαθεί και τα πάντα φαίνονταν κυριευμένα από την κατάρα. Με τις προσδοκίες να πέφτουν στο κενό για αυτούς που ζούσαν στην άλλοτε πλούσια χώρα του Αΐροτσι.
Είχε περάσει πολύς καιρός που η τροφή έφτανε για να μεγαλώνουν και να ζουν πλουσιοπάροχα γενιές ολόκληρες. Μετά από την αφθονία της τελευταίας σοδειάς πριν τρία χρόνια –που ήταν τόση, ώστε να χαρίζουν μέρος της και σε διπλανές, λιγότερο τυχερές περιοχές– είχε ακολουθήσει σκληρή ανέχεια. Η κατάξερη γη δεν έβγαζε πια καρπό, τα γεννήματα έφθιναν και μαράζωναν, σαπίζοντας κάτω από το απελπισμένο βλέμμα των ανθρώπων.
Μέχρι που μια μικρή ομάδα γενναίων, μια οικογένεια ολομόναχη, οι Αταμάρο, παρά τον δισταγμό των υπολοίπων, αποφάσισε το αδιανόητο. Να ανεβούν στο μεγάλο βουνό της θεάς, στο Βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ και να περάσουν την Πύλη του Σολέτ λέγοντας τις ιερές λέξεις, εκείνες που έφεραν με θαυμαστό τρόπο τη σωτηρία.
Κι η αρχή έγινε μισόν αιώνα πρωτύτερα, σ’ ένα μικρό σπίτι που το φώτιζε ο χλωμός ήλιος της πεδιάδας της Αλέβυον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
«Φτάνει πια!» φώναξε χτυπώντας απελπισμένη το τραπέζι η Σέρεϊ και τα μαλλιά της τινάχτηκαν γύρω από το πρόσωπό της σαν άψυχες κορδέλες. «Θα πεθάνουμε όλοι εδώ πέρα, Σιεξέλ, αν δεν γίνει κάτι!»
«Αγάπη μου…» πήγε να την καθησυχάσει ο άντρας της, χωρίς να πείθει ούτε τον εαυτό του. Ήξερε καλύτερα από τον καθένα πόσο δίκιο είχε εκείνη, αλλά δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Η μικρή, χρυσόμαλλη Νητ-Ήχρα που κοιμόταν εξαντλημένη στην κούνια της, ακούστηκε να κλαίει αδύναμα τρομαγμένη από τη φασαρία. «Το παιδί» είπε ξεψυχισμένα ο Σιεξέλ πηγαίνοντας πάνω από το ανάκατο κρεβατάκι του και προσπάθησε να χαμογελάσει, «τι έγινε μικρούλα; Σε ξυπνήσαμε με τα καμώματά μας, ε;» Το χλωμό του πρόσωπο ωστόσο, βυθισμένο στις σκοτεινές σκιές, έμοιαζε με μάσκα πέτρινης θλίψης που την βάραιναν βαθιά αυλάκια, αδέξια χαραγμένα.
Κι όμως πόση ελπίδα του είχε τάξει η θεά, όταν ερχόταν στον ύπνο του τα τελευταία χρόνια. Λόγια ίσως ήταν μόνο ή παραληρήματα της δικής του απελπισίας;
Η Σέρεϊ αναστέναξε μετανιώνοντας για το ξέσπασμά της και πήγε προς το μέρος τους απλώνοντας τα λιανά της χέρια για να πάρει το μωρό. Ασυναίσθητα έγειρε προς το ψηλό σώμα του άντρα της, σαν να ήθελε να τον στηρίξει και του ψιθύρισε «καλέ μου, πρέπει να το κάνουμε, δεν υπάρχει άλλη λύση». Η μικρή ρούφηξε τη μύτη της στυλώνοντας πάνω τους τα λαμπερά της μάτια, που φάνταζαν τεράστια στο λεπτό της προσωπάκι. Δεν νοιάστηκε ούτε καν να κλάψει περισσότερο, έτσι για την τιμή της βρεφικής της ηλικίας, παρά γραπώθηκε σιωπηλή στην αγκαλιά της μάνας της. Ο Σιεξέλ τύλιξε τα δικά του χέρια γύρω τους και χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά του κοριτσιού, σαν να προσπαθούσε να βρει ένα απάγκιο στην κίνηση αυτή, ένα στήριγμα στην παρουσία της γυναίκας του και του κόρης τους, καθυστερώντας όσο μπορούσε αυτό που φαινόταν πια αναπότρεπτο.
«Θα πάω εγώ αν είναι…» ξεκίνησε να λέει, αλλά η Σέρεϊ τον σταμάτησε με σταθερό βλέμμα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Όλοι μαζί θα πάμε, σαν οικογένεια» του είπε. Ένιωσε κάτω στα πόδια της μια βελούδινη ζεστασιά να την τυλίγει και κοίταξε προς το μέρος της. Ένας ολόμαυρος γάτος με στυλωμένο πάνω της το σμαραγδένιο του βλέμμα γουργούριζε τρίβοντας το ευλύγιστο σώμα του. Κι εγώ; σαν να την ρωτούσε, μισοκλείνοντας τα μάτια του. Εγώ δεν είμαι οικογένεια; Η Σέρεϊ χαμογέλασε αχνά. «Κι ο Νανακέ μαζί» είπε γυρνώντας προς τον άντρα της. «Όλη η οικογένεια των Αταμάρο θα πάμε μαζί».
«Είναι όμως επικίνδυνα εκεί, Σέρεϊ» προσπάθησε να την μεταπείσει απελπισμένος ακόμα κι εκείνη τη στιγμή ο Σιεξέλ, ενώ στο μυαλό του η εικόνα με τη γυναίκα του να χάνεται πέφτοντας από κάποιον κακοτράχαλο βράχο, να τον παγώνει ως το μεδούλι. «Μπορεί να πεθάνεις εκεί και δεν θα το αντέξω».
Η γυναίκα του τον κοίταξε με μάτια που άστραφταν. «Γέννησα το γιο μας νεκρό και λες ότι αυτό δεν με σκότωσε; Θα σ’ αφήσω μόνο σου να πας να πεθάνεις, για να μείνω μόνη σαν την πέτρα στην άκρη του δρόμου να βλέπω και το άλλο μας το παιδί να σβήνει; Όχι, Σιεξέλ, αν είναι να χαθώ ή να χαθείς εσύ θέλω να είμαι πλάι σου. Τι νόημα έχει άλλωστε; Εδώ που είμαστε, αργοπεθαίνουμε όλοι μας». Έσφιξε ασυναίσθητα το μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά της με θολά μάτια, φιλώντας το στην κορυφή των χρυσαφένιων μαλλιών της.
«Μα η Νητ-Ήχρα είναι τόσο μικρή, πώς θα αντέξει όλο αυτό το ταξίδι;» είπε τότε ο Σιεξέλσε ένα τελευταίο επιχείρημα δείχνοντας με το βλέμμα του το νωθρό μωρό, που έγερνε ήδη μισοκοιμισμένο πάλι, ανάμεσά τους.
«Η Νητ-Ήχρα θα πεθάνει έτσι κι αλλιώς αν μείνουμε εδώ πέρα» του είπε με πίκρα η γυναίκα και τρομαγμένη ίσως από τη σφοδρότητα της προφητείας της, έσφιξε προστατευτικά το τυλιγμένο με πολλά ρούχα μωρό, που δεν έκρυβαν ωστόσο τα σημάδια που άφηνε η πείνα πάνω στο μικρό του σώμα. «Δεν υπάρχει τίποτα πια εδώ, Σιεξέλ, το ξέρεις πολύ καλά, όλοι ξέρουν τι πρέπει να γίνει, μα κανένας δεν τολμάει να το κάνει». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, συμφωνώντας θλιμμένα μαζί της, όσο κι αν ήθελε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Πρέπει να πάμε κοντά της, στο βουνό.
Αναθυμήθηκε τα λόγια του Σόμθυρ, του προεστού του χωριού, που έλεγε πως είχαν τελειώσει τα τελευταία σακιά σπόρων και δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο για να θρέψει τις οικογένειες που είχαν απομείνει εκεί. Η φωνή του έμοιαζε με κρώξιμο, θρηνητική σχεδόν παρά τον στεντόρειο τόνο της, ακόμα και η στιβαρή κορμοστασιά του ήταν τώρα γερτή, χωρίς δύναμη, κενή και κούφια σαν κέλυφος παρατημένο. Κανείς δεν το είπε ωστόσο ούτε και τότε, αλλά όλοι που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, ήξεραν.
Για τον θρύλο που έλεγε για την Πύλη του Σολέτ, πάνω στο Βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ, που οδηγούσε σε μια παραδεισένια χώρα, όπου το φαγητό ήταν ατέλειωτο και δεν υπήρχαν ούτε ασθένειες, ούτε φτώχεια, ούτε θάνατος. Αρκεί να καταφέρεις να περάσεις την Πύλη του Σολέτ, έλεγε ο θρύλος, που είναι δύσκολη, απόκρημνη και θανάσιμη. Όχι πως ήξερε κανείς τους κάποιον που να το είχε κάνει αφού πάντα υπήρχαν πλούσιες σοδειές στη χώρα τους, από όσο θυμόταν τον εαυτό του ο Σιεξέλ. Δεν ήξερε κανείς τι θα πει πείνα κι ανέχεια, μέχρι πριν τρία χρόνια.
Στην αρχή δεν είχαν νιώσει πόσο θανάσιμη ήταν: τον πρώτο χρόνο, απλώς δεν χάρισαν σοδειά. Ο Σιεξέλ και η Σέρεϊ είχαν παντρευτεί τότε και παρόλα αυτά η τελετή του γάμου τους ήταν απλή μεν, αλλά πολύ όμορφη. Τρεις μέρες μουσική και χορός, φαγητά που είχαν ετοιμαστεί με σύνεση, αλλά και φαντασία, ρούχα γεμάτα σχέδια και στολίδια με την κομψότητα και την χαρακτηριστική ομορφιά του Αΐροτσι, γέλια και χαρές των ανυποψίαστων τότε κατοίκων. Στο τέλος του πρώτου χρόνου άρχισαν να φαίνονται οι σοδειές πιο φτωχικές, τα στάχυα πιο καχεκτικά, ο σπόρος πιο λίγος και πιο μαραμένος. Οι βροχές λιγόστεψαν και δεν έφταναν για να ποτίσουν όλη τη γη, όπως έπρεπε. Αλλά και πάλι χόρταιναν, όσοι έκαμναν σωστή διαχείριση. Εδώ οι δυο τους είχαν μπορέσει να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το ολόμαυρο γατί με τα πράσινα μάτια, που βρέθηκε μια μέρα παρατημένο μπροστά στο κατώφλι της πόρτας τους. Ο Νανακέ, όπως ονομάστηκε, με το περιλαίμιο κρεμασμένο στον λαιμό του με το μυστικό του όνομα, όπως κάθε πλάσμα που ζούσε στο Αΐροτσι, μεγάλωσε γρήγορα και την τρυφερότητά του κανένα άλλο ζώο δεν την έφτανε. Η αφοσίωσή του ξεπερνούσε ακόμα και τα πιο πιστά κυνηγόσκυλα, αφού όχι μόνο δεν είχε ανάγκη από φαγητό γιατί κυνηγούσε κι έπιανε μόνος του, αλλά έφτασε να τους φέρνει και σε κείνους, όταν το φάσμα της πείνας άρχισε να πλανιέται αποπνικτικό πάνω στο σπίτι τους.
Σαν να είχαν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, στα τέλη του δεύτερου χρόνου, οΣιεξέλ και η Σέρεϊ ένιωσαν ανέλπιστη χαρά όταν γεννήθηκε η κόρη τους, η Νητ-Ήχρα. Ο ιερέας έκανε μια ακόμα πιο απλή τελετή, δίνοντας της το καθιερωμένο φυλαχτό με το μυστικό όνομα, έβαλε μυρωδάτα βότανα να κάψουν στις ιερές πυρές και ύμνησε με σοβαρή φωνή το μεγαλείο της θεάς. Αλλά η γιορτή ήταν πολύ πιο φτωχική κι απλή, με λιγότερο πλούτο φαγητών και καλεσμένων. Χαίρονταν όλοι τους, το όμορφο μωρό με τα χρυσά μαλλιά και τα ασημένια μάτια που σκόρπιζε ευθυμία σε όποιον τον κοίταζε, αλλά στο βάθος αργοσάλευε η ανησυχία. Γιατί στις παρυφές της γιορτής άρχισαν να ακούγονται οι απόκοσμες φωνές των γεροντότερων που έφερναν στην πολύχρονη μνήμη τους τις ιστορίες των προγόνων τους για τον καιρό του Σοάχ, τα χρόνια της απώλειας. Για εκείνους που πέθαιναν από την πείνα αβοήθητοι ή για τους άλλους που προσπαθώντας να βρουν διέξοδο, χάνονταν στην κοιλάδα της Σηθήλ και κανένας δεν μπορούσε να ξαναβρεί, έστω κι ένα ίχνος τους.
Ήταν όμως ακόμη αισιόδοξοι γιατί πέρασε κάποιος καιρός κι υπήρξε για λίγο μια ανάκαμψη. Ο καιρός έγινε πιο γλυκός και τα ζώα γέννησαν πολλά μικρά, χαρίζοντας μια βεβαιότητα ελπίδας ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Την άνοιξη του τρίτου χρόνου η Σέρεϊ ξανάμεινε έγκυος και το μωρό μεγάλωνε ζωηρό στην κοιλιά της, η Νητ-Ήχρα αφράτευε, ο Νανακέ γουργούριζε τρυφερά στο μικρό κορίτσι κι ο Σιεξέλ ένιωθε πως τα πράγματα πήγαιναν προς το καλύτερο.
Όταν, επτά μήνες αργότερα μαζεύτηκαν σύννεφα κι άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες βροχής, ο κόσμος ένιωσε τις ελπίδες του να αναπτερώνονται. Ακόμα κι όταν άρχισε να σηκώνεται ένα αεράκι που δυνάμωνε σιγά σιγά, γυροφέρνοντας τα μισοβρεγμένα φύλλα. Η γη που έστεκε για τόσο πολύ καιρό άνυδρη, άρχισε να ζωντανεύει σιγά-σιγά και τα φυτά, που είχαν μαραζώσει, σήκωναν δειλά το κεφάλι αναγεννημένα κάτω από τον φορτωμένο με σκοτεινά σύννεφα, ουρανό.
Όμως αυτό που ακολούθησε ήταν θυελλώδεις άνεμοι που ξερίζωσαν όλα τα δέντρα με τους καρπούς τους και ρήμαξαν, γεμάτοι οργισμένη μανία, τα στάχυα. Και η αρχική αναζωογονητική βροχή μετατράπηκε σε καταιγίδα πλημμυρίζοντας τους καμπυλωτούς δρόμους και πνίγοντας τα νεογέννητα ζωντανά σε λίμνες πηχτής, καφετιάς λάσπης, διαλύοντας κάθε σκέψη σωτηρίας. Αυτό που απέμεινε ήταν γκρεμισμένα σπίτια, σαπισμένα χωράφια ενώ οι εκατόμβες νεκρών ζώων και ανθρώπων που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν με τον χειρότερο τρόπο τον ζοφερό θρύλο για τον καιρό του Σοάχ. Και στην εκατόμβη των νεκρών ήταν κι ο μικρός γιος του, αυτός που αν ζούσε θα ονομαζόταν Σαΐρητως, που γεννήθηκε πεθαμένος, με μια λακκούβα στο κορμί του εκεί που έπρεπε να ήταν η καρδιά.
Ανατρίχιασε όταν θυμήθηκε το χλωμό πρόσωπο του ιερέα που σήκωσε το άψυχο βρέφος σκεπάζοντας με το χέρι του το κενό σημείο στο κορμάκι του. Οι ψαλμοί του προς την θεά ανακατεύονταν με τις οιμωγές της Σέρεϊ που ούρλιαζε απαρηγόρητη ζητώντας μάταια τον λόγο της φριχτής τιμωρίας του γιου τους. Και δεν ήταν το μόνο μωρό χωρίς καρδιά, άκουσε αργότερα τους ψίθυρους κι όταν ζήτησε εξηγήσεις, τότε είχε μάθει το τρομακτικό μέγεθος της δυστυχίας: Κανένα παιδί δεν γεννήθηκε μετά την Νητ-Ήχρα, όλα τα παιδιά γεννιόντουσαν νεκρά γιατί σε όλα δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κενό εκεί που έπρεπε να υπάρχει η καρδιά τους. Η νεκρική πυρά που τύλιξε το μικρό, τυλιγμένο μπόγο, άφησε στάχτες στην καρδιά τους, όπως και πάνω στις ιερές πέτρες.
Τώρα ήταν στον τρίτο χρόνο και ήδη οι θυσίες στη θεά ήταν μονάχα ξερόκλαδα μαυρισμένα, γεμίζοντας θλιβερή κάπνα τους ναούς της θεάς Σαέφαργγυς. Η Σέρεϊ περιφερόταν σαν χαμένη κρατώντας μηχανικά την κόρη τους ή συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι κρατούσε ένα ζωντανό μωρό ξεσπούσε σε δυνατά, γεμάτα τύψεις, κλάματα σφίγγοντάς το απελπισμένα στην αγκαλιά της. Κι όσο η μικρή κόρη τους ζούσε με το γάλα της μάνας της, εθελοτυφλούσαν γαντζωμένοι στην μάταιη ελπίδα. Γιατί μέχρι τώρα ο Σιεξέλ, προσπαθώντας με όλες του τις δυνάμεις, κατάφερνε να βρίσκει φαγητό για την οικογένειά του, με λίγο κυνήγι και μερικές μαραμένες ρίζες από τα αιωνόβια δάση του Σόγολ. Η Νητ-Ήχρα ήταν ακόμα τροφαντό μωρό και οι χαρούμενες φωνές του γλύκαιναν τη σκοτεινιά που είχε αρχίσει να τυλίγεται ασφυκτικά γύρω από το μικρό τους σπίτι.
Κι ωστόσο τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Μπόρεσαν να διατηρήσουν τις μάταιες ελπίδες τους, μέχρι που πια δεν υπήρχε κανένα ζωντανό να φέρει ο Σιεξέλ από το δάσος. Μέχρι που η Σέρεϊ, με την ολοένα και φτωχότερη διατροφή κατέληξε να της κοπεί το γάλα και δεν είχε πια να ταΐσει τίποτα την άμοιρη Νητ-Ήχρα. Και έβλεπε την απελπισμένη γυναίκα του να κλαίει μαζί της, όταν η κόρη τους κλαψούριζε αδύναμα με το μικρό της κορμάκι τυλιγμένο με όλο και περισσότερα ρούχα, ενώ το στομάχι της ήταν όλο και πιο άδειο από φαγητό. Ακόμα και ο Νανακέ, παρά την επιμονή και την αφοσίωσή του, δεν εύρισκε ούτε κι αυτός τίποτα. Κι ενώ στην αρχή ευσυνείδητα έτρεχε εδώ κι εκεί προσπαθώντας να βρει οτιδήποτε που τρωγόταν και να τους το φέρει, τώρα πια τους κοίταζε με τα πονεμένα, γατίσια μάτια του, νιαουρίζοντας απολογητικά πάνω από το πτώμα ενός ποντικιού, που ήταν περισσότερο σαν σακούλι με ξερά κόκκαλα παρά οτιδήποτε άλλο.
«Έχεις δίκιο, αγάπη μου» έγνεψε νικημένος ο Σιεξέλ. Τι είχαν να χάσουν πια; Τι θα κέρδιζαν οι δυο τους αν έμεναν πίσω, εκεί όπου η Σέρεϊ δεν είχε τίποτα να δώσει στην κόρη τους; Θα τέλειωνε τις μέρες της να τον περιμένει, κρατώντας το σκελετωμένο σώμα της Νητ-Ήχρα και κοιτώντας με θολό βλέμμα ίσως, τις στάχτες του άλλου τους παιδιού. Κι ο Νανακέ… όχι, δεν ήθελε καν να σκεφτεί την ιδέα τι μπορεί να απογινόταν ο πιστός τους γάτος. Που πριν μια βδομάδα είχε χαθεί και μετά από μια εναγώνια νύχτα τον είδαν γεμάτοι ανακούφιση να επιστρέφει. Μέχρι που διαπίστωσαν ότι είχε τα ξεσκισμένα απομεινάρια από ένα σκοινί στον λαιμό του και μερικές ματωμένες πληγές. Κάποιοι τον είχαν αρπάξει προφανώς για να κατασιγάσουν την θλιβερή τους πείνα κι αυτοί αποδείχτηκε ότι ήταν γείτονες τους, όπως είχε καταλάβει λίγο αργότερα από το ένοχο βλέμμα τους που απέφευγε, γεμάτο τύψεις, το δικό τους.
Καλύτερα να ήταν όλοι μαζί κι αν πρόσεχαν, μπορεί να ήταν καλότυχοι στον δρόμο τους, κάποιο κυνήγι ή φαγώσιμα φυτά που ίσως είχαν ξεμείνει εκεί ψηλά στα βουνά της Σήρεϊ-Σησενέγ, όπου στην κορυφή τους ήταν η Πύλη του Σολέτ. Δεν το ομολογούσε, αλλά κατά βάθος ήθελε την Σέρεϊ κοντά του, γιατί μαζί της ένιωθε πιο δυνατός απέναντι σε κάθε κίνδυνο. «Θα πάμε όλοι μαζί κι όπου μας βγάλει» της είπε με ανανεωμένο θάρρος και φίλησε το μέτωπό της. «Ετοίμασε κάποια πράγματα και εγώ θα πάω να πω στους άλλους ότι φεύγουμε». Μετά πρόσθεσε, χωρίς ωστόσο να το πολυπιστεύει «μπορεί να θέλουν κι άλλοι να μας ακολουθήσουν». Η Σέρεϊ κούνησε γεμάτη αμφιβολία το κεφάλι της, ωστόσο δεν τον εμπόδισε. Στην αγκαλιά της όμως η Νητ-Ήχρα, σαν να ένιωσε εκείνη την ώρα την αμφιβολία του πατέρα της, σήκωσε το κεφαλάκι της και με τα ασημένια, σαν διάφανο κρύσταλλο, μάτια της κοίταξε ενθαρρυντικά τον Σιεξέλ. Πάμε, έλεγε το σταθερό βλέμμα της κόρη τους κι εκείνος αναθάρρησε, και χαμογελώντας χάιδεψε τρυφερά το σγουρό του κεφαλάκι της. Άκουσε το αχνό νιαούρισμα του Νανακέ που κι εκείνο σαν να έλεγε, πάμε, τι καθόμαστε;
Πραγματικά, σκέφτηκε, δεν υπήρχε τίποτα πια να χάσουν.
Συνεχίζεται…