,

Τη νύχτα που πλημμύρισε το ποτάμι…

…προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της, μα έτσουζαν. Ένιωθε τα μικρά ρυάκια ιδρώτα να αυλακώνουν το μέτωπό της, να κυλούν ασυγκράτητα και να ενώνονται με τα δάκρυά της. Συνέχιζαν έτσι, αγκαλιασμένα, το ταξίδι τους στα μάγουλά της, νοτίζοντας τα ξεραμένα χείλη της, για να κατρακυλήσουν στο λαιμό της και να λιμνάσουν στα στήθη της. Έφτυσε το πανί, που ‘χε στο στόμα και έγλειψε τα χείλη της. Γεύτηκε την αρμύρα. Η καρδιά της άρχισε να ηρεμεί. Οι ήχοι επέστρεψαν στ’ αυτιά της. Ένα σιγανό, γλυκό νιαούρισμα και κάπου μακριά ο ήχος της δυνατής βροχής, που έδερνε ανελέητα το χώμα και την πέτρα. Τα χέρια της έσφιγγαν κάτι, ασυναίσθητα. Ένα μικρό, γλοιώδες, μαλακό και ζεστό πραγματάκι. Μισοσκούπισε τα μάτια της γέρνοντας στο εσωτερικό των αγκώνων της, κρατώντας σφιχτά πάνω της το πραματάκι που τώρα νιαούριζε πιο δυνατά.

«Σσσς» άκουσε τον εαυτό της να λέει, παλεύοντας να ηρεμήσει την ανάσα της. Πετάρισε τα βλέφαρά της. Η θολή εικόνα άρχισε να καθαρίζει σταδιακά. Στην αρχή ήταν μερικές κουκκίδες φωτός που τρεμόπαιζαν. Σχήματα ακαθόριστα, γραμμές, χρώματα, μοβ και κόκκινο. Πολύ κόκκινο. Η μυρωδιά του αίματος ανάμικτη με εκείνων της μούχλας, του τυριού, του λαδιού και κάθε λογή μυρωδικών, της προκαλούσαν ναυτία. Προσπάθησε να εστιάσει πάνω στον περίεργο αυτό όγκο, που κρατούσε σφιχτά. Σήκωσε ψηλά το μικρό πλασματάκι που κρατούσε. “Δυο ματάκια, στοματάκι, μυτούλα, δυο χεράκια, δυο ποδαράκια. Κοριτσάκι, λοιπόν. Πόσα δαχτυλάκια;”. Μέτρησε αγχωμένη. “Δεκαεννιά!” σκέφτηκε και η καρδιά της αναπήδησε. “Είκοσι ανόητη, είκοσι!” μάλωσε τον εαυτό της κι έπειτα χαμογέλασε. Ελευθέρωσε το στήθος της και ακούμπησε το νεογνό πάνω του. Το μωρό έπιασε αμέσως τη θηλή της. Ταυτόχρονα τράβηξε μια πετσέτα που είχε διπλωμένη δίπλα της και το τύλιξε. Τα δάχτυλα ψαχούλεψαν ερευνητικά το σώμα του μικρού. Έπιασε το γλιτσερό σωλήνα που την ένωνε ακόμα με το μικρό πλασματάκι. Δεν είχε πολύ χρόνο, έπρεπε να κοπεί. Ανασηκώθηκε και τα λιγοστά κεριά που είχε τοποθετήσει γύρω της, τρεμόπαιξαν. Κοίταξε δεξιά, προς μια μικρή λεκάνη. Το μαχαίρι βρίσκονταν δίπλα της, όπως και το σιδερένιο κλειδί, που ‘χε φέρει για όταν θα ‘πλένε το μωρό. “Να ‘ναι σιδερένιο!” σκέφτηκε και χαμογέλασε κοιτώντας το μικρό που έτρωγε.

Έκοψε με αποφασιστικές κινήσεις τον ομφάλιο λώρο και τον έδεσε, όπως είχε δει τόσες και τόσες φορές να κάνει η μάνα της, κάθε φορά που έφερνε στον κόσμο ένα από τα έντεκα αδέλφια της. Το μικρό αποκοιμήθηκε πάνω στο στήθος της. Δοκίμασε το νερό στη λεκάνη. Τράβηξε το χέρι της απογοητευμένη. Είχε κρυώσει. Καθυστέρησε, μα έπρεπε να το περιμένει, μιας και ήταν το πρώτο της. Ξαφνικά η ανάσα της κόπηκε. Ένιωθε σφίξιμο στην κοιλιά, σαν να την ξαναπιάναν οι πόνοι. Τύλιξε καλά το μωρό σε μια πετσέτα και με χέρια που έτρεμαν, προσπαθώντας να συγκρατηθεί, να μην ουρλιάξει από τον πόνο, το τοποθέτησε διαγώνια μέσα σε μια μικρή ξύλινη βαλιτσούλα, που είχε ετοιμάσει. Με το ένα χέρι της πάτησε την κοιλιά της και με το άλλο έπιασε σφιχτά την άκρη του λώρου, που κατέληγε ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της κινούνταν μουρμουρίζοντας το “Πάτερ ημών” και η καρδιά της σφυροκοπούσε από την αγωνία, καθώς έσπρωχνε με δύναμη. Θα τα κατάφερνε άραγε; Ένιωσε ένα βάρος στον κόλπο της και μ’ ένα απότομο «πλοπ» ο πλακούντας βγήκε. Τον κοίταξε προσεκτικά και αναστέναξε ανακουφισμένη, καθώς έπεφτε ξέπνοη προς τα πίσω, πάνω στα σακιά με σιτάρι. Ήταν ολόκληρος!

«Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου!» ψέλλισε και σφούγγισε το ιδρωμένο της πρόσωπο με το μανίκι της ακριβής νυχτικιάς της. Κοίταξε με έγνοια το μικρό πλασματάκι, που κοιμόταν γαλήνιο στην αυτοσχέδια κούνια. Δεν είχε πολύ χρόνο. Έπρεπε να φύγουν το συντομότερο από κει μέσα. Αφουγκράστηκε προσεκτικά. Πίσω από τους παχιούς πέτρινους τοίχους, η καταιγίδα μαίνονταν δυο μέρες τώρα. Μα μέσα στο σπίτι, πέρα από τους ήχους που έκαναν τα ποντίκια και νερό που κυλούσε, δεν ακούγονταν τίποτα άλλο. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι. «Νερό που κυλά;» απόρησε και ανακάθισε τρομαγμένη. Κατέβασε την αιματοβαμμένη της νυχτικιά και σήκωσε ένα κερί. Προσπάθησε να φωτίσει το χαμηλοτάβανο χώρο με τη μικρή, εύθραυστη φλόγα. Μέσα στο μισοσκόταδο, ίσα που ξεχώριζε τα αντικείμενα που γνώριζε τόσο καλά. Το κατώι ήταν ημιυπόγειο. Υπήρχαν μεγάλα κιούπια με λάδι, βαρέλια με κρασί, σακιά με κριθάρι και σιτάρι πάνω σε παλέτες, ενώ από καρφιά κρέμονταν τυριά, παστά και μυρωδικά. Κάθετοι μικροί κορμοί στήριζαν τις μισοσαπισμένες σανίδες του ταβανιού, που ήταν το πάτωμα του ισογείου, για περισσότερη ασφάλεια. Βογκώντας κατέβηκε από τα σακιά, που ήταν μισοξαπλωμένη σέρνοντας μαζί της και τη μικρή βαλιτσούλα. Σαν πάτησε το πόδι της στο δάπεδο, ξαφνιάστηκε. Το πατημένο χώμα ήταν τώρα υγρό και γλίστραγε επικίνδυνα. “Τα νερά;” αναρωτήθηκε μπερδεμένη “θα κύλησαν ως εδώ…”. Κοίταξε το μωρό που κοιμόταν γαλήνια κι ύστερα έκλεισε το καπάκι με προσοχή.

«Κάνε Παναγιά μου, να ‘χω ανοίξει αρκετές τρύπες για να αναπνέει» ικέτευσε και το στερέωσε στο γοφό της. Ο ήχος του νερού που κυλούσε, δυνάμωνε. Προχώρησε προς την καταπακτή, προσπερνώντας το κοίλωμα του τοίχου, εκεί που της είχε δείξει ο Νίκος ότι έκρυβε τις λίρες. “Αν χρειαστείς οτιδήποτε, να ξέρεις είναι εδώ, μα μη φοβάσαι, θα γυρίσω πριν γεννήσεις”.

«Ψεύτη!» μουρμούρισε, σφίγγοντας τα ξεραμένα της χείλη. Δεν ήθελε τίποτα, μόνο να φύγουν. Να εξαφανιστούν. Ξαφνικά τα γυμνά πόδια της βούλιαξαν μέσα σε μια λιμνούλα. Χαμήλωσε το κερί και έπειτα το γύρισε κατά τον τοίχο. Από ένα από τα ανοίγματα ψηλά, λίγο κάτω από το ταβάνι, που ήταν για να αερίζεται το κατώι, έμπαινε τώρα πολύ νερό.

“Το ποτάμι!” πέρασε σαν αστραπή η σκέψη της και πάγωσε. Το νερό ανέβαινε γρήγορα, ήδη έφτανε στις γάμπες τις. Βιάστηκε. Η καταπακτή βρίσκονταν στην άλλη άκρη του υπογείου. Πέρασε κάτω από ένα πέτρινο τόξο. Το παγωμένο νερό είχε ανέβει κιόλας ως το γόνατο. Λιωμένο κερί έπεφτε στο χέρι της και την τσουρούφλιζε. Προσπερνούσε το λαβύρινθο με τα σακιά βιαστικά, όταν το χέρι της με τη μικρή βαλίτσα, χτύπησε πάνω σε κάποιο εμπόδιο. Βάζοντας και το άλλο της χέρι να συγκρατήσει τη βαλίτσα, της έπεσε το κερί. Έμεινε ακίνητη στο σκοτάδι. Το νερό, πόντο – πόντο, είχε ξεπεράσει το γόνατο. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην κλάψει και έφερε τη βαλίτσα μπροστά της. Κρατώντας τη σφιχτά με το ένα χέρι, τέντωσε το άλλο μπροστά ψαχουλεύοντας το κενό. Έπρεπε να βρει το δρόμο της μες στο σκοτάδι. Ένιωσε κάτι ζεστό με βρεγμένο τρίχωμα να την ακουμπάει στη γάμπα. Ανατρίχιασε, μα κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην ουρλιάξει. Προχώρησε ευθεία, σέρνοντας το βήμα της μέσα στο νερό, ακουμπώντας πού και πού ποντίκια που κολυμπούσαν και σακιά. Κάποια στιγμή, το χέρι της ακούμπησε πέτρα. “Το δεύτερο τόξο” σκέφτηκε και αναθάρρησε.

«Είμαστε κοντά μικρούλα. Ακούς; Είμαστε κοντά!» ψιθύρισε πιο πολύ για να ακούσει την φωνή της.

«Βαρέλια» μουρμούρισε πασπατεύοντας. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή και η καρδιά της σπαρταρούσε μέσα στο στήθος της. Ξάφνου ένιωσε κάτι υγρό να πέφτει από πάνω της. Στην αρχή σταγόνες και έπειτα με πάταγο. Πέρασε μια κουρτίνα νερού και ύστερα μία άλλη… Το νερό έμπαινε από τις χαραμάδες, ανάμεσα στις σανίδες. Ρίγησε από το φόβο της και χάιδεψε την ξύλινη βαλίτσα. «Ευτυχώς μου έκοψε να ανοίξω τρύπες από τα πλάγια και όχι από πάνω» σκέφτηκε και τα δάκρυά της άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα. Το νερό είχε ανέβει ως τα μπούτια και ‘κείνη δε μπορούσε να βρει τη σκάλα, αν ήταν στη θέση της, για την καταπακτή. Τελικά, ίσως να μην ήταν η μοίρα της να ζήσει, όπως άκουσε και την κυρά της να λέει στην μαμή που την εξέταζε. Με την αποκοτιά της, έβαζε και το μωρό της σε κίνδυνο. Αν δεν ήταν τόσο ανόητη, τώρα θα ήταν στο πάνω πάτωμα και το παιδί της πεντακάθαρο, αντί να ‘ταν σε αυτή την παλιά βαλίτσα. Θα το έβαζαν στην κούνια με τα λινά σεντονάκια και τη λεπτεπίλεπτη δαντελίτσα γύρω – γύρω. Άραγε θα της επέτρεπε να το δει, προτού τη σκοτώσει;

***

Ήταν μούσκεμα και τουρτούριζε από το κρύο. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή και η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Είχε γεννήσει μόλις πριν λίγη ώρα, μέσα σε ‘κείνο το κατασκότεινο, πλημμυρισμένο κατώι και για λίγο είχε ελπίσει ότι θα κατόρθωνε να το σκάσει από εκείνο το σπίτι και ότι θα μεγάλωνε το παιδί της εκείνη κι όχι η σκληρή και ιδιότροπη κυρά της και ο άντρας που την εκμεταλλεύτηκε. Το μόνο όμως που είχε καταφέρει, ήταν να εγκλωβιστεί μέσα σε μια παγίδα, που γέμιζε παγωμένο νερό, όλο και πιο γρήγορα.

Είχε δίκιο η κυρά της. Ήταν μια μικρή ανόητη. Μια μικρή, φτωχή, ανόητη. Ποτέ της δεν κατάλαβε, γιατί οι άνθρωποι με λεφτά θεωρούσαν αυτόματα ότι είχαν και δικαιώματα ζωής ή θανάτου πάνω στους υπόλοιπους. Γιατί τα πλούτη σήμαιναν ότι είναι πάνω από το νόμο του Θεού και των ανθρώπων; Γιατί να βρεθούν στο δρόμο της αυτοί οι άνθρωποι; Τι κρίματα μπορεί να ‘χει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι; Ίσως το βαρύτερο, το ότι γεννήθηκε κορίτσι. Ίσως γι’ αυτό η μάνα της δεν την αγκάλιαζε ποτέ. Και όμως αυτή πάντα τη βοηθούσε, ποτέ δεν αντιδρούσε, ποτέ δεν αρνιόταν να κάνει οτιδήποτε της έλεγε. Μεγάλωσε τ’ αδέρφια της. Βοηθούσε τον πατέρα της. Ο πατέρας της, ένας καλός, γλυκομίλητος άνθρωπος, ήταν βαρκάρης στο ποτάμι. “Σαν τους ανθρώπους και το ποτάμι, δεν έχει ‘μπιστοσύνη. Εκεί που σου κάνει το φίλο, εκεί σε πνίγει. Το βλέπεις όμορφο, φωτεινό, μα το νερό του είναι θολό, δεν ξέρεις ποτέ τι κρύβει μέσα του” της έλεγε.

«Πόσο ανόητη ήμουν, Θεέ μου!» συλλογίστηκε. Πώς μπόρεσε να πιστέψει έστω και για ένα λεπτό ότι ο Νίκος, ο αφέντης, την αγάπησε; “Πώς ξεγελάστηκα έτσι;”.  Φταίγανε εκείνα τα αμυγδαλωτά μάτια, με τη γλύκα του μελιού και το ανοιχτόκαρδο γέλιο του. Τον είδε για πρώτη φορά μια ανοιξιάτικη μέρα. Ο ήλιος έλαμπε περήφανος, τυλιγμένος στο χρυσό μανδύα του, που η άκρη του σέρνονταν πάνω στις δίπλες του ποταμιού. Τον πέρασαν με τη βάρκα τους στην αντίπερα όχθη και σε όλη τη διαδρομή δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Από τότε έρχονταν συχνά. Μα εκείνη δεν του δίνε σημασία. Τι γύρευε ένας παντρεμένος άντρας τριάντα χρονών, από μια κοπέλα μόλις δεκάξι χρονών; Ό,τι και να ‘ταν, δεν ήθελε να το μάθει. Κάποιο απόγευμα που γύριζαν στο σπιτάκι τους, τον βρήκαν να τους περιμένει απ’ έξω. Πήρε τον πατέρα παράμερα και του μιλούσε ώρα πολύ. Πρώτη φορά έβλεπε τον πατέρα της αγριεμένο, με πρόσωπο κατακόκκινο. Φαίνονταν ότι έκανε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατηθεί. Εκείνη τη μέρα ο Νίκος έφυγε άπραγος και ο πατέρας της την πήρε να της μιλήσει, καθώς είπε. Μα οι λέξεις σκάλωναν στο λαιμό του και μην μπορώντας να μιλήσει την έσφιξε δυνατά πάνω του.

«Παναγία μου, δώσε μου δύναμη να προστατέψω το παιδί μου!», ψιθύρισε μόνο.

Ξέσπασε σε λυγμούς, καθώς κουρτίνες νερού έπεφταν με πάταγο στο κεφάλι της και στη μικρή ξύλινη βαλίτσα, που κρατούσε σφιχτά.

«Παναγία μου, δώσε μου δύναμη να προστατέψω το παιδί μου!» ψέλλισε και ένιωσε την καρδιά της να σκληραίνει. Αυτή δεν ήταν σαν τους γονείς της. Αυτή δεν θα πουλούσε το παιδί της, όπως αυτοί. Αυτή θα το προστάτευε και ας πέθαινε, μα στα χέρια αυτών των παλιανθρώπων, δεν θα τ’ άφηνε! Το παιδί της θα μεγάλωνε μέσα στην αγάπη. Απόθεσε τη βαλιτσούλα προσεκτικά πάνω σ’ ένα βαρέλι και ανασήκωσε το καπάκι, τόσο όσο να βάλει το χέρι της μέσα. Χάιδεψε το μικρό κορμάκι, το προσωπάκι, τα χεράκια, όταν ένιωσε κάτι να σφίγγει το χέρι της. Χαμογέλασε, η κόρη της ήταν δυνατή, έπρεπε και αυτή να φανεί δυνατή. Θα τους έβγαζε από κει μέσα και θα φεύγαν μακριά. Ένας δυνατός κρότος και ένα ιδιότροπο τρίξιμο ακούστηκε από πάνω της.

«Η εξώπορτα!» ψέλλισε. Τέντωσε τ’ αυτιά της, άκουγε φωνές, αλλά το νερό έπεφτε, κάνοντας φοβερό θόρυβο από τα ανοίγματα ανάμεσα στις σανίδες και δεν μπορούσε ν’ ακούσει καθαρά τι έλεγαν. Έκλεισε αποφασιστικά το καπάκι και σήκωσε το βαλιτσάκι κρατώντας το γερά. Προχώρησε προς την κατεύθυνση, όπου άκουσε τον ήχο, όταν έπεσε πάνω στην σκάλα, που ήταν φτιαγμένη από μερικούς κορμούς, πρόχειρα δεμένους.

«Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου!» μουρμούρισε και ανέβηκε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, κρατώντας σταθερά οριζόντιο το βαλιτσάκι. Πασπάτεψε το ταβάνι και προσπάθησε ν’ ανασηκώσει το καπάκι της καταπακτής, μα δεν μπορούσε! Έσπρωξε με τους ώμους, έπειτα με την πλάτη. Κάθε φορά που ανασήκωνε μερικά εκατοστά το βαρύ, σανιδένιο καπάκι, το νερό δυνάμωνε. “Θεέ μου! Το σπίτι έχει πλημμυρίσει για τα καλά, θα υποχώρησε το φράγμα!” σκεφτόταν τρομοκρατημένη, μα δεν τα παρατούσε. Έσκισε τη νυχτικιά της και στερέωσε κάτω από το στήθος τη μικρή βαλιτσούλα, ώστε να ελευθερώσει και τα δύο της χέρια. Είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια και ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία της, να μην πέσει από τη γλιστερή σκάλα ή να της φύγει το βαλιτσάκι, όταν ξαφνικά ένιωσε το καπάκι να υποχωρεί και ν’ ανοίγει διάπλατα.

«Τι κάνεις εκεί κάτω βρομοθήλυκο;» άκουσε τη γνώριμη, στριγκιά φωνή, καθώς λούζονταν από ένα νέο κύμα παγωμένου νερού, που της έκοψε την ανάσα. Έκανε να ανέβει τα τελευταία σκαλοπάτια, όταν η φιγούρα της κυράς της στάθηκε στην άκρη και τη διέταξε να της πει τι γύρευε εκεί κάτω…

«Προσπαθούσα να ασφαλίσω τα πράγματα, κυρία» είπε με όση ανάσα της είχε μείνει κατεβάζοντας το βλέμμα. Η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο, σήκωσε το καντηλέρι από πάνω της και την κοίταξε εξεταστικά, το αναμαλλιασμένο, μελαχρινό πλάσμα με τις χοντρές πλεξίδες τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι της και τα μοβ χείλη, που έτρεμε μουσκεμένο στη μέση του τετράπλευρου καταρράκτη και κρατούσε σφιχτά έναν όγκο δεμένο πάνω της.

«Τι κρατάς;» τη ρώτησε τελικά.

Ξαφνικά ένιωσε να φλέγεται, προσπάθησε ν’ αγνοήσει την ερώτηση και ψαχούλεψε με το ελεύθερο χέρι της το πάτωμα για να πιαστεί και να μπορέσει ν’ ανέβει. Η ψηλή γυναίκα, με το λευκό νυχτικό από φίνα δαντέλα και τη βυσσινί ρόμπα από μπροκάρ, έγειρε από πάνω της.

«Με κλέβεις, παλιοθήλυκο;» τη ρώτησε επιτακτικά, χαμογελώντας ανατριχιαστικά και της πάτησε επίτηδες το χέρι.

Η Μαρία ούρλιαξε και το τράβηξε, προσπαθώντας να ισορροπήσει. Το νερό είχε φτάσει πια στην κοιλιά της, ανασήκωσε το βλέμμα της αγριεμένη.

«Πώς τολμάς; Δεν έχω κλέψει ποτέ τίποτα! Είναι η μικρή βαλιτσούλα που είχα όταν ήρθα σε αυτό το σπίτι!» απάντησε αγριεμένη. Η νεαρή γυναίκα με την προχειροπλεγμένη κοτσίδα και βλέμμα σκληρό, έγειρε πιο πολύ από πάνω της.

«Ώστε δε με κλέβεις; Αυτή δεν είναι η νυχτικιά μου;»

«Μου είπατε να την πετάξω και…» είπε τουρτουρίζοντας η Μαρία προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής της.

«Ακριβώς! Σου ‘πα να την πετάξεις, όχι να την πάρεις, βρομοθήλυκο! Μου πήρες τον άντρα, ήθελες και τη νυχτικιά μου; Δώσε μου τη βαλίτσα!»

«Ποτέ!» ούρλιαξε ξαφνικά εκείνη. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, η καταπακτή έκλεισε από πάνω της, χτυπώντας της δυνατά στο κεφάλι και έπεσε μέσα στο νερό. Από τη δύναμη της πτώσης το βαλιτσάκι τινάχτηκε με δύναμη προς τα πάνω, χτυπώντας τη στο φουσκωμένο στήθος της και στο σαγόνι της σπρώχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, έξω από το νερό. Σκοτάδι, ο ήχος του νερού που τρέχει και ένα δυνατό κλάμα. Ένα γοερό κλάμα! Το μωρό, η κόρη μου, η μόνη σκέψη στο ζαλισμένο νου. Φωνές ακούγονταν από κάπου ψηλά και χτυπήματα.

«Βρομοθήλυκο, παλιοπουτάνα, νομίζεις ότι θα μου βγάζεις και γλώσσα, γιατί είσαι γκαστρωμένη από τον άντρα μου; Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να μεγαλώσω το μπάσταρδό σου; Βρομιάρα. Να δώσω τα λεφτά μου, το όνομά μου, το χρόνο μου, στο παιδί του προδότη;». Η νεαρή γυναίκα ήταν έξαλλη. Χτυπούσε με μανία το πόδι της στο σαπισμένο, πλημμυρισμένο ξύλινο πάτωμα και ούρλιαζε υστερικά.

«Ψόφα σκύλα! Ψόφα και μετά θα ανοίξω την κοιλιά σου να πάρω το μούλικο και να το ρίξω στα σκυλιά! Ψόφα!». Οι σανίδες προειδοποίησαν παραπονεμένα τη λυσσασμένη γυναίκα, πριν την καταστροφή.

***

Η Μάγδα ούρλιαζε υστερικά πάνω από την κλεισμένη καταπακτή, χτυπώντας με νεύρα το πόδι της πάνω στο ξύλινο πλημμυρισμένο πάτωμα.

«Ψόφα παλιοβρόμα! Ψόφα κι εσύ και το μούλικό σου!»

Μακάρι να ψόφαγε και όλος κόσμος, δεν της καίγονταν καρφί. Δεν ήταν οι δυσκολίες της ζωής που την έκαναν έτσι σκληρή, δεν ήταν καν η αδιαφορία του πατέρα της ή η αυστηρή μητέρα της. Ήταν ένα μίσος που είχε για όλους και για όλα, από τότε που θυμόνταν τον εαυτό της. Όλα σε αυτό τον κόσμο ήταν στραβά, λάθος. Το να προσπαθείς να ικανοποιήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο ήταν αδύνατο και γι’ αυτό οι άλλοι απλά την απέφευγαν. Οι γονείς της φρόντισαν να της δώσουν ό,τι θεωρούσαν ότι έπρεπε να πάρει μια κοπέλα της τάξεως της, καλή προίκα και έναν σύζυγο με αντίστοιχα προσόντα. Εκεί τελείωσε το καθήκον τους με αυτό το παιδί και δεν ξανασχολήθηκαν μαζί της. Η Μάγδα ανυπομονούσε να παντρευτεί, μόνο και μόνο γιατί θεωρούσε ότι έτσι θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Απεριόριστη ελευθερία, να ορίζει τη ζωή της και των άλλων, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Αυτό που δεν περίμενε, ήταν να της πάει κάποιος κόντρα. Την πρώτη φορά που συνέβη, ήταν όταν την σταμάτησε, καθώς μαστίγωνε με λύσσα το γέρο επιστάτη. Της έσπασε το μαστίγιο, την άρπαξε από το μπράτσο, την έσυρε ως το δωμάτιό της και την κλείδωσε, ώσπου να ηρεμήσει, όπως της είπε. Δεν ήθελε να ηρεμήσει, ήθελε να δει το αίμα του παλιόγερου να τρέχει ποτάμι πάνω στο χώμα.

Έπειτα από αυτό, της απαγόρευσε να ξαναγγίξει οποιονδήποτε εργάτη ή υπηρέτη. Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί που ήλπιζε ο Νίκος ότι θα έρθει και θα την ηρεμήσει, δεν ήρθε. Μια ωραία πρωία όμως της κουβάλησε αυτό το παλιοθήλυκο στο σπίτι της. Τον άκουγε τα βράδια που την επισκέπτονταν στο δωμάτιό της και το μίσος της φούντωνε από τη μια, από την άλλη όμως ένιωθε μια περίεργη ανακούφιση. Εκείνος παραδομένος στον έρωτά του για τη μικρή, της είχε χαρίσει επιτέλους την πολυπόθητη ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, σε όποιον θέλει, πέρα από τις δύο γυναίκες της ζωής του, το βρομοθήλυκο και την τροφό του. Όταν ένα μεσημέρι ο Νίκος της ξεφούρνισε ότι το βρομοθήλυκο ήταν έγκυος και σκόπευε να  αναγνωρίσει το παιδί, εκείνη γέλασε, όπως δεν είχε γελάσει ποτέ στη ζωή της. Θα αναγνώριζε το μούλικο! Τότε της ήρθε η ιδέα. Ένα μικρό παιδί θα μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να ξεφορτώνονταν όσους θα της στέκονταν εμπόδιο. Σταμάτησε να γελά και πρότεινε το αδιανόητο, να το μεγάλωνε αυτή, να έλεγαν ότι είναι δικό της παιδί. Ο Νίκος στην αρχή ήταν ανένδοτος, αλλά τελικά κάτω από την πίεση των δικών τους – που επιστράτευσε – και του παπά – που τον είχε πληρώσει χοντρά – ο Νίκος υποχώρησε.

«Θα σε σκοτώσω!» ούρλιαξε ακόμα μια φορά η Μάγδα και το παραπονιάρικο τρίξιμο των ξύλων ακούστηκε πιο έντονο. Εκείνη μέσα στη λύσσα της, δεν το άκουσε και συνέχισε να χτυπά το πόδι της με μανία στο ξύλινο πλημμυρισμένο πάτωμα.

«Θα σε σκοτώσω, όπως σκότωσα την παλιόγρια! Και μετά θα ξεκάνω τον Νίκο, αρκετά τον ανέχτηκα! Ακούς; Εγώ την σκότωσα την παλιόγρια! Εγώ της έρ….», δεν πρόκανε να τελειώσει. Με ένα ανατριχιαστικό ήχο, το σανιδένιο πάτωμα υποχώρησε. Η Μάγδα έβγαλε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, καθώς το κορμί της περνούσε μέσα από τις μυτερές σανίδες γδέρνοντάς το, για να καρφωθεί πάνω σ’ έναν από τους κάθετους μικρούς κορμούς, που λειτουργούσαν ως αντιστήριγμα στο σαπισμένο, από τις πολλές πλημμύρες, πάτωμα.

Εν τω μεταξύ η Μαρία προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το χτύπημα. Το κεφάλι της πονούσε απίστευτα, όπως και το στήθος της και ένιωθε το σαγόνι της να έχει πρηστεί και το γεγονός ότι είχε παγώσει και τουρτούριζε, έκανε τον πόνο αφόρητο. Άκουγε το κλάμα του μωρού της, τους καταρράκτες και ένα ρυθμικό χτύπημα και τα ουρλιαχτά της μάγισσας, όπως την έλεγαν μεταξύ τους. “Σύνελθε!” πρόσταξε τον εαυτό της. Έπιασε το μικρό βαλιτσάκι που επέπλεε και το ‘σφιξε πάνω της. Το νερό πια της έφθανε ως το στήθος.

«Βοήθα Παναγιά μου, το παιδί μου…» έλεγε και ξανάλεγε προσπαθώντας να πιαστεί ξανά από τη σκάλα για ν’ ανέβει, όταν ακούστηκε πάνω από το κεφάλι της ο ήχος σανίδων που σπάνε και ένα τρομακτικό ουρλιαχτό. Η ανάσα της κόπηκε, τα μάτια της γούρλωσαν κοιτώντας το περίεργο σκιάχτρο που αχνοφωτίζονταν από το φως του καντηλεριού και βρίσκονταν μόλις μια ανάσα από αυτή.

Βαριά γρήγορα πατήματα, που πλατσούριζαν μέσα στα νερά ακούστηκαν. Το κεφάλι της βούιζε, τα μάτια θόλωσαν. Κάποιος της μίλαγε. Ένα πρόσωπο φάνηκε στην τρύπα, δίπλα στο μακάβριο θέαμα, έπειτα η καταπακτή άνοιξε. Ένα χέρι απλώθηκε κατά το μέρος της.

«Το μωρό, σώσε το μωρό!» άκουσε τον εαυτό της να λέει. Το χέρι έκανε να πάρει την βαλιτσούλα, μα κείνη τον σταμάτησε. Σαν να συνήλθε ξαφνικά, σαν όλα να γίνανε ξεκάθαρα, διάφανα σαν γυαλί. Όλα να μπήκαν σε ‘κείνη τη μικρή ξύλινη βαλίτσα, ο πόνος, η παγωνιά, η κακία, η προδοσία και από ‘κει μέσα βγήκε η κόρη της, το παιδί της, τη ζέστανε, την παρηγόρησε, τη γλύκανε, την ατσάλωσε. Το ‘σφιξε δυνατά πάνω της και βγήκε με τη βοήθεια του γέρο επιστάτη. Προχώρησε μισοζαλισμένη προς το μικρό καμαράκι της, τσαλαβουτώντας στα νερά και απέθεσε τη μικρή βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι της. Έπειτα άνοιξε με τρεμάμενα χέρια το καπάκι. Το μωρό άπλυτο και αφρόντιστο έσκουζε, μα ήταν καλά, το νερό δεν είχε περάσει μέσα.

«Ω, Παναγιά μου!» άκουσε μια τραχιά φωνή πίσω της, κάτι έκανε να πει ακόμα, μα τον έκοψε.

«Κυρ-Παναή πρέπει να πλύνω το μωρό!» είπε και το βάλε στο στήθος για να το ηρεμήσει.

«Δεν προλαβαίνουμε κόρη μ’, το ποτάμι πλημμύρισε!»

«Ε και;» γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. «Τόσες φορές πλημμυρίζει».

«Έξω γίνεται χαλασμός, η βροχή δεν σταμάτησε όλη νύχτα. Φοβάμαι πως θα γίνει μεγάλο κακό. Πρέπει να φύγουμε. Βάλε το μωρό στο ξύλινο κουτί πο’ ‘χεις, για ασφάλεια, φόρα κάτι μη πουντιάσεις και πάμε!»

«Γιατί δεν πάμε στον απάνω όροφο;»

«Όχι, κόρη μ’. Δεν είν’ ασφαλές. Τώρα ήμουν έξω και κοίταγα. Πρέπει να πάμε πίσω από το επόμενο φράγμα κι από ‘κει στο λόφο της Επισκοπής. Αν κάνει ξαφνική κατεβασιά το ποτάμ’, το σπίτι θα πέσει και θα πνιγούμε».

«Μα δεν μπορώ να φύγω μες στον κατακλυσμό. Το παιδί; Η μάγισσα πέθανε, είμαστε ασφαλείς!».

«Άκου κόρη μου, ο αφέντης πριν φύγει, με όρκισε να σε φυλώ σαν τα μάτια μου και αυτό σκοπεύω να κάνω. Αν πάθεις οτιδήποτε θα με σκοτώσει με τα ίδια του χέρια! Το ίδιο έκανε και με την κακομοίρα την Θεώνη. Γι’ αυτό την σκότωσε η μάγισσα! Γιατί η Θεώνη σε φύλαγε, δεν θα την άφηνε να σου κάνει κακό. Η μάγισσα είχε σκοπό να σε… Άντε πάμε!»

«Τη σκότωσε;» ψέλλισε η Μαρία και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

«Δεν την άκουσες τη μάγισσα τι ούρλιαζε, πριν σκοτωθεί; Με αυτή εδώ μέσα, το σπίτι είναι καταραμένο. Να πέσει καλύτερα. Να ξεπλύνει το ποτάμι τα κρίματά της και ήταν πολλά…»

Έκανε ο γέροντας και κατέβασε την κουκούλα του αδιάβροχου του.

«‘τοιμάσου, το νερό έφθασε στη γάμπα και η νύχτα είναι μακριά!». Βγήκαν προσεκτικά έξω από το σπίτι. Κεραυνοί αυλάκωσαν τον ουρανό. Η Μαρία κιότεψε.

«Θα σκοτωθούμε!»

«Πάμε” έκανε ο γέρος “έχουμε δρόμο!»

***

Η Μαρία, τυλιγμένη σ’ ένα αδιάβροχο και με τη μικρή ξύλινη βαλιτσούλα που κοιμόνταν ήσυχο το νεογέννητο μωρό της, ανυποψίαστο για τους κινδύνους που το έζωναν, ακολούθησε τον κυρ-Παναή, τον επιστάτη. Σαν βγήκαν έξω από τη ξύλινη πόρτα του δίπατου αρχοντικού, κιότεψε. Οι διαβόλοι έκαναν φασίνα στην κόλαση και άδειαζαν κουβάδες νερό και φωτιά πάνω στη γη. Ο γέρος δεν της έδωσε περιθώρια, την τράβηξε, κατέβηκαν τα τρία σκαλοπάτι και βούτηξαν ως τους γοφούς στο νερό από το φουσκωμένο ποτάμι, που ‘χε πλημμυρίσει τον κάμπο. Περπάταγαν με δυσκολία, σπρώχνοντας όσο μπορούσαν το κορμί τους. Έκαναν το γύρο του σπιτιού, για να βγουν στον πίσω αγρό και να φθάσουν στον ψηλό χοντρό τοίχο, που είχαν στήσει ως δεύτερο φράγμα, για να προστατέψει το χωριό, όταν έπεσαν πάνω στον Σώζωντα, το γιο του Παναή.

«Έλα πατέρα, για σένα ερχόμουν!» του φώναξε για να ακουστεί πάνω από τον ήχο της καταιγίδας.

«Πάμε να πάρουμε τη μάνα σου και φεύγουμε!»

«Τη μάνα την πήγα στο χωριό» απάντησε ο νέος. Ο Παναής τού ‘γνεψε ευχαριστημένος

«Βοήθα τη Μαρία και το μωρό!»

«Το μωρό; Γέννησε η μάγισσα;»

«Δικό μου είναι το μωρό! Δικό μου!» έκανε δύστροπα η Μαρία και έσφιξε τη βαλίτσα πάνω της

«Ήσουν έγκυος;» τη ρώτησε απορημένος και την έπιασε από τη μέση για να τη βοηθήσει.

«Αυτή ήταν. Η άλλη… Ούτε αγκινάρα δεν θα φύτρωνε στο τέτοιο της…» έκανε ενοχλημένος ο κυρ-Παναής και του ΄κάνε νόημα να σωπάσει. Ο Σώζων όμως δεν σταμάτησε

«Η κυρά; Τι έγινε θα κάτσει σπίτι;»

«Σκοτώθηκε…» είπε η Μαρία με μια φωνή, που την ξένισε.

«Σκοτωθ…» έκανε να πει ο Σώζων, μα ο Παναής τον έκοψε εκνευρισμένος

«Προχωράτε! Έχουμε δρόμο!»

Η Μαρία τουρτούριζε και κάποια στιγμή έκανε να λιγοθυμήσει. Ο Σώζων την πήρε στα χέρια, ενώ ο κυρ-Παναής πάλευε να περπατήσει, μα το χώμα είχε γίνει λάσπη, γλίστραγε και βούλιαζε σε κάθε βήμα.

«Τραβάτε! Τραβάτε!» πρόσταξε «Έρχομαι κι εγώ! Το κορίτσι και τα μάτια σου! Ακούς;»

Πλησίαζαν το τείχος, που φωτίζονταν πού και πού από τις αστραπές, όταν ένιωσαν τη γη να τρέμει.

“Το ποτάμι! σκέφτηκε τρομοκρατημένος ο κυρ Παναής. «Κάνει κατεβασιά, Θα πνιγεί ο κάμπος! Βοήθα Παναγιά!»

«Τρέχα! Σώζωντα, τρέχα!» Ούρλιαξε ο κυρ-Παναής. Η Μαρία σφίχτηκε πάνω του. Τον κοίταξε ερευνητικά.

«Τι έγινε;» ψέλλισε αδύναμα και έσφιξε τη βαλίτσα με το μωρό της.

«Κατεβασιά!» ακούστηκε πνιγμένη από τη δυνατή βροχή η φωνή του γέροντα.

«Άσε με! Είμαι καλά! Άσε με!» ούρλιαξε η Μαρία. Την κατέβασε και προσπάθησαν να τρέξουν. Μα ένιωθαν σαν να μην έκαναν βήμα. Ο Σώζων κοίταξε κατά τον πατέρα του. Τον έβλεπε για μερικά δεύτερα, όσο κρατά μια πύρινη γλώσσα αστραπής.

«Το κορίτσι!» έφθασε η φωνή του στ’ αυτιά του, πριν πνιγεί από ένα δυνατό τρομακτικό βουητό που δυνάμωνε και έκανε τη γη να τρέμει, σα να ξύπναγε κάποιο αρχέγονο τέρας. Το μυαλό τους είχε παγώσει. Τρέχουν. Μόνο τρέχουν. Τρέχουν, πλησιάζουν, φθάνουν. Η ανάσα γίνεται μαρτύριο μ’ όλο αυτό το νερό που ορμά στα ρουθούνια και το στόμα τους. Η Μαρία κάνει να γλιστρήσει, μα ο Σώζων τη συγκρατεί. Δεν τολμούν να κοιτάξουν πίσω τους. Το τέρας πλησιάζει. Θα τους καταβροχθίσει. Φθάνουν στη βάση. Η Μαρία κοιτά το ψηλό τείχος. Της έρχεται να βάλει τα κλάματα. «Είναι πολύ ψηλό!». Δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει να ανέβει. Ο Σώζων έκανε να τη σηκώσει, μα ‘κείνη τον σταμάτησε.

«Ανέβα, μπορείς;» τον ρώτησε έντρομη. «Να πάρεις το παιδί!»

Εκείνος άρχισε να σκαρφαλώνει και η καρδιά της Μαρίας κόντευε να σπάσει, καθώς προσεύχονταν σιωπηλά. Ο Σώζων γλίστρησε και ‘κείνης της ξέφυγε μια στριγκλιά, μα κατάφερε και πιάστηκε σε μια εγκοπή και ανέβηκε. Εκείνη σήκωνε ψηλά τη μικρή βαλίτσα πατώντας στις μύτες. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω της. Ένιωθε την αναταραχή στα ποδάρια της. Ο Σώζων έσκυψε και τεντώθηκε όσο μπορούσε, ενώ κρατιόνταν να μην πέσει για να πιάσει το μικρό βαλιτσάκι. Το μωρό έκλαιγε γοερά. Η βαλίτσα γλίστραγε, καθώς ήταν βρεγμένη. Προσπάθησε ξανά και ξανά, ώσπου με μια απότομη κίνηση τεντώθηκε και την γράπωσε. Ασφάλισε τη βαλίτσα και έγειρε να πιάσει τη Μαρία, που προσπαθούσε να βρει πατήματα, όταν είδε έντρομος ένα δεύτερο τοίχο, που μούγκριζε να υψώνεται πίσω της. Την είδε να βουλιάζει και αυτός σκέπασε με το κορμί του τη βαλίτσα και γραπώθηκε γερά πάνω στον τοίχο, σαν καβαλάρης σε αφηνιασμένο άλογο. Τα χτυπήματα ήταν φοβερά. Για μερικά δεύτερα το νερό κόλλησε τη Μαρία πάνω στον πέτρινο τοίχο, σαν πεταλίδα, έπειτα εντελώς ξαφνικά την τράβηξε πίσω και τη στριφογύρισε μαζί με κάμποσα ξύλα και πέτρες, χτυπώντας τη ξανά πάνω στο φράγμα. Ένιωσε τα πνευμόνια της να καίγονται από την έλλειψή οξυγόνου, όταν τα χέρια της ακούμπησαν χώμα. Κόντεψε να ουρλιάξει από τη χαρά της. Κατάφερε να φέρει τα πόδια της στο έδαφος και να σπρώξει με όλη της τη δύναμη. Το κορμί της τινάχτηκε κάθετα. Μόλις βγήκε στην επιφάνεια, πήρε μια βαθιά ανάσα και ευχαρίστησε τον πατέρα της, που της έμαθε κολύμπι. Τα ρούχα τη βάραιναν και την δυσκόλευαν πολύ, ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Πιάστηκε από ένα ξύλο, που επέπλεε και ούρλιαξε κοφτά, όταν κάτι ζεστό και τριχωτό την ακούμπησε στην πλάτη. “Ένα πνιγμένο ζώο”, πέρασε η σκέψη από το μυαλό της.

«Μαρία!» άκουσε μια φωνή μέσα στο χαλασμό και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Την καλούσε συνέχεια, μα δεν μπορούσε να τον δει στο σκοτάδι και με όλη αυτή τη βροχή, που κάθε χοντρή της σταγόνα τίναζε πολλές μικρές σταγόνες, καθώς συναντιόνταν με τα αδέρφια της. Ένιωσε ένα χέρι να την τραβά από το μανίκι. Το νερό είχε ανέβει σχεδόν μέχρι το χείλος του φράγματος.

«Το μωρό;» ήταν το πρώτο που ρώτησε μόλις κατάφερε να ξαπλωθεί πάνω στο τοιχίο. Εκείνος της έδειξε τη βαλίτσα και το κλάμα έφτασε ως τα αυτιά της. Χαμογέλασε ανακουφισμένη. Μα τα λόγια του Σώζωντα έκαναν το χαμόγελο της να παγώσει.

«Πρέπει να φύγουμε γρήγορα, το τείχος δεν θα αντέξει τόσο νερό!» του ‘γνέψε ότι κατάλαβε. Κοίταξε κατά το σπίτι. Μια αστραπή αυλάκωσε το βαρυφορτωμένο ουρανό. Το σπίτι, ο στάβλος, οι αποθήκες όλα είχαν χαθεί. Τώρα το μόνο που υπήρχε, ήταν μια μεγάλη καφετιά λίμνη. Ο Σώζων την έπιασε από τα μπράτσα και την κατέβασε, πήδηξε τα τελευταία μέτρα και μετά της κατέβασε το μωρό. Ώσπου να κατεβεί κι εκείνος, άνοιξε προσεκτικά το καπάκι και χάιδεψε το μωρό, εκείνο αμέσως ησύχασε. Την άρπαξε από το μπράτσο και άρχισε να τη σέρνει στους άδειους δρόμους.

«Το φράγμα! Θα γκρεμιστεί το φράγμα!» ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τη βροχή.

Φώτα τρεμοσβήνουν πίσω από τα κλειστά παντζούρια, μα κανείς δεν εμφανίζεται. Όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μα το φράγμα θα καταρρεύσει. Δεν το καταλαβαίνουν;

***

Η καταιγίδα δε λέει να κοπάσει. Η βροχή σαν σάβανο, τυλίγει το μικρό χωριό του κάμπου. Το ποτάμι ξεχείλισε, πέρασε το πρώτο φράγμα και τώρα παλεύει να ξεκάνει το τελευταίο του εμπόδιο, για να ριχτεί με λύσσα νηστικού δράκου, που βρυχάται, πάνω στα προχειροφτιαγμένα φτωχόσπιτα. Η Μαρία κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της το μικρό ξύλινο βαλιτσάκι, που προστατεύει το νεογέννητο παιδί της τρέχει μέσα στους έρημους δρόμους του χωριού. Δίπλα της τρέχει ο νεαρός γιος του επιστάτη στο κτήμα που δούλευε και ουρλιάζει προειδοποιώντας τους χωριανούς.

«Φύγετε! Το φράγμα θα πέσει!». Νερό τρεχούμενο εμφανίζεται από τα πλάγια. Και αρχίζει να τρέχει μαζί τους. Ποιος θα κερδίσει: Η φύση γελά με την ανοησία του ανθρώπου. Τι και αν για λίγο τη σταμάτησε ένας ψηλός τοίχος; Αυτή τον κύκλωσε και τώρα τρυπώνει στα κατώια, τα κοτέτσια, τις αποθήκες. Στέκεται για λίγο μπροστά στα σακιά με την άμμο, που κλείνουν τις πόρτες και σφυρίζει για ενισχύσεις. Μα ο άνθρωπος είναι πλάσμα επίμονο, πρέπει να του το αναγνωρίσει. Παλεύει, προσπαθεί για το ακατόρθωτο, δεν τα παρατά. Πεισμώνει και αυτό το πείσμα άλλοτε τον σώζει και άλλοτε τον καταστρέφει.

«Το φράγμα θα πέσει!». Κανείς δεν εμφανίζεται. Η Μαρία κοντοστέκεται αναζητώντας ανάσα. Σφίγγει τη βαλίτσα στο στήθος της. Ο Σωζων σκύβει και πιάνει τη σπλήνα του. Ρουφά τον αέρα λαίμαργα. Προσπαθεί να φωνάξει, μα δεν έχει άλλη δύναμη.

«Θα ‘χουν φύγει όλοι!» προσπαθεί να τον ηρεμήσει η Μαρία. Εκείνος κουνά το κεφάλι του αρνητικά. Τους ξέρει, θέλουν να φυλάξουν το βιός τους. Είναι τόσο ανόητοι που νομίζουν ότι μπορούν να τα βάλουν με το ποτάμι.

«Σώζων!» ακούγεται μια αδύναμη φωνή.

«Μάνα!» τρέχουν κατά το μέρος από όπου ακούγεται η φωνή, όταν βλέπουν πίσω από την κουρτίνα της βροχής τη φιγούρα μιας παχουλής γυναίκας σε αχνοφωτισμένο ορθογώνιο πλαίσιο.

«Μάνα τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι στην εκκλησία, όπως σου ‘πα;»

«Πώς να πάω ως εκεί μόνη, μες στη βροχή, τη νύχτα. Η θεία σου δε δέχεται να φύγει. Καλύτερα να μείνουμε εδώ παιδί μου, θα είμαστε ασφαλείς. Το ποτάμι έχει ξαναπλυμ…»

«Όχι, πρέπει να φύγουμε! Κινδυνεύουμε!» είπε και την έπιασε από τους ώμους. «Το ποτάμι έκανε κατεβασιά!» πρόσθεσε φανερά τρομοκρατημένος.

«Η Μαρία είναι αυτή;» αναφώνησε η γυναίκα, καθώς αναγνώρισε το μουσκεμένο, κατάκοπο και χτυπημένο κορμί, πίσω από το γιο της.

«Πρέπει να φύγουμε, κυρία Πηνιά!», είπε ήπια εκείνη. Η Μαρία ένιωσε την άρνηση της γυναίκας. Το μωρό άρχισε να κλαίει. Οπισθοχώρησε αμίλητη και ξεκίνησε πάλι να τρέχει. Δεν μπορούσε να περιμένει, έπρεπε να φτάσει στο λόφο, στο μικρό ξωκλήσι της Επισκοπής. Το νερό ήδη έφθανε πάνω από τους αστραγάλους της. Τα μάτια της τυφλά στο βαθύ σκοτάδι βασίζονταν μόνο σε μερικά δεύτερα φωτός για να βρουν το δρόμο, ή να δουν κάποιο εμπόδιο. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, τα πόδια της πονούσαν από το τρέξιμο και ένιωθε τις πατούσες της, σαν ξένο σώμα, καθώς έτρεχε ξυπόλυτη τόση ώρα.

Μα εκείνο το κλάμα της έδινε δύναμη. Αυτό και η προσευχή, που έκανε τόση ώρα από μέσα της. Προσευχή για την ίδια και το παιδί της, τους γονείς και τ’ αδέρφια της, τον κυρ-Παναή και το Σώζων, τη Θεανώ, που είχε πεθάνει πριν ένα μήνα δίχως να μπορέσει να δει την εγγονή της, που τόσο επιθυμούσε, μα και για τη ψυχή της Μάγδας και ας προσπάθησε να τις σκοτώσει. Ο δρόμος είχε γίνει πιο άγριος. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν πλατσούριζε πια. Αναθάρρησε και στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Ρουφούσε τον αέρα λαίμαργα με σκυμμένο κεφάλι και ένιωθε τα ρυάκια της βροχής να κυλούν σε κάθε πόντο του πονεμένου και παγωμένου κορμιού της. Έψαξε με το βλέμμα της να προσανατολιστεί, όταν της φάνηκε ότι είδε αχνά φώτα. Ευχαρίστησε την Παναγιά και στερεώνοντας καλά το βαλιτσάκι έκανε το σταυρό της. Η ανάσα της είχε αρχίσει να επανέρχεται στο φυσιολογικό, όταν ένα τρομακτικό βουητό ακούστηκε. Ο υδάτινος στρατός εφορμούσε μουγκρίζοντας χωρίς έλεος, πάνω στο ανυπεράσπιστο χωριό. Ήχοι από πέτρες που κατρακυλούσαν, ξύλα που έσπαγαν, ζώα που έβγαζαν ανατριχιαστικούς ήχους, ανακατεύονταν με τα ανθρώπινα ουρλιαχτά. Ξεκίνησε να τρέχει κατά το φως, όταν είδε μπροστά της ένα σκοτεινό όγκο. “Ο λόφος!” σκέφτηκε γεμάτη ελπίδα. Από τη φόρα έπεσε πάνω σε θάμνους πυκνούς, που την καταγρατσούνισαν και μύρισε την ευωδιά της ασφάκας.

Τραβήχτηκε πίσω. Αλμυρές σταγόνες εμφανίστηκαν στα μάτια της. Τι ανόητη που ήταν, το ‘χε ξεχάσει ότι η επισκοπή περιβαλλόταν από πυκνούς θάμνους, πέρα από το μονοπάτι, που ανέβαινε ως το ξωκλήσι. Πώς θα βρίσκε το δρόμο μες στη κατασκότεινη νύχτα; Πώς; Ένιωσε τα γόνατα της να λυγίζουν και σωριάστηκε στο χώμα. Είχε δίκιο η μάνα της που έλεγε πως, η ζωή τελειώνει αν επιτρέψεις στο σκοτάδι να μπει μέσα σου. Ακούμπησε το μέτωπό της πάνω στη μικρή ξύλινη βαλιτσούλα, που γαλήνια κοιμόταν το μωρό της, μη μπορώντας να νιώσει την απελπισία της μάνας του.

«Παναγία μου, σώσε μας! Σώσε μας και ‘γω κάθε χρόνο στις γιορτές σου θα φτιάχνω πρόσφορο!» είπε κλαίγοντας. Ένιωσε το έδαφος να τρέμει. Έξαφνα μια σαΐτα φωτός έσκισε τον αέρα κάνοντας τρομερό θόρυβο και έπεσε λίγο πιο πάνω. Αμέσως μεγάλες φλόγες τύλιξαν το γεμάτο χυμό κορμό ενός από τα τρία κυπαρίσσια, που στέκονταν δίπλα στο ξωκλήσι, που φώτισε σαν γιγάντιο δαδί τον τόπο. Η Μαρία κοίταγε με γουρλωμένα μάτια την κορυφή του λόφου. Το βουητό που πλησίαζε την έκανε να συνέλθει γρήγορα. Κοίταξε γύρω της, όταν κατάφερε να διακρίνει το μονοπάτι πέντε – έξι μέτρα πιο πέρα στα δεξιά της. Πετάχτηκε πάνω, έτρεξε προς τα κει και άρχισε να σκαρφαλώνει στο απότομο ανηφορικό μονοπάτι. Χρησιμοποιώντας το ένα της χέρι για να πιαστεί. Το βουητό την έφθανε. Με ένα δυνατό πάταγο το νερό έσκασε πάνω στο λόφο και από την ορμή την έριξε στα γόνατα. Ένιωσε τις σταγόνες να την πιτσιλάνε και να βυθίζεται ως το γοφό. Το δέντρο κόντευε να σβήσει. Το ξωκλήσι βρίσκονταν μόλις λίγα μέτρα πιο πάνω, αχνά φώτα από τα καντήλια και κεριά φώτιζαν τα μικρά παράθυρα.

Γύρισε και κοίταξε πίσω της το μαύρο γλιστερό υγρό που γύρευε να τις τραβήξει στην άβυσσο. Λίγα βήματα, δε θα τα παρατούσε για λίγα βήματα. Σύρθηκε ως εκεί και άνοιξε την πόρτα με τρεμάμενα χέρια. Νεκρική ησυχία επικράτησε. Μέσα στην εκκλησία υπήρχαν κάμποσα μικρά παιδιά, μερικές μητέρες και κάνα δυο ηλικιωμένες. Είδε μια μητέρα να θηλάζει το μωρό της καθισμένη σε ένα στασίδι δίπλα στην πόρτα. Άφησε προσεκτικά το μικρό βαλιτσάκι στο διπλανό στασίδι, γονάτισε βαρυμένη από την κούραση και άνοιξε το καπάκι. Το μωρό της κούνησε τη σφιγμένη του γροθίτσα σαν χαιρετισμό, του χαμογέλασε και κατέρρευσε.

***

Το μυαλό προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που βλέπουν τα μάτια. Ο Νίκος τρίβει με τις παλάμες του το πρόσωπο του και κοιτά πάλι. Γουρλώνει τα μάτια ασυναίσθητα. Δεν μπορεί, είναι σε λάθος μέρος. Κοιτά πίσω του τα μεγάλα, απότομα βραχώδη βουνά. Το φαράγγι, η Κορυφή του Κόρακα, το εκκλησάκι του Άι Νικόλα. Είναι όλα εκεί, ίδια και απαράλλαχτα. Κοιτά ξανά μπροστά. Μια μεγάλη λασπωμένη λίμνη, που ασημίζει στο μεσημεριάτικο φως και βάρκες που βολτάρουν ήρεμα. Ψάχνει για σημάδια γνώριμα μπας και καταφέρει να προσανατολιστεί. Πού και πού φαίνεται κάποιο σπίτι, σαν παιδικό τουβλάκι, να στέκεται ατάραχο μέσα στο νερό, γκρεμίσματα και δέντρα που ξεπροβάλλουν με τα κλαδιά τους γυμνά, ικέτες που δεν εισακούστηκαν. Πλέκει τα δάχτυλα του στο κεφάλι του και το πιέζει προσπαθώντας να ηρεμήσει τον πονοκέφαλο. Μια βάρκα πλησιάζει. Περιμένει, δεν ξέρει και αυτός τι περιμένει, ούτε πόση ώρα περιμένει. Απλά στέκεται εκεί. Στη βάρκα φαίνονται τώρα, πέρα από τον βαρκάρη, τρεις άνθρωποι σκεπασμένοι με κουβέρτες. Φωνές ακούγονται γύρω του. Μαζεύτηκαν κι άλλοι για να τους βοηθήσουν. Βγάζουν τους ανθρώπους, πρόσωπα με μάτια κενά, παραπατούν και σωριάζονται στο χώμα, σα σακιά.

«Δεν θα βγεις πάλι;», ρωτά τον βαρκάρη με αγωνία. Εκείνος στρίβει τσιγάρο και του γνέφει θετικά.

«Θα ‘ρθω και ‘γω μαζί», είπε αποφασιστικά και πηδά στη βάρκα. Ο γέρος κάτι έκανε να πει, μα το βλέμμα του Νίκου τον σταμάτησε.

«Φτάσατε ως το Σιλώπι;» τον ρώτησε. Του έγνεψε αρνητικά.

«Είναι δύο χωριά, πριν από αυτό», μουρμούρισε κουρασμένα.

«Να πάμε εκεί…»

Ο γέρος βάζει το τσιγάρο στο στόμα και το ανάβει με ήσυχες κινήσεις. Έπειτα κοιτά το Νίκο στα μάτια. Κατεβάζει το βλέμμα και ρουφά τον καπνό άπληστα, μέσα από τα κιτρινισμένα μουστάκια του.

«Δεν έμεινε τίποτα από το Σιλώπι», λέει με τραχιά φωνή.

«Ναι, μα δεν μπορεί, κάποιος θα σώθηκε!»

«Ήταν δίπλα στο ποτάμι…» έκανε ήπια ο γέρος.

«Σου δίνω όσα – όσα! Πόσα θες; Να πάρε, έχω δύο λίρες…»

Ο γέρος του έγνεψε αρνητικά.

«Θα σε πάω ως το Σιλώπι, μα να ξέρεις, ότι άμα βρούμε επιζώντες στο δρόμο, θα πρέπει να γυρίσουμε».

Εκείνος του ‘γνέψε πως κατάλαβε και έλυσε το σχοινί. Τέσσερις φορές πήγανε και ήρθαν, κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και στο Σιλώπι ούτε καν πλησίασαν.

«Μπάρμπα-Θανάση πάμε σε παρακαλώ, πάμε κατά ‘κεί!», είπε απελπισμένος. Ο γέρος του ‘κανε το χατίρι μάζεψαν έναν ακόμα φουκαρά από ένα δέντρο και συνέχισαν προς τα κει, που κάποτε ήταν το χωριό του. Έσπρωχναν με τα σταλίκια ανάμεσα στα χαλάσματα, τα πεσμένα δέντρα, τα πνιγμένα ζώα και τα πτώματα. Είχε περάσει αρκετή ώρα και δεν είχαν βρει κανέναν άλλο ζωντανό. Ο Νίκος σκούπισε τον ιδρώτα του με το μπράτσο του.

Θα ‘χε καταφέρει η Μαρία με την κοιλιά στο στόμα να σωθεί; Το υποστατικό θα ‘ταν από τα πρώτα που πλημμύρισαν. Κοίταξε κατά το ξωκλήσι της Επισκοπής, με τα δύο πια κυπαρίσσια, που φαίνονταν σαν ένα νησάκι στη μέση του πουθενά. Ήταν αρκετός δρόμο έξω από το χωριό, δύσκολος δρόμος…

«Το ξωκλήσι είναι όρθιο και ανέγγιχτο!», έκρωξε και η φωνή του έσπασε από την αγωνία.

«Βραδιάζει σε λίγο. Αν είναι εκεί άνθρωποι, είναι ασφαλείς». Έκανε ήπια ο γέροντας.

«Δεν καταλαβαίνεις!» αντέδρασε ο Νίκος. «Η γυναίκα μου είναι έγκυος, κινδυνεύει, πέρασαν ήδη δυο μέρες από την καταστροφή! Πρέπει να πήγε στην Επισκοπή. Θα πάμε στην Επισκοπή!», είπε αποφασιστικά ο Νίκος.

«Σε λίγο θα πέσει ο ήλιος καλύτερα να γυρ…»

«Σε παρακαλώ, μπάρμπα! Θα θέλουν νερό, φαΐ… Δυο μέρες πέρασαν!»

«Γιε μου, πού να φτάσει η έγκυος γυναίκα ως…»

Ο Νίκος κοίταξε τον γέροντα με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του, προσπάθησε κάτι να πει, μα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Αν το ‘κανε, ένιωθε ότι θα έσπαγε και η κραυγή, που ήθελε να απελευθερώσει θα του ξέσκιζε τα πνευμόνια.

«Άντε πάμε!», είπε ο γέροντας παραδομένα. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα, απόκοσμα ήσυχα στον πλημμυρισμένο κάμπο, που έμοιαζε σαν συνέχεια του ουρανού, όπως βάφονταν με ρόδινες αποχρώσεις. Πέρα από τα πτώματα που επέπλεαν και τα χαλάσματα, τίποτα άλλο δεν μαρτυρούσε το κακό, που είχε γίνει μόλις δύο μέρες πριν. Δεν είχε τη δύναμη να δει αν επρόκειτο για δικούς του. Αν ήταν, θα έπρεπε να αποδεχτεί ότι ήταν πια μόνος και ένιωθε ότι αυτό δε θα μπορούσε να το αντέξει. Γιατί την άφησε; Έφυγε και δεν της έδωσε ούτε μια εξήγηση. Τι να της έλεγε; Αν δε τα κατάφερνε; Πώς να την γέμιζε με ελπίδες. Κι εκείνη θα του θύμωσε. Ήταν σίγουρος ότι του θύμωσε… Μετά τον ξαφνικό θάνατο της αγαπημένης του Θεανούς, το πήρε απόφαση, έπρεπε να τελειώνει με αυτό το γάμο. Είχε υποψίες, ότι η Μάγδα κρύβονταν πίσω από τον θάνατο της και αν ήταν έτσι, κινδύνευε άμεσα και η Μαρία. Τι ανόητος, έπρεπε να την είχε πάρει μαζί του. Μα το φοβήθηκε το ταξίδι στην κατάστασή της, άλλωστε δεν περίμενε ότι θα καθυστερούσε τόσο. Ένα μήνα τώρα έτρεχε από δικηγόρους σε δικαστικούς, στην αρχιεπισκοπή και πάλι από την αρχή και τι κατάφερε; Τίποτα, μια τρύπα στο νερό. Διαζύγιο δεν μπορούσε να βγάλει. Ανάθεμα την ώρα, που υπέκυψε στις πιέσεις του πατέρα του και δέχτηκε να παντρευτεί τη Μάγδα. Δεν την αγάπησε ποτέ, τον ανατρίχιαζε το σκληρό της βλέμμα και η έξαψη, που την έπιανε σαν έβλεπε κάποιον να υποφέρει. Ενώ τη Μαρία την αγάπησε από την πρώτη στιγμή και ας είχαν κοντά δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Αγάπησε τη ζωντάνια της, το γέλιο της, την καλοσύνη της. Την αγάπησε γι’ αυτά και άλλα τόσα και τελικά αυτός έγινε η αιτία που η Μαρία, κάθε μέρα τα έχανε κλεισμένη μέσα σε ‘κείνο το σπίτι των βασανιστηρίων. Ιδίως από τότε που εκείνος δέχτηκε να παρουσιάσουν το παιδί τους, ως παιδί της Μάγδας, έγινε άλλος άνθρωπος. Ένας πληγωμένος άνθρωπος, μα ακόμα και πληγωμένη δεν το έβαλε κάτω. Η Μαρία του δεν τα παρατά. Καθώς πλησίαζαν άκουσαν γυναικείες και παιδικές φωνές. Κοίταξε στη στενή όχθη ψάχνοντας τη, μα δεν φαίνονταν πουθενά. Βούλιαξε στην απελπισία. Μηχανικά άρχισαν να ξεφορτώνουν νερό, τρόφιμα και κουβέρτες, όταν ένιωσε ένα τράβηγμα στο μπράτσο.

«Μέσα έχουμε μια κοπέλα, πρέπει οπωσδήποτε να τη δει γιατρός», του είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Έτρεξε μέσα στο μικρό εκκλησάκι. Ξαπλωμένη σε μια γωνιά, σκεπασμένη με ό,τι υφάσματα υπήρχαν στο ναό, κείτονταν μια κοπέλα. Τρόμαξε να την αναγνωρίσει, μιας και το πρόσωπό της ήταν πρησμένο, γεμάτο μελανιές και γρατσουνιές.

«Μαρία!», ούρλιαξε και σωριάστηκε δίπλα της.

«Μαρία!» δίπλα στην κοπέλα βρίσκονταν ένα μικρό ξύλινο κουτί βαλίτσας ανοικτό, ένα μωρό κοιμόταν μέσα γαλήνια. Τα μάτια του θόλωσαν. Έσκυψε από πάνω της και την αγκάλιασε. Ένα δυνατό βογκητό βγήκε από τα χείλη της κοπέλας και ο Νίκος τινάχτηκε πίσω.

«Όλο της το κορμί είναι μια πληγή»,  έκανε μια γυναίκα πίσω του με λυπημένο τόνο. «Το μωρό είναι μια χαρά, το τάισα. Ευτυχώς που ήρθατε, γιατί μας είχε τελειώσει το φαΐ και το νερό από χθες».

«Μαρία;», έκανε πιο σιγανά τώρα ο Νίκος. Εκείνη πετάρισε τα βλέφαρά της και άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία.

«Νίκο;» ψέλλισε σα να μην μπορούσε να εμπιστευτεί τα μάτια της. Ο Νίκος της έριξε λίγο νερό στα ξεραμένα της χείλη.

«Είμαι εδώ. Θα σας πάρω από εδώ. Όλα θα πάνε καλά».

Εκείνη χαμογέλασε αχνά.

«Το μωρό;», ψέλλισε.

Το σήκωσε προσεκτικά με χέρια που έτρεμαν και της το ‘δειξε.

«Είναι μια χαρά, μην ανησυχείς!», της είπε φανερά συγκινημένος.

«Θα την πούμε το όνομα της μάνα σου», ψέλλισε έπειτα από λίγο η Μαρία. Της μάνα του; Με όλη αυτή την αναμπουμπούλα την είχε ξεχάσει τελείως. Η μόνη του έγνοια ήταν η Μαρία και ο πατέρας του, αυτή την σκληρή, αδιάφορη γυναίκα ποτέ δεν την…

«Θεανώ», την άκουσε να λέει και νόμισε ότι γελάστηκε. Έσκυψε από πάνω της και ‘κείνη ξανάνοιξε τα μάτια της.

«Η Θεανώ ήταν η πραγματική σου μητέρα».

Ο Νίκος έσφιξε την κόρη του πάνω του και της έγνεψε ότι κατάλαβε. Μα τώρα δεν είχε χρόνο γι’ αυτά, έπρεπε να πάνε την Μαρία σύντομα σε κάποιον γιατρό. Έβαλε τη μικρή Θεανώ στην πρόχειρη κούνια της και με την βοήθεια των άλλων τις κουβάλησαν στη βάρκα. Οι δύο άντρες μείναν στο εκκλησάκι με τις γυναίκες και τα παιδιά και αυτός με την οικογένεια του και τον μπάρμπα Θανάση ξεκίνησαν για την επιστροφή. Η βάρκα γλιστρούσε αθόρυβα πάνω στον βαθύ μπλε, μανδύα της νύχτας, οδηγώντας τους σε μια νέα ζωή. Το ποτάμι ξέπλυνε τις αμαρτίες τους βαφτίζοντάς τους “οικογένεια”.

Αναστασία Χ.

5 απαντήσεις στο “Τη νύχτα που πλημμύρισε το ποτάμι…”

  1. Έχεις μια ικανότητα να περιγράφεις με λεπτομέρεια την στιγμή που διηγήσε κατι, θα σου πρότεινα να γραψεις κατι που έχεις ζήσει , κατι από το παρελθόν που σου έκανε εντύπωση. Έτσι θα περιγράψεις και συναισθήματα . Είμαι σίγουρος θα καταφέρεις να συγκινήσεις πολλούς από εμάς . Έχεις τον δικό σου τρόπο να περιγράφεις . Αυτό σε κανει μοναδική , το γραπτό σου αποκτά αξία . Συνέχισε να γράφεις !

Απάντηση σε ΆντζελαΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading