“Αγαπημένε μου,
Η ζωή εδώ στην Αθήνα έχει αλλάξει. Είμαι μέσα στο σπίτι 55 μέρες και περιφέρομαι σαν την άδικη κατάρα. Πηγαίνω μόνο στο σούπερ μάρκετ, στον φούρνο και το μανάβικο και όποτε έχω όρεξη, περπατάω. Ώρες! Να αδειάσει το κεφάλι μου.
Τσακώνομαι με τη μαμά μου κάθε μέρα. Αντί να την ηρεμεί το κλίμα του χωριού, έχει γίνει ανυπόφορη! Κάθε μέρα η ίδια κουβέντα. Αν έχω μάσκα, αν έχω γάντια, αν τα φοράω, πως τα φοράω, πως τα βγάζω, πως τα πετάω κλπ. Λες και δεν έχω άλλες έννοιες… Ασχολούμαστε μόνο με μάσκες και αντισηπτικά.
Εδώ δεν ξέρω αν θα δουλεύω σε ένα μήνα… Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, τον έχω τον φόβο. Δεν ξέρω αν θα βγάλω τον μήνα οικονομικά. Έχω κόψει πολλά αλλά τα έξοδα τρέχουν. Έχω και το δάνειο ακόμα… Και το κυριότερο, είμαι και χωρισμένη. Αυτό το τελευταίο κάνουν λες και δεν έχει συμβεί. Όλοι όμως… Επειδή δεν προλάβαμε να υπογράψουμε λόγω καραντίνας θεωρούν πως είμαστε ακόμα ένα παντρεμένο ζευγάρι, ασχέτως αν μένουμε χώρια και εκείνος συζεί με την καινούργια σύντροφο. Που, δόξα τω Θεώ, τον αγαπάει και ησύχασα!
Τώρα που το θυμήθηκα να παραγγείλω και σε εκείνους μάσκες και να στείλω και κανένα γλυκό. Όλο μαγειρεύω και κανένας δεν τα τρώει. Να παραγγείλω και σε εσένα; Μπορεί να σου χρειαστούν όταν επιστρέψεις.
Μακάρι να επιστρέψεις…
Λείπεις τόσο καιρό… Σχεδόν δύο χρόνια και δεν έχεις δώσει κανένα σημείο ζωής. 710 e-mails σου έχω στείλει και απάντηση καμία. Παίζει να είσαι και ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτομαι με το που ανοίξω τα μάτια μου. Φτιάχνω καφέ, παίρνω το κινητό και ξεκινάω. Λέξη, λέξη… Όλα τα ξέρεις και ας μην είσαι εδώ.
Πως γίνεται άλλωστε να σε αφήσω απ’ έξω; Είσαι ο άνθρωπός μου!
Πολλά χρόνια τώρα… Μια ιστορία δίχως τέλος! Και δεν ξέρεις πόσο μου λείπεις, αλλά τι να σε κάνω που αποφάσισες να φύγεις σε μια νύχτα; Και τι νύχτα! Την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί. Μετά από 25 χρόνια κολλητής παρέας εξομολογηθήκαμε τα πάντα και έγινε το μοιραίο.
Δεν υπάρχει όμως λόγος να το σκαλίζω! Είχαμε και οι δύο διαλυμένους γάμους και μας φάνηκε καλή ιδέα. Τελοσπάντων…
Θέλω μόνο να γυρίσεις! Θέλω να ακούσω τη φωνή σου να μου λέει “συγγνώμη, κυρία μου, σας έπεσε η αξιοπρέπεια!” και να ξεκαρδιστώ στα γέλια.
Δώσε μου ένα σημείο ζωής… σε παρακαλώ!”.
Το κουδούνι διέκοψε την αποστολή. Πετάχτηκα και κατευθύνθηκα στην πόρτα… Ήρθε επιτέλους η παραγγελία μου! Τώρα η μαμά δε θα έχει λόγο να γκρινιάζει για τις μάσκες. Τόσες αγόρασα…
Πάτησα το κουμπί και περίμενα τον διανομέα με λαχτάρα στην πόρτα. Ήθελα τόσο πολύ να πάρω το δέμα στα χέρια μου. Λες και η ζωή προχωράει όπως πριν. Να νιώσω λίγο άνθρωπος και να ξεχάσω τη μοναξιά μου…
Έβλεπα το βελάκι από το ασανσέρ να δείχνει προς τα πάνω και αγχωνόμουν…
Μόλις άνοιξε η πόρτα, ένας άντρας με καλυμμένο το μισό πρόσωπο με καλημέρισε. Είχε μια ζεστασιά αυτή η καλημέρα και άπλωσα τα χέρια μου να πάρω το πακέτο.
“Τι σας χρωστάω;”, ρώτησα με ανεξήγητη χαρά ενώ βιαζόμουν να επιστρέψω στο κινητό για να πατήσω την αποστολή.
“Μια ζωή!”, απάντησε εκείνος.
Σήκωσα το κεφάλι μου παραξενεμένη…
“Συγγνώμη, κυρία μου, σας έπεσε η μάσκα!”, είπε εκείνος και τράβηξε τη μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπό του. Πέταξε ό,τι κρατούσε για να με κλείσει στην αγκαλιά του και τύλιξα τα χέρια μου γύρω του. “Γύρισα!”, μου ψιθύρησε.
Email 711… Δεν εστάλη ποτέ!