,

Το μπλε τ’ ουρανού

Η Κατερίνα ήταν κρυμμένη για άλλη μια φορά κάτω από το κρεβάτι της. Έσφιγγε σπασμωδικά το καφέ αρκουδάκι της στα μικρά της χέρια και είχε μαζεμένο το μικρό κορμάκι της στην αμυντική, εμβρυακή στάση. Πριν από λίγο είχε ακούσει τον πατέρα της ν’ ανοίγει την πόρτα του σπιτιού με τα κλειδιά του. Και τώρα το ήξερε… θα την τιμωρούσε πάλι. Δεν είχε κάνει κάτι. Αλλά δεν χρειαζόταν και τίποτε για να προκαλέσει την οργή του. Ο μπαμπάς της ήταν πάντα θυμωμένος. Δεν θυμόταν να τον είχε δει ποτέ να γελάει. Ο μπαμπάς πάντα θυμωμένος και η μαμά πάντα φοβισμένη και μαζεμένη σε μια γωνιά. Αυτό εισέπραττε μόνιμα η Κατερίνα από τους δύο γονείς της. Στα έξι της χρόνια το κορμί, η ψυχή και το μυαλό της ήταν γεμάτα σημάδια. Η μαμά φοβόταν τον μπαμπά και μαζί της θύμωνε συνέχεια. Η Κατερίνα ήξερε πως όταν θύμωνε εκείνη, αν κάποιος της πρόσφερε μια σοκολάτα τότε ο θυμός της θα εξαφανιζόταν μαγικά. Ήθελε να έχει δικά της λεφτά για να πάρει πολλές, πολλές σοκολάτες και να τις χαρίσει στη μαμά και στον μπαμπά. Ίσως έτσι τους πέρναγε ο θυμός. Ίσως έτσι χαμογελούσαν κι αυτοί μια φορά. Αλλά δεν είχε λεφτά το Κατερινάκι. Ένα μικρό κοριτσάκι ήταν. Ένα ψιχουλάκι ήταν. Με μια μοίρα σκληρή. Προδιαγεγραμμένη θαρρείς πριν γεννηθεί.

Ελένη. Η μάνα. Στα 30 της χρόνια έμοιαζε γριά. Μαραμένη, μ’ ένα πρόσωπο θαμπό και στραγγισμένο από κάθε συναίσθημα. Ένα στόμα τραβηγμένο σε μια ίσια γραμμή ανέκφραστη. Μεγαλωμένη σ’ ένα στείρο από αγάπη σπίτι αφού οι γονείς της τσακωνόντουσαν μια ζωή. Η μάνα της κατηγορούσε μόνιμα τον πατέρα της ότι γυρνάει με γκόμενες και κείνος της αντιγύριζε πως είναι τρελή, πως δεν ξέρει τι της γίνεται. Η Ελένη ήξερε πως και γκόμενες είχε ο πατέρας της και τρελή ήταν η μάνα της. Άνθρωποι φτωχοί, στερημένοι, μίζεροι… Η Ελένη διάβαζε στα βιβλία για την ελληνική ψυχή, το αστείρευτο ρωμαίικο κέφι, το ελληνικό φιλότιμο που ακόμα και στην πιο σκληρή φτώχεια ανθίζουν και χαράζουν χαμόγελα στα χείλη των ανθρώπων. Μα ποτέ αυτά δεν τα είδε στους δικούς της γονείς. Ήταν γκρινιάρηδες και μόνιμα κατσούφηδες. Η μάνα της παραιτημένη, αφημένη, με άπειρα στρώματα λίπους που προσπαθούσε μάταια να κρύψει κάτω από φτηνά και κακόγουστα ρούχα. Το σπίτι τους άχαρο, στερημένο από κάθε προσωπική πινελιά, αδιάφορο. Έβλεπε κι άλλα φτωχικά σπίτια η Ελένη μα είχαν προσωπικότητα, απέπνεαν ζεστασιά και θαλπωρή. Το δικό της όχι. Η Ελένη νοερά το αποκαλούσε ηλίθιο το σπίτι της και συχνά γελούσε μ’ αυτό. Ο πατέρας της ήταν ένας κακότροπος, αγενής και στρυφνός άνθρωπος. Δεν της έκανε καμιά εντύπωση που αυτοί οι δυο συναντήθηκαν και παντρεύτηκαν. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον σε κακία, ανοησία και μιζέρια.

Ω, πόσο τα μισούσε όλα αυτά η Ελένη!! Πόσο ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτήν την απαίσια σφιγγοφωλιά!! Αλλά πως; Δεν είχε ιδιαίτερα προσόντα, ήταν μέτρια ως κακή μαθήτρια, μέτρια και στην εμφάνιση. Νόμιζε κανείς πως το ηλίθιο σπίτι και οι άθλιοι γονείς την είχαν τόσο σφραγίσει ώστε τίποτε καλύτερο δεν θα μπορούσε να περιμένει κάποιος και από κείνη. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρεθεί κάποιος να την πάρει από κει μέσα. Οποιοσδήποτε. Δεν έδινε δεκάρα ποιος θα ήταν, πως θα ήταν, τι θα ήταν.

Ο Μιχάλης. Ο πατέρας. Ήταν ο κάποιος… ο οποιοσδήποτε που πήρε την Ελένη από εκείνο το ηλίθιο σπίτι. Δεν την ερωτεύτηκε, ούτε την αγάπησε ποτέ. Δεν τα καταλάβαινε αυτά ο Μιχάλης. Ανδρωμένος από μια μάνα που τον γαλούχησε με την ιδέα πως όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες και πως η κάθε μια που θα τον πλησίαζε θα το έκανε με μοναδικό σκοπό να τον βάλει στο βρακί της και να τον έχει μετά υποχείριό της, ο Μιχάλης έγινε μια χαρά μισογύνης. Η μόνη γυναίκα πάνω στη γη που άξιζε τον σεβασμό του ήταν η μάνα του. Η Καίτη, που στα 28 της έμεινε χήρα κι έγινε και μάνα και πατέρας για τον Μιχάλη. Ήταν εκείνη που αποφάσισε πως ο μόνος προορισμός της στη ζωή ήταν το μεγάλωμα και η σωστή ανατροφή του γιου της. Που έδεσε τον Μιχάλη στον κόρφο της για να μην τον αφήσει ποτέ να φύγει από κει. Που βιάστηκε να τον βάλει στο μαγαζί του αδερφού της μόλις τέλειωσε το Λύκειο μην τυχόν του καρφωθούν τίποτε χαζές ιδέες για σπουδές και τέτοια και φύγει μακριά της. Που άντρα ολόκληρο τον τάιζε ακόμα στο στόμα. Που έβαλε λυτούς και δεμένους ακόμα και το στρατιωτικό του να το τελειώσει δίπλα της και γρήγορα μιας και ήταν προστάτης. Που ποτέ δεν άφησε τον Μιχάλη να φέρει κοπέλα στο σπίτι. Δεν ήταν ο γιος της για τα μούτρα τους. Η Καίτη που κατέστρεψε τον Μιχάλη αγαπώντας τον.

Εκείνη βέβαια διάλεξε και την γυναίκα που θα παντρευόταν ο γιος της. Σιγά μην άφηνε να τον τυλίξει καμιά απ’ αυτές τις ξεβράκωτες που έβλεπε στο δρόμο και σταυροκοπιόταν. Πάνω απ’ το πτώμα της θα πέρναγε. Η Λενίτσα της κυρά Βάσως ήταν ότι έπρεπε. Συμπαθητική αλλά απολύτως αδιάφορη. Ακίνδυνη. Κι έμενε απέναντι. Δεν την ένοιαζε που η Ελένη ήταν φτωχή. Είχε αυτή τον τρόπο της. Και διώροφο σπίτι είχε με όλα τα κομφόρ και λεφτά στην τράπεζα. Αυτή θα έμενε κάτω και τα παιδιά από πάνω. Κοντά της. Δίπλα της. Μαζί της.

Κι έτσι η Ελένη του ηλίθιου σπιτιού παντρεύτηκε τον οποιονδήποτε της Καίτης. Δύο παιδιά που δεν είχαν μιλήσει σχεδόν ποτέ, που δεν είχαν κάνει ποτέ παρέα, που δεν ήξεραν καν αν έχουν κάτι κοινό βρέθηκαν παντρεμένα. Για να γλυτώσει ο πατέρας της Ελένης από ένα επιπλέον στόμα. Για να ξεφύγει η Ελένη από το ηλίθιο σπίτι. Για να κάνει ο Μιχάλης το χατίρι της μάνας του. Για να κρατήσει η Καίτη το γιόκα της κοντά της.

Άνομο σμίξιμο. Ελεεινό. Σιχαμένο. Γελοίο. Το ίδιο γελοία ήταν και η κοινή τους ζωή. Δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, δεν νοιαζόταν ο ένας τον άλλον. Το σεξ μεταξύ τους ήταν άδειασμα για τον Μιχάλη και αγγαρεία για την Ελένη. Κι όλα αυτά με τη μάνα του μόνιμα μέσα στα πόδια τους. Να έχει άποψη για τα πάντα. Από το πως θα μαγειρευτεί το φαγητό και πως πρέπει να γίνονται οι δουλειές του σπιτιού μέχρι το τι θα φορέσει ο Μιχάλης και πως αρμόζει να είναι η συμπεριφορά της Ελένης. Ο γιόκας της ήταν άντρας με τα όλα του, της έριχνε και τις σφαλιάρες της της λεγάμενης, μην του πάρει και τον αέρα. Κουβέντα δεν τολμούσε να πει η Ελένη. Συχνά τα μάτια της ήταν μελανιασμένα και το πρόσωπό της πρησμένο. Και καμάρωνε η Καίτη για το αντριλίκι του γιόκα της. Οι γονείς της επισκέπτες. Δίπλα έμεναν και συχνά έκανε και μήνα να τους δει. Μα δεν την ένοιαζε κιόλας. Την ένοιαζε που στην προσπάθειά της να ξεφύγει από το ηλίθιο σπίτι είχε μπει οικιοθελώς σε μια άπονη, σκληρή και μόνιμη φυλακή. Και όπως όλες οι φυλακές έτσι κι αυτή, την άλλαξε την Ελένη. Προς το χειρότερο. Την γέμισε με θυμό, με μίσος βουβό για οτιδήποτε όμορφο, οτιδήποτε διέφερε από την δική της άχαρη και μίζερη ζωή. Έπαψε να είναι αδιάφορη κι έγινε κακιά. Το βλέμμα της ήταν μόνιμα αγριεμένο και δεν είχε ποτέ καλή κουβέντα για κανέναν. Συχνά φανταζόταν πως παίρνει ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι, ένα φτυάρι, ένα κάτι κι ανοίγει το χαζό κεφάλι της πεθεράς της στα δύο. Της έφερνε ευφορία η σκέψη αυτή. Το κεφάλι της πεθεράς της να σκάει στα δύο σαν καρπούζι. Με τέτοιες σκέψεις διασκέδαζε πια η Ελένη. Ο Μιχάλης δεν την απασχολούσε. Της ήταν απολύτως αδιάφορος ακόμα και για να τον μισήσει. Δεν μιλούσαν σχεδόν ποτέ μεταξύ τους. Στην αρχή τον φοβόταν αλλά μετά συνήθισε. Ούτε που την χτύπαγε την ένοιαζε. Άντεχε. Καμιά φορά ήθελε να του κατεβάσει τη μούρη με τα νύχια της αλλά κρατιόταν. Γιατί μετά θα την έδιωχνε. Και θα έπρεπε να γυρίσει εκεί. Όχι εκεί… ποτέ ξανά εκεί. Τουλάχιστον εδώ ήταν κυρία με ολόκληρο σπίτι δικό της. Και η γριά γκιόσα θα πέθαινε κάποια στιγμή, πόσο θα ζούσε ακόμα;

Ίσως δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς περισσότερο με τους ανθρώπους αυτούς. Ίσως το καλύτερο θα ήταν να τους αφήσει στην καταδικασμένη σε ασχήμια ζωή τους χωρίς να δώσει δεκάρα για την τύχη τους. Ναι, αυτό ακριβώς θα τους άξιζε αν από κείνο το άνομο, ελεεινό, σιχαμένο, γελοίο σμίξιμό τους δεν γεννιόταν ένα παιδί. Ένα πλασματάκι που άνοιξε τα μάτια του για ν’ αντικρύσει μια ανάξια μάνα κι έναν άχρηστο πατέρα. Το Κατερινάκι.

Λες κι από ένα καπρίτσιο της μοίρας, οι άνθρωποι αυτοί έφεραν στον κόσμο ένα πανέμορφο παιδί. Τόσο όμορφο που και οι ίδιοι απορούσαν που στο καλό έμοιασε. «Ποιος σε γκάστρωσε μωρή πουτάνα;» αναρωτιόταν συχνά ο Μιχάλης συνοδεύοντας την απορία του με το ανάλογο ξύλο. Κι όσο μεγάλωνε το κοριτσάκι, τόσο ομόρφαινε. Κι όσο ομόρφαινε τόσο πειθόταν εκείνος πως το παιδί δεν είναι δικό του. Κι ας ορκιζόταν η Ελένη πως δεν την είχε αγγίξει άλλος άντρας. Κι ας του έλεγε η μάνα του παίρνοντας για πρώτη και τελευταία φορά το μέρος της νύφης της ότι το κοριτσάκι έμοιαζε στην προγιαγιά της. Έτσι ήταν και κείνη πανέμορφη. Ίδιο λέει ήταν. Τίποτε δεν πίστευε απ’ αυτά ο Μιχάλης.
Πήγαινε στην κούνια του παιδιού και το έπαιρνε στα χέρια του. Το κοιτούσε ξανά και ξανά. Δεν είσαι δικό μου πουτανάκι, φώναζε. Και το άφηνε βάναυσα να πέσει ξανά μέσα στο κρεβατάκι του. Και κείνο έκλαιγε. Τα χειλάκια του σούφρωναν στο γνωστό μωρουδίστικο παράπονο στο οποίο κανένας άνθρωπος μπορεί να αντισταθεί. Εκτός ίσως από τον Μιχάλη. Μόλις το μωρό άρχιζε να κλαίει το έπιανε από τους μικροσκοπικούς ώμους και το ταρακούναγε για να πάψει. Το τσίμπαγε με κακία στα τροφαντά μπουτάκια και το άμοιρο ούρλιαζε. Φώναζε τότε στην Ελένη: κάν’ το μωρή να σκάσει γιατί θα σας σκοτώσω και τις δυο!

Ο ερχομός του μωρού δεν κατάφερε να μαλακώσει ούτε την καρδιά της Ελένης. Δεν το αγαπούσε. Βαριόταν να ασχοληθεί μαζί του και συχνά το παιδί συγκαιόταν μέχρι να αποφασίσει να το αλλάξει. Μόνο η πεθερά της ασχολιόταν με το μωρό και η μάνα της όποτε ερχόταν.

Εννοείται πως το έβγαλαν Κατερίνα, αλίμονο αν δεν της έδιναν το όνομα της γκιόσας. Βέβαια εκείνη θα προτιμούσε έναν εγγονό αλλά αυτή η άχρηστη η νύφη της ήταν ανίκανη να χαρίσει έναν γιο στον Μιχάλη. Ας ήταν όμως, δεν πείραζε. Εκείνη θα την μεγάλωνε την Κατερίνα. Με σωστές αρχές όπως μεγάλωσε και τον κανακάρη της. Την όμορφη Κατερίνα με τα ξανθά μπουκλωτά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Το μπλε τ’ ουρανού είχαν τα μάτια της. Βελούδινα, εκφραστικά, μάτια προορισμένα αργότερα να ξελογιάσουν, να γοητεύσουν, να ξετρελάνουν.

Έτσι λοιπόν σ’ αυτό το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον μεγάλωνε η μικρούλα. Ένα παιδάκι γελαστό, πρόσχαρο, καλόκαρδο. Ήταν λες κι ο Θεός εκνευρισμένος από την τόση μιζέρια και κακία εκεί μέσα έστειλε αυτό το πλασματάκι για να τους περιπαίξει, να διασκεδάσει μαζί τους. Ή ίσως για να μαλακώσει την ψυχή τους, να σταλάξει λίγη καλοσύνη μέσα τους. Μάταια όμως. Παράπονα χρόνων, απωθημένα, θυμός, πικρία, μίσος, όλα ξέσπασαν πάνω στην μικρή Κατερίνα. Κι όταν κάποια νύχτα προς μεγάλη τέρψη της Ελένης η πεθερά της ταξίδεψε ξαφνικά για τον παράδεισο κατά το γιο της ή για την κόλαση κατά τη νύφη της, η Κατερίνα έχασε το μοναδικό της σύμμαχο μέσα στο σπίτι. Απέμεινε μόνη με τους δύο ανθρώπους που την είχαν φέρει σε τούτον τον κόσμο μετά από κείνο το άνομο, ελεεινό, σιχαμένο και γελοίο σμίξιμό τους. Μόλις στα τρία ήταν το κοριτσάκι όταν πέθανε η γιαγιά Καίτη. Μόλις στα τρία άρχισε το μαρτύριό της. Η μαμά την χτυπούσε με το παραμικρό. Πεινούσε, γιατί πεινάς. Διψούσε, γιατί διψάς. Νύσταζε, γιατί νυστάζεις. Τραγουδούσε, σκάσε με ενοχλείς. Και δώστου ξύλο με το παραμικρό. Και μετά, όταν ερχόταν ο μπαμπάς, η μαμά του έλεγε κάθε της αταξία χαρτί και καλαμάρι. Και τότε ο μπαμπάς έβγαζε τη ζώνη του και την ύψωνε πάνω της. Κωλόπαιδο φώναζε, τώρα θα δεις!! Και η ζώνη έπεφτε ξανά και ξανά στα τρυφερά ποδαράκια αφήνοντας κόκκινα σημάδια στην τρυφερή σάρκα και ανεξίτηλες μαύρες χαρακιές στην παιδική ψυχή. Μετά την έκλειναν στο δωμάτιό της και την άφηναν εκεί για ώρες χωρίς φαγητό. Μόνο το καφέ αρκουδάκι της είχε για παρηγοριά η Κατερίνα. Το έσφιγγε στην αγκαλιά της, χάιδευε με τα μικρά της χέρια το απαλό λούτρινο παιχνίδι και φανταζόταν πως ζούσε σ’ ένα άλλο σπίτι, με μια άλλη μαμά. Μια μαμά που είχε ανοιχτή την αγκαλιά της και μύριζε όμορφα κι έπαιζε μαζί της γελώντας. Κι έναν άλλον μπαμπά. Που γύρναγε το βράδυ στο σπίτι και την στριφογύρναγε στον αέρα και κείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Και μετά την έκανε μπάνιο κι έπαιζε μαζί της με τις σαπουνάδες γελώντας. Και την πήγαινε βόλτες. Και της έφερνε παιχνίδια και παγωτά και σοκολάτες. Αυτά φανταζόταν το Κατερινάκι κι αποκοιμιόταν. Γιατί μόνο στα όνειρά της μπορούσε να βρει καταφύγιο.

Κάποιο βράδυ ο μπαμπάς προσφέρθηκε να την κάνει εκείνος μπάνιο. Το κοριτσάκι πέταξε από τη χαρά του. Ήταν πια στα τέσσερα η Κατερίνα. Για φαντάσου σκέφτηκε να έβγαινε αληθινό το όνειρό της. Να μην ήταν για μια φορά θυμωμένος ο μπαμπάς, να έπαιζε μαζί της με τις σαπουνάδες γελώντας.

Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Ο Μιχάλης γέμισε την μπανιέρα, έριξε αφρόλουτρο κι έβαλε το παιδί μέσα. Η Κατερίνα τον κοίταξε όλο προσμονή λαχταρώντας το παιχνίδι, το γέλιο, λαχταρώντας δυο στιγμές ανέμελες. Τότε εκείνος ξαφνικά την άρπαξε και της βούτηξε το κεφάλι στο νερό. Το παιδί πανικοβλήθηκε, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, άρχισε να χτυπάει χέρια και πόδια προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Κι όταν το καμάρι της Καίτης ένιωσε πως το παιδί πνιγόταν πια, το τράβηξε από το νερό και του φώναξε χαιρέκακα: αντέχεις πουτανάκι ε; Εμ βέβαια… γυναίκα δεν είσαι; Επτάψυχη, σαν όλες τις καργιόλες. Έλα μωρή να πλύνεις την κόρη σου! φώναξε στην Ελένη και βγήκε γελώντας από το μπάνιο διασκεδάζοντας με τον τρόμο του παιδιού που έτρεμε σύγκορμο.

Όταν πήγε στα νήπια, η Κατερίνα νόμιζε πως της χάρισαν όλον τον κόσμο. Επιτέλους θα έφευγε κάποιες ώρες κάθε μέρα από το σπίτι. Θα έμενε για λίγο μακριά τους. Εκεί δεν θα μπορούσαν να την αγγίξουν. Συχνά αναρωτιόταν γιατί της το έκαναν αυτό. Γιατί δεν την αγαπούσαν. Ήταν άραγε τόσο κακό παιδί; Δεν άξιζε κι αυτή ένα χάδι, μια αγκαλιά, λίγη στοργή; Το όμορφο προσωπάκι της ήταν πάντα σοβαρό. Σπάνια χαμογελούσε πια το κοριτσάκι . Η δασκάλα της στο νηπιαγωγείο έμεινε άφωνη με την ωριμότητα αυτού του παιδιού. Με την εξυπνάδα του, με το πόσο εύκολα μάθαινε, πως ρουφούσε τα πάντα σαν σφουγγάρι. Μα της έκανε εντύπωση το μόνιμα μελαγχολικό της βλέμμα. Προσπαθούσε συχνά να την παρασύρει στα παιχνίδια, να την κάνει να γελάσει. Για κάποιο λόγο ένιωθε την ανάγκη να ακούσει αυτό το παιδί να ξεκαρδίζεται. Δεν το κατάφερε ποτέ. Σκέφτηκε να μιλήσει στους γονείς του. Ένιωσε πως κάτι έπρεπε να κάνει. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τούτο το παιδί, το έβλεπε.

Η Κατερίνα λάτρευε την δασκάλα της. Ήταν πολύ γλυκιά και της φερόταν όμορφα. Την αγκάλιαζε κιόλας συχνά και την φιλούσε. Έτσι όταν η κυρία της είπε πως θέλει μια μέρα να πάει στο σπίτι της και να γνωρίσει τους γονείς της το κοριτσάκι τρόμαξε. Κι αν της έλεγαν η μαμά κι ο μπαμπάς ότι είναι κακό κορίτσι; Αν της έλεγαν πως δεν κάνει τίποτε σωστά κι αναγκάζονται έτσι να την χτυπούν συνέχεια; Μετά η κυρία θα έπαυε να την αγκαλιάζει. Δεν θα την αγαπούσε πια. Πανικοβλήθηκε αλλά ωστόσο είπε στους γονείς της πως η δασκάλα τους ήθελε να τους δει. Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Δεν περίμεναν να πάει εκείνη. Φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, το καλό τους χαμόγελο, την καλή τους μάσκα και πήγαν στο σχολείο. Όταν έφυγαν η καλή νηπιαγωγός αλλά μάλλον κακή ψυχολόγος ήταν πεπεισμένη πως τίποτε κακό δεν συμβαίνει στο σπίτι της Κατερίνας.

Πέρασαν έτσι άλλα δυο χρόνια. Το ξύλο συνεχιζόταν. Η ζώνη έπεφτε και ξανάπεφτε. Και το παιδί πήγε στο δημοτικό. Τελευταία ο μπαμπάς έπινε κιόλας. Κάθε που την πλησίαζε η ανάσα του βρωμούσε αλκοόλ και την ανάγκαζε να ζαρώνει τη μυτούλα της αηδιασμένη. Μόλις ερχόταν στο σπίτι άρχιζε από τη μαμά. Την έβριζε, την χτύπαγε, μια φορά την κλώτσησε κιόλα κι εκείνη έπεσε κάτω. Και μετά σειρά είχε η μικρή.

Το κοριτσάκι δεν άντεχε άλλο. Κάποιο μεσημέρι γυρνώντας από το σχολείο χτύπησε στη γειτόνισσα. Εκείνη έδειξε έκπληκτη για την επίσκεψη αλλά καλοδέχτηκε το κοριτσάκι. Του πρόσφερε κέικ και πορτοκαλάδα.

– Κυρία Μαρίνα, θέλω κάτι να σας πω…, ξεκίνησε η Κατερίνα.

– Τι είναι πουλάκι μου; τι συμβαίνει; ρώτησε να μάθει η Μαρίνα. Η Μαρίνα που ήξερε πάνω κάτω τι συνέβαινε στο γειτονικό σπίτι. Ανησυχούσε για την μικρή. Το είχε συζητήσει με τον άντρα της και εκείνος της είχε πει να μην ανακατεύεται μη βρουν κάνα μπελά. Η Κατερίνα δίστασε. Ούτε και ήξερε γιατί είχε πάει εκεί. Να κάνει τι; Να πει τι; Ντρεπόταν να αποκαλύψει αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι της. Έτσι ξεφούρνισε ένα παραμύθι για ένα βιβλίο που έψαχνε και μήπως το είχε ξεχάσει την προηγούμενη φορά που είχε πάει εκεί για να παίξει με την ανιψιά της Μαρίνας. Κι έφυγε σαν κυνηγημένη. Φοβόταν το Κατερινάκι. Δεν ήθελε να ξαναπάει σπίτι της. Δεν ήθελε να την ξαναχτυπήσουν. Δεν ήθελε πια να ζει με την μαμά και τον μπαμπά. Δεν ήθελε!!

Το ίδιο βράδυ ο μπαμπάς γύρισε πάλι πιωμένος. Η Κατερίνα διάβαζε στο τραπέζι και είχε τα τετράδιά της απλωμένα πάνω. Και κείνος λες και μόλις την είδε σεληνιάστηκε.

– Τι διαβάζεις πουτανάκι; τη ρώτησε αγριεμένος. Μπας και θες να μορφωθείς και μας βγεις καμιά σπουδαγμένη; Η μάνα μου έλεγε πως μόνο οι πουτάνες σπουδάζουν για να μπορούν μετά να βάλουν τον άντρα στο βρακί τους και να τον κάνουν ότι θέλουν. Μωρέ ήξερε η κυρά Καίτη τι έλεγε, τετρακόσια τα είχε. Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, να υπηρετεί τον άντρα της και τα παιδιά της. Κι αυτό θα κάνεις και συ. Μη θαρρείς πως θα σ’ αφήσω να πας και στο Λύκειο. Ένα δημοτικό κι ένα γυμνάσιο και πολλά σου είναι. Μετά θα μάθεις μια τέχνη να δεις πως βγαίνει το ψωμί, μέχρι πότε θα σε ταΐζω; Και με τα τελευταία του λόγια πήρε το βιβλίο της και το έκανε χίλια κομμάτια. Η Κατερίνα έβαλε τα κλάματα. Ήρθε και η Ελένη να δει τι συμβαίνει.

– Σταμάτα να κλαις, δεν μπορώ να σ’ ακούω! Σκάσε δεν σ’ αντέχω πια!! ούρλιαξε στο παιδί .
Αυτό. Μόνο. Κι έτρεξε να κλειστεί στο δωμάτιό της πριν η οργή του Μιχάλη στραφεί προς εκείνη.
– Ώστε σ’ αρέσει το διάβασμα ε πουτανάκι; ρώτησε εκείνος την Κατερίνα που τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο κι άρχισε να βγάζει τη ζώνη του. Πρόλαβε και το έβαλε στα πόδια. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της, κλείδωσε την πόρτα κι ακούμπησε ξέπνοη πάνω της προσπαθώντας να καταλαγιάσει τους ξέφρενους ρυθμούς της καρδιάς της. Ρίχτηκε στο κρεβάτι της κλαίγοντας με λυγμούς. Κλαίγοντας έτσι όπως ποτέ δεν πρέπει να κλαίει ένα παιδάκι στην ηλικία της. Αγκάλιασε το αρκουδάκι της και νότισε την απαλή λούτρινη γούνα με τα δάκρυά της.

Το επόμενο πρωί η Κατερίνα ξεκίνησε για το σχολείο. Πήγαινε μόνη της πια αφού ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της. Αλλά δεν πήγε. Έκανε κάτι άλλο. Έκανε κάτι ασυμβίβαστα ώριμο και γενναίο για την ηλικία της. Πήγε στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς της που βρισκόταν σχεδόν δίπλα στο σχολείο. Ανέβηκε θαρρετά τα σκαλιά και την σταμάτησε ο αξιωματικός στην είσοδο.

– Καλώς το κοριτσάκι. Τι θέλεις μικρή μου;;

– Θέλω να δω τον διευθυντή σας, είπε σοβαρά η Κατερίνα. Ο αστυνομικός προσπάθησε να κρύψει ένα χαμόγελο και απάντησε το ίδιο σοβαρά.

– Μάλιστα… και τι ακριβώς θέλει ένα γλυκό κοριτσάκι σαν και σένα από τον διευθυντή μου;

– Αν ήθελα να το πω σε σας δεν θα ζητούσα εκείνον… τον αποστόμωσε η Κατερίνα.

Σε λίγο βρισκόταν στο γραφείο του διοικητή. Ήταν ένας άνθρωπος γύρω στα 40 με ένα διεισδυτικό βλέμμα κι ένα χαμόγελο γλυκό που έκανε τα πάντα για να νιώσει άνετα το παιδί. Δεν του είχε ξανατύχει στην καριέρα του να έρθει ένα τόσο μικρό παιδί να τον ζητήσει. Η μικρή του έκλεψε την καρδιά από την πρώτη στιγμή. Και κείνα τα μάτια της στο μπλε τ’ ουρανού τον έκαναν να σκεφτεί πως αν αυτός και η γυναίκα του είχαν καταφέρει να κάνουν παιδιά, μια τέτοια κόρη θα ήθελε.

Μετά από μερικά λεπτά άκουγε άφωνος την Κατερίνα να του εξιστορεί τα πάντα. Με κάθε λεπτομέρεια. Χρωματίζοντας την αφήγησή της με συναίσθημα, φόβο, παράπονο, λύπη, όλα όσα είχε μαζεμένα στην ψυχούλα της. Ο λόγος της μεστός, στακάτος, απίστευτα ώριμος για την ηλικία της. Ένιωσε πως τούτη ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην καριέρα του. Και ορκίστηκε στον εαυτό του πως αυτό το πλασματάκι δεν θα πονούσε ποτέ πια!

Είναι μια ηλιόλουστη μέρα μ’ έναν ουρανό καταγάλανο και ο Γιώργος Αργυρίου με την γυναίκα του στέκονται περήφανοι και περιχαρείς στο αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής. Σήμερα ορκίζεται η κόρη του. Η ξανθομαλλούσα του. Το πλάσμα που έδωσε ξανά νόημα στη ζωή τους. Η Κατερίνα του. Εκείνο το 6χρονο κοριτσάκι που μπήκε μια μέρα θαρρετά στο γραφείο του για να μείνει για πάντα στη ζωή του. Ένα χαρισματικό, πανέμορφο πλάσμα με μάτια στο μπλε τ’ ουρανού. Βγαλμένο από ένα σμίξιμο άνομο, ελεεινό, σιχαμένο, γελοίο. Γεννημένο από δύο γονείς ανάξιους που ο ίδιος φρόντισε να τιμωρηθούν καθώς τους άξιζε και που δεν την ξανάδαν ποτέ. Ο Αργυρίου υιοθέτησε την Κατερίνα και ήταν μάλλον το εξυπνότερο πράγμα που έκανε ποτέ στη ζωή του. Η ευτυχία τρύπωσε στο σπίτι του από το παράθυρο και φώτισε την ψυχή του. Κι έφερε ξανά το γέλιο στα χείλη της αγαπημένης του.

Οι σκέψεις του διακόπηκαν βλέποντας το κορίτσι του να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος τους. Ψηλή, ξανθομαλλούσα, πανέμορφη. Με τα μπλε της μάτια να χαμογελούν.
– Μπαμπά… μαμά… φώναξε κι τους αγκάλιασε.
Την αγκάλιασαν και κείνοι σφιχτά. Κι ο μπαμπάς τη σήκωσε και την στριφογύρισε στον αέρα γελώντας. Και η μαμά την έκλεισε στα μπράτσα της και τη φίλησε τρυφερά. Και μύριζε όμορφα η μαμά. Και ήταν ευτυχισμένη η Κατερίνα. Κι έλαμπαν και οι τρεις τους από χαρά.

Και πίσω στο σπίτι τους, το όμορφα διακοσμημένο και ζεστό σπιτικό τους, στο δωμάτιο της Κατερίνας ένα παλιό, καφέ λούτρινο αρκουδάκι θαρρείς και χαμογελούσε…

18 απαντήσεις στο “Το μπλε τ’ ουρανού”

    • Υπέροχο!! ❤️
      Σας ευχαριστώ πολύ! Όσο το διάβαζα με κομμένη την ανάσα, ευχόμουν για ένα αίσιο τέλος!!!

    • Πολύ όμορφη και συγκινητική ιστορία…. ευτυχώς υπάρχουν Άνθρωποι να κάνουν το σωστό!!!!

  1. Συγκινήθηκα πολύ!Κι οι δικοί μου γονείς ήταν πολύ φτωχοί ,αλλά ήθελαν να σπουδάσω γιατί αυτοί δεν μπόρεσαν! Το κυριότερο ήταν η αγάπη!Οι γονείς αυτοί ήταν ανάξιοι! Αυτή η μάνα χωρίς οικονομικό πρόβλημα γιατί δεν προστάτεψε το παιδί της ;

  2. Συγχαρητήρια!υπέροχο γράψιμο !Νιώσαμε όλα τα συναισθήματα αυτής της πονεμένης ιστορίας με αίσιο τέλος.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: