Σμύρνη 1898
Ο Ιωακείμ έχει ξεμπαρκάρει ένα μήνα τώρα και προσπαθεί να βάλει τάξη στη ζωή του και στο μυαλό του. Έχει να φροντίσει μόνος του την μητέρα του Ιωάννα και το Μαρικάκι. Για τα κορίτσια, την Κατίνα και την Ουρανία δεν ανησυχεί. Η μια νιόπαντρη, η άλλη αρραβωνιασμένη, έχουν καλούς άνδρες, όλα καλά θα πάνε!
Τα χρήματα από το τελευταίο ταξίδι του και από το καφενείο του πατέρα του, του κυρ-Μιχάλη, θα πάνε στη μάνα και την αδελφούλα του. Αυτά παλεύονται… Με τα δικά του δεν ξέρει τι να κάνει!… Το τζιβαέρι του, τη Σοφία του…
Στο τελευταίο ταξίδι του πράγματι, πέρασε από την Πόλη και όπως πάντα πήγε να επισκεφθεί τον θείο του τον Δεσπότη, ευγενικό και φιλόξενο άνθρωπο. Όσο περίμενε όμως, άκουσε πίσω από τις κλειστές πόρτες, συγγενείς να λένε, «C’ est qui lui? Le fils de l’ivrogue?» Δηλαδή, «Ποιός είναι ; Του μπεκρή ο γιός;» Θύμωσε, έφυγε χωρίς να χαιρετήσει τον θείο του, μόνο γι’ αυτό μετάνιωνε, αλλά η Πόλη τέλειωσε γι’ αυτόν!
Αναλογίστηκε όλο τον προηγούμενο χρόνο. Τους λίγους μήνες που ήταν ξέμπαρκος, σύχναζε στο καφενείο κοντά στο ένα μπακάλικο της Δέσποινας. Ήταν κάπου πίσω από την Αγία Φωτεινή. Εκεί είχε ακούσει φήμες για την ομορφιά της Σοφίας που έμενε στο απέναντι σπίτι, από τους θαμώνες του καφενείου, αλλά τις θεωρούσε υπερβολή. Η δεκαεξάχρονη κοπελίτσα είχε δύο, τρεις φανατικούς θαυμαστές. Και τότε την είδε! Και μπήκε στην καρδιά του και δεν έλεγε να βγεί από το μυαλό του! Εκείνη τη μέρα, στη βάφτιση της μικρής αδερφής της, της Χρύσας είχε φορέσει για πρώτη φορά μακρύ φόρεμα, όπως έμαθε μετά. Ένα βυσσινί ταφτά, δώρο του νονού, μαζί με άλλα δώρα για την οικογένεια, όπως συνηθίζεται. Μόνο που ο νονός ήταν ένας από τους θαυμαστές της. Πλησίαζε την οικογένεια για να φτάσει στην καρδιά της. Αυτό δεν θα το άφηνε έτσι!
Στο καφενείο έκανε παρέα με ένα θείο της οικογένειας και μέσω αυτού έστειλε προξενιά για τη Σοφία και τη ζήτησε από την μητέρα της την κυρία Γαρυφαλλιά. Δυναμική γυναίκα. Απ’ ότι κατάλαβε εκείνη ήταν που έκανε κουμάντο στην οικογένεια. Είχαν έρθει από τα Βουρλά και ο πατέρας δούλευε σερβιτόρος στο δρόμο με τις Μεγάλες Ταβέρνες. Στην αρχή είχε ενδοιασμούς να δώσει την κόρη της σε ναυτικό η κυρά Γαρυφαλλιά αλλά ο Ιωακείμ την έπεισε.
Πριν προλάβουν να καλογνωριστούν όμως με τη Σοφούλα του, έπρεπε να φύγει με το καράβι του. Πόσο φοβόταν ότι θα της άλλαζαν τα μυαλά της κυρά-Γαρυφαλλιάς!
Έτσι έγινε λοιπόν! Λίγες μέρες μετά την κηδεία του πατέρα του, του είπε ότι σε ναυτικό δεν την δίνει την Σοφία κι ας πεινάσει…Πέρασε από το καφενείο μόνο για να δει το παράθυρό της και συνέχισε σκεφτικός όλη την Ευρωπαϊκή οδό μέχρι την οδό Τράσσα που ήταν το μπακάλικο που κράταγε ο Γιώργος, ο άντρας της Δέσποινας. Πόσο θα ήθελε ο Ιωακείμ να μίλαγε τώρα στον πατέρα του, τον κυρ-Μιχάλη! Έτσι δυνατά είχε αγαπήσει και εκείνος την μητέρα του, την Ιωάννα; Τότε, δεν είχε επιλογή, τον καταλάβαινε…Μπήκε στο μπακάλικο και μόλις τον είδε ο Γιώργος, του έβαλε μυρωδάτο τσάι που ήξερε ότι του άρεσε. Του έδωσε κουράγιο, του είπε ότι μπορούσε να αλλάξει επάγγελμα αν ήθελε. Πάντα έφτιαχνε με τα χέρια του διάφορα! Πράγματι σκέφτηκε ο Ιωακείμ, σε όλους άρεσε το μοντέλο καραβιού που είχε κάνει μόνος του τις ατέλειωτες ώρες του προπέρσινου ταξιδιού. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο, ούτε πολλές επιλογές. Χαμογέλασε. Δεν θέλει γαμπρό ναυτικό η κυρά Γαρυφαλλιά; Δεν θα έχει! Από την άλλη μέρα ξεκίνησε η νέα του καριέρα στο μαραγκούδικο του μαστρο-Κοσμά!
Απρίλιος 1899
Πέρασαν έξι μήνες, που δεν την είχε δει την Σοφία. Άραγε τον σκεφτόταν καθόλου; Στα είκοσι επτά του χρόνια, πρώτη φορά αισθανόταν έτσι! Στα ταξίδια του είχε γνωρίσει γυναίκες, αν και δεν σύχναζε στα λιμάνια που έπιαναν. Εκείνος έπαιρνε το τραίνο και πήγαινε στην ενδοχώρα. Από Μασσαλία πήγαινε Παρίσι και ούτω καθεξής… σιγά – σιγά οι συνάδελφοί του τον ακολουθούσαν στις εξορμήσεις του.
Να την, φάνηκε στη γωνία του σπιτιού της! Περίμενε ώρες να την πετύχει μόνη της. Τον είδε από απέναντι και μάλλον ξαφνιάστηκε. Της έκανε νόημα δείχνοντας το παράμεσο, τη θέση του δαχτυλιδιού. Εκείνη κατάλαβε και του ένευσε όχι. Δόξα τω θεό δεν ήταν αρραβωνιασμένη, ήταν ακόμα δική του, είχε ελπίδες. Εκείνη μπήκε βιαστικά στο σπίτι.
Έξι μήνες είχε δουλέψει σκληρά, ασταμάτητα, είχε δυνατό κίνητρο! Εξασφάλισε μια θέση εργοδηγού σε εργοστάσιο επίπλων, τόσο καλά έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού. Κάθε φορά που τέλειωνε από το μαραγκούδικο του μαστρο-Κοσμά, δεν ξεκουραζόταν. Έπιανε κάθε γνωστό και γείτονα και του ζήταγε να αγοράσουν την ξυλεία και χωρίς αμοιβή τους κατασκεύαζε τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπες ό,τι μάθαινε από το μαστρο-Κοσμά. Έμαθε γρήγορα, πάντα μάθαινε γρήγορα. Και τις γλώσσες. Τα Τούρκικα τα έμαθε καλά από την μαμά του, τα Ελληνικά από το σχολείο, τα Εγγλέζικα από τον πατέρα του όσο μπορούσε. Του φάνηκαν χρήσιμα στα ταξίδια του. Την άλλη μέρα χτύπαγε την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας του. Σε ένα μήνα έγινε ο γάμος τους.
Μάιος 1899
Η Σοφία παρακολουθούσε τον Ιωακείμ να γδύνεται. Της άρεσε ο Ιωακείμ, αλλά ντρεπόταν και φοβόταν τόσο! Ο Ιωακείμ είχε νοικιάσει δύο δωμάτια σε μια αυλή κοντά στον Άγιο Νικόλα στα χάνια, στη γέφυρα των καραβανιών, στην Γέφυρα Μέλιτος δηλαδή. Τα είχε ετοιμάσει όλα όμορφα, την αγαπούσε της έλεγε, είχε αλλάξει όλη την ζωή του γι’ αυτήν, της έλεγε. Και τον πίστευε, αλλά τον κρυφοκοίταζε και η καρδία της κτυπούσε! «Δεν τον ξέρω καλά» σκεφτόταν. «Και τι είναι αυτό το ζωνάρι που ξετυλίγει τόσες στροφές στην μέση του; Έχει όπλα;» Ο Ιωακείμ είδε ότι τον κοίταζε κατάχλωμη και της εξήγησε ότι είναι ζώνη κήλης, γιατί τον είχαν μαχαιρώσει κάποτε, σε έναν καβγά όταν δούλευε στα Βουρλά, μαζεύοντας σταφίδα. Κόντεψε να πεθάνει. Την πλησίασε και την αγκάλιασε τρυφερά. Το ξημέρωμα τους βρήκε να γελάνε με τους φόβους της και εκείνη, να του διηγείται ότι θυμόταν παιδούλα, στα Βουρλά να περνάνε έξω από το σπίτι τους, κάποιον ξαπλωμένο, σε μια σκάλα σαν φορείο. «Μαχαίρωσαν τον Σμυρνιό, μαχαίρωσαν τον Σμυρνιό!» φώναζαν. Τον αγκάλιασε, να που είχαν ξανασυναντηθεί λοιπόν!
Ο Ιωακείμ αισθανόταν τόσο ευτυχισμένος, κυρίαρχος της μοίρας του, εκείνος θα την έσπαζε την κατάρα, αν υπήρχε! Εκεί που νόμιζε ότι η αγάπη του έγινε στάχτη… κρατούσε μάλαμα στα χέρια του, την Σοφία του! Όλα θα πάνε καλά…