Ο Γκάρυ στήριξε τον αγκώνα του στον πάγκο του μπαρ κι έριξε μια ματιά στο πλήθος που είχε μαζευτεί. Τους ήξερε όλους, έναν προς έναν. Απόψε θα έδινε μια διαφορετική συναυλία﮲ μια συναυλία με περιορισμένο κοινό, που όμως θα τον αποθέωνε και θα του έδινε πίσω όλα όσα του είχαν στερήσει στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του.
«Αγχωμένος;», άκουσε μια φωνή πίσω του.
Ντυμένος με μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν και παντελόνι, ο μπάρμαν τον κοιτούσε έχοντας στενέψει το βλέμμα του.
«Όχι», του απάντησε κοφτά και ήπιε μονορούφι το ποτό του.
Άφησε το ποτήρι με δύναμη και ανέβηκε στη σκηνή.
Ο μπάρμαν χαμογέλασε και τον ακολούθησε με το βλέμμα του. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία άστραψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.
Ο Γκάρυ πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα φώτα έπεσαν πάνω του. Εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και παρακολούθησε τον καπνό να ανεβαίνει σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή. Πήρε μια μεγάλη τζούρα και το πέταξε στο πάτωμα. Ξεκίνησε να παίζει. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στη μελωδία. Δεν χρειαζόταν να κοιτάει τις νότες. Τις ήξερε απέξω. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να τελειώσει την παράσταση﮲ να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει, αυτό για το οποίο ήταν φτιαγμένος. Τα φωτορυθμικά σχημάτιζαν χρωματιστούς κύκλους πάνω στη σκηνή. Τα δάχτυλά του έτρεχαν πάνω στις χορδές της κιθάρας με τόση δύναμη που μάτωναν αλλά δεν τον ένοιαζε. Το πλήθος τον αποθέωνε. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα.
Το μυαλό του γέμισε ξαφνικά με εικόνες﮲ εικόνες ενός παιδιού που καθόταν στη γωνία και παρακολουθούσε τα άλλα παιδιά να παίζουν﮲ ενός παιδιού που δεχόταν ειρωνείες, προσβολές﮲ ενός παιδιού που ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει «μοναξιά». Οι εικόνες αυτές, αντικαταστάθηκαν από άλλες που έδειχναν έναν έφηβο να πηγαίνει μόνος του στις αγαπημένες του συναυλίες, αφού δεν είχε κανέναν φίλο. Έβλεπε τον εαυτό του να γίνεται ένα με το πλήθος και να ζητωκραυγάζει, να τραγουδάει από μέσα του τους στίχους των αγαπημένων του τραγουδιών, να φωνάζει και να ονειρεύεται ότι μια μέρα θα γίνει κι εκείνος σας αυτούς﮲ σαν τους ήρωες και τα ινδάλματά του. Μια μέρα θα γινόταν κι αυτός διάσημος και όλοι θα τον θαύμαζαν. Ποιος να του το έλεγε ότι τελικά το όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα… Και με τι τίμημα! Ένα τίμημα, που θα πλήρωνε ευχαρίστως. Το πρόσωπό του γέμισε αγαλλίαση.
Η μουσική σταμάτησε. Η παράσταση τελείωσε. Ο Γκάρυ έκανε μια μεγαλεπήβολη υπόκλιση στο κοινό του﮲ ένα κοινό που ποτέ δεν πίστεψε σε αυτόν﮲ ένα κοινό που τον χλεύαζε συνεχώς. Το χαμόγελο απλώθηκε πλατύ στο πρόσωπό του. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε τον άντρα που ήταν κρυμμένος στα παρασκήνια. Του έκλεισε το μάτι. Στράφηκε και πάλι στο κοινό. Και τότε, την είδε. Στεκόταν εκεί, ανάμεσα στους υπόλοιπους και τον χειροκροτούσε. Το χαμόγελό του πάγωσε. Τι δουλειά είχε στη συναυλία; Της είχε πει να μην έρθει. Της είχε πει να τον περιμένει να επιστρέψει. Κοίταξε πάλι προς τα παρασκήνια. Ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Πέταξε την κιθάρα. Εκείνη έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Έφυγε τρέχοντας. Έπρεπε να προλάβει. Έπρεπε να τον προλάβει. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος.
«Εμένα ψάχνεις;», άκουσε μια γνώριμη φωνή.
Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και ψυχρά, καταγάλανα μάτια στεκόταν σε μια γωνία και κάπνιζε ένα πούρο. Δίπλα του στεκόταν ένα κατάξανθο κοριτσάκι με πλεξούδες και ανέκφραστο βλέμμα. Ο άντρας ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα και άφησε τον καπνό να αιωρηθεί μέχρι το ταβάνι. Ο Γκάρυ έτρεξε προς το μέρος του.
«Ντέιμον», άρχισε. «Πρέπει… πρέπει να κάνεις μια εξαίρεση».
Εκείνος αναστέναξε. Έριξε τη στάχτη στο πάτωμα και στράφηκε προς το μέρος του.
«Γκάρυ, Γκάρυ… Κάναμε μια συμφωνία θυμάσαι; Εγώ τήρησα τη δική μου πλευρά. Ήρθε η ώρα λοιπόν να μου δώσεις αυτό που μου υποσχέθηκες».
«Θα σου το δώσω…», έκανε εκείνος, «η συμφωνία αφορούσε όσους καλέσαμε εδώ. Εκείνη δεν την καλέσαμε. Άσε με να την διώξω και μετά μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις!», τον παρακάλεσε.
Ο Ντέιμον αναστέναξε, πήρε άλλη μια ρουφηξιά από το πούρο κι έστρεψε το κεφάλι του προς την οροφή.
«Η συμφωνία Γκάρυ», έκανε αδιάφορα, «αφορούσε όσους θα έρχονταν απόψε να σε δουν. Όσους θα ήταν εδώ. Όποιοι ήρθαν λοιπόν, πρέπει να πληρώσουν το τίμημα που εσύ μου χρωστάς».
«Σε παρακαλώ», έκανε εκείνος και γονάτισε μπροστά του.
Τράβηξε την άκρη από τη μαύρη καμπαρντίνα που φορούσε και τον κοίταξε παρακλητικά. Ο Ντέιμον χαμογέλασε κι έκανε να φύγει.
«Όχι!», πετάχτηκε όρθιος ο Γκάρυ. «Όχι δεν θα σε αφήσω να την πειράξεις. Δεν θα σε αφήσω να…»
Έκανε να τον αρπάξει, αλλά το κορίτσι σήκωσε το χέρι του και ο Γκάρυ άρχισε να αιωρείται. Κουνούσε τα πόδια του στον αέρα με μανία, ενώ ένα αόρατο χέρι του έσφιγγε τον λαιμό. Ο Ντέιμον ρουθούνισε.
«Ήρθε η ώρα να δεις ποια είναι η τιμωρία όσων αθετούν τη συμφωνία τους Γκάρυ. Κανείς δεν τα βάζει με τον Ντέιμον Χέλγουεϊ», είπε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Τον οδήγησε έξω στη σκηνή. Το κορίτσι τους ακολούθησε. Το πλήθος σάστισε μπροστά στη θέα του άντρα που βρισκόταν στον αέρα και πάλευε να χαλαρώσει μια αόρατη λαβή στον λαιμό του. Μερικοί έκαναν να τρέξουν προς την έξοδο. Ο μπάρμαν όμως, στεκόταν μπροστά της και τους κούνησε απαγορευτικά το δάχτυλο. Εκείνοι έπεσαν πάνω σε έναν αόρατο τοίχο και σωριάστηκαν στο πάτωμα.
«Σε ευχαριστώ Ντέιβιντ!», φώναξε ο Ντέιμον για να ακουστεί πάνω από τις φωνές του πλήθους. «Κυρίες και κύριοι», άρχισε και τα μάτια του άστραψαν.
Όλοι σώπασαν.
«Βρίσκεστε απόψε εδώ, γιατί λάβατε μια δωρεάν πρόσκληση για μια συναυλία με τον ροκ σταρ Γκάρυ Ρέγκουλους. Εκείνο που δεν ξέρετε όμως, είναι ότι ο Γκάρυ Ρέγκουλους, είναι στην πραγματικότητα ο παλιός συμμαθητής σας Γκάρυ Ντράγκιν. Ναι», πρόσθεσε κοιτώντας τα έκπληκτα πρόσωπά τους. «Ο Γκάρυ Ντράγκιν που εσείς κοροϊδεύατε. Ο Γκάρυ Ντράγκιν ο χοντρός, ο ακοινώνητος, ο χαζός﮲ εκείνος που γινόταν έρμαιο των κακόγουστων και πολλές φορές απάνθρωπων αστείων σας﮲ εκείνος που σας εκλιπαρούσε να του δώσετε μα ευκαιρία να γίνει φίλος σας﮲ σας εκλιπαρούσε να τον αποδεχτείτε, να γίνει ένας από εσάς».
Κατέβηκε από τη σκηνή και πλησίασε έναν μελαχρινό, γεροδεμένο άντρα.
«Αλήθεια Σταν, αναρωτήθηκες πώς ένιωσε όταν τον έφτυσες; Όταν ξέρασες επίτηδες πάνω του; Εσύ Τζακ;», ρώτησε πλησιάζοντας έναν άλλον. «Αναρωτήθηκες πώς αισθάνθηκε όταν του πήρες τις πάστες που έφερε για τα γενέθλιά του και τις πασάλειψες στα μούτρα του; Εσύ Μάθιου όταν τον έβαλες να γλείψει τη λάσπη από τα παπούτσια σου; Εσύ Στέισι;», στράφηκε σε μια τρομαγμένη κοπέλα, «αναρωτήθηκες πώς ένιωσε όταν του ζήτησες να σε συνοδεύσει στο σχολικό χορό, μόνο και μόνο για να τον αφήσεις να περιμένει και να μην εμφανιστείς ποτέ; Αντί για σένα, εμφανίστηκαν οι φίλοι σου, τον κυνήγησαν στο δάσος, τον ξεβράκωσαν και τον φωτογράφισαν αφήνοντάς τον μέσα στην ντροπή και δημοσιεύοντας τις φωτογραφίες τους στη σχολική εφημερίδα».
Κανείς δεν μίλησε.
«Όλοι όσοι βρίσκεστε απόψε εδώ, ή μάλλον… σχεδόν όλοι, του έχετε κάνει κακό. Φταίξατε», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους κι επέστρεψε στη σκηνή. «Και θα πληρώσετε. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, έκανε μια συμφωνία μαζί μου ώστε να αποκτήσει δόξα, χρήματα και να πετύχει όλα όσα δεν πιστεύατε πως θα καταφέρει ποτέ. Δεν τον κατηγορώ. Ούτε κι εσείς θα έπρεπε… Άλλωστε… πολλοί είναι αυτοί που για να αποκτήσουν όλα όσα θα ήθελαν, θα μπορούσαν να κάνουν συμφωνία ακόμα και με τον ίδιο τον… διάβολο! Αλήθεια, δεν συστηθήκαμε. Το όνομά μου είναι, Ντέιμον Χελγουεϊ…», πρόσθεσε και χαμογέλασε. «Στη ζωή όμως, δεν δίνει κανείς τίποτα χωρίς αντάλλαγμα. Ο Γκάρυ λοιπόν, έπρεπε να με ξεπληρώσει. Μπορείτε να μαντέψετε ποια ήταν η αμοιβή μου; Κανείς;», επέμεινε καθώς έβλεπε πως το πλήθος παρέμενε σιωπηλό. «Μα εσείς φυσικά!», έκανε και άνοιξε διάπλατα τα χέρια. «Όπως φαίνεται όμως», συνέχισε έντονα «απόψε ήρθε και κάποιο άτομο το οποίο δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ναι, μιλάω για εσένα Μύριελ».
Ο προβολέας έπεσε πάνω σε μια ξανθιά κοπέλα που κοιτούσε τρομαγμένη καθώς ο αγαπημένος της κόντευε να πεθάνει από ασφυξία.
«Έλα στη σκηνή μαζί μας», είπε ο Ντέιμον ανασηκώνοντας τα φρύδια.
Εκείνη δεν κουνήθηκε. Τότε το μικρό κορίτσι, πήγε κοντά της, την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στη σκηνή. Η Μύριελ προχώρησε μουδιασμένα προς το μέρος τους. Έκανε να αγγίξει τον Γκάρυ, αλλά την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Πισωπάτησε τρομαγμένη.
«Μύριελ… Φύγε! Τρέξε!», προσπάθησε να πει ο Γκάρυ, ενώ ένιωθε την ανάσα του να κόβεται.
Εκείνη όμως είχε παγώσει στη θέση της. Ο Ντέιμον κάγχασε. Χτύπησε τα δυο του δάχτυλα και το πλήθος σωριάστηκε στο πάτωμα. Οι διάφανες ψυχές τους βγήκαν από τα σώματά τους, έγιναν λευκός καπνός κι εκείνος τις ρούφηξε λαίμαργα από τα ρουθούνια του.
«Και τώρα οι τρεις μας», στράφηκε προς τον Γκάρυ και τη Μύριελ.
Άρπαξε την κοπέλα και τη φίλησε στο στόμα με πάθος. Όταν την άφησε, τα μάτια της, είχαν γίνει δυο μαύρες σχισμές, το πρόσωπό της είχε χλομιάσει και τα χείλη της ήταν κατακόκκινα σαν αίμα.
«Μύριελ τι…», πρόφερε με κόπο ο Γκάρυ.
«Αγαπητή μου, θα ήθελες να έχεις την τιμή;», την ρώτησε ο Ντέιμον κάνοντας μια υπόκλιση μπροστά της.
Εκείνη ένευσε. Σήκωσε το χέρι της και οι φλόγες τύλιξαν το κορμί του Γκάρυ. Ήταν μια περίεργη φωτιά. Την ένιωθε να καίει το δέρμα και τα σωθικά του, αλλά το σώμα του δεν καιγόταν ώστε να λυτρωθεί από το μαρτύριο και να γίνει στάχτες. Άρχισε να ουρλιάζει από τους πόνους. Ο Ντέιμον χαμογέλασε.
«Μπορείς να φωνάζεις όσο θέλεις Γκάρυ. Μόλις φύγουμε, το κτίριο αυτό, θα μεταμορφωθεί σε ένα ερείπιο. Κανείς δεν θα μπορεί να σε δει, κανείς δεν θα μπορεί να σε ακούσει. Κανείς δεν θα ξέρει ότι εδώ μέσα βρίσκεται ένας άντρας που καίγεται αιώνια στην κόλαση που εκείνος δημιούργησε. Αυτό είναι το τίμημα όταν αθετείς τη συμφωνία».
Ο Ντέιβιντ άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Το κορίτσι προπορεύτηκε. Ο Ντέιμον έπιασε το χέρι της Μύριελ και απομακρύνθηκαν.
Ερωδίτη Παπαποστόλου