Ένα μπαρ.
Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Έπινε αργά το ποτό του, χαζεύοντας τον κόσμο που διασκέδαζε. Το βλέμμα του έπεσε σε μια γυναικεία φιγούρα. Μόνη της στο μπαρ. Κάπως αποστασιοποιημένη από τον γύρω κόσμο. Ήταν ψηλή. Τα κατάμαυρα μαλλιά της έφθαναν ως τη μέση της. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Ένα βλέμμα τόσο διεισδυτικό… Σαν να ήθελαν να ξεγυμνώσουν τη ψυχή του τα μάτια της. Μα πώς;! Δεν την ήξερε καν. Πώς μια άγνωστη ήθελε να δει μέσα στη ψυχή του; Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Είχε ακούσει για αυτό που έλεγαν κεραυνοβόλο έρωτα αλλά εκείνος δε πίστευε σε τέτοιου είδους πράγματα. “Πρέπει να συνέλθω” ψιθύρισε.
Έστρεψε γρήγορα τη προσοχή του αλλού. Το μπαρ ήταν κατάμεστο από κόσμο. Καλοντυμένοι άνδρες και γοητευτικές γυναίκες διασκέδαζαν τριγύρω του. “Δεν θα τη ξανακοιτάξω”. Επιστράτευσε την αυτοκυριαρχία του και της γύρισε ελαφρώς τη πλάτη. Δεν κρατήθηκε πάνω από πέντε λεπτά. Κι αν είχε φύγει; Γύρισε ξανά να την αντικρίσει. Στην ίδια θέση έπινε αργά το ποτό της. Της έριξε μια πιο εξεταστική ματιά. Ήταν ντυμένη στα μαύρα. Το ντύσιμο της, συνδυαστικά με τα κατάμαυρα μαλλιά της έκαναν αντίθεση με την ολόλευκη, αλαβάστρινη επιδερμίδα της. Το αποφάσισε. Θα την κερνούσε ένα ποτό.
“Μα από πότε έγινα τόσο κοινότυπος;” σκέφτηκε. Έκανε νόημα στον μπάρμαν. “Κέρασε τη κοπέλα με τα μαύρα μία γύρα από ό,τι πίνει”. Εκείνη, με το που ακουμπάει το ποτό μπροστά της και της υποδεικνύει τον άγνωστο άνδρα τον κοιτάζει ξαφνιασμένη. Είχε συνηθίσει τέτοιου είδους κινήσεις αλλά ο άγνωστος άνδρας που την κοίταζε τώρα, ένιωθε πως είναι κάτι διαφορετικό. Την κοιτούσε έντονα, αλλά χωρίς να προσπαθεί να “ζυγίσει” τα προσόντα της. Υψώνει το ποτήρι μπροστά του. Πίνει μια γουλιά κι εκείνος ανατριχιάζει στη θέα των χειλιών της που ακουμπούν το ποτήρι. Ξαφνικά, τη βλέπει να αρπάζει το μαύρο της παλτό και να οδεύει προς την είσοδο. Χωρίς να το σκεφτεί, πετάει ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα στον μπάρμαν, που τον κοιτάζει με απορία και την ακολουθεί. Πρέπει να τη βρει. Να της μιλήσει. Ή τώρα ή ποτέ.
Ο κρύος αέρας τον διαπερνά. Είναι σε υπερδιέγερση. Την ψάχνει με το βλέμμα του αλλά δε τη βρίσκει. Ξαφνικά διακρίνει μια μαυροφορεμένη φιγούρα πλάι στη θάλασσα. Τρέχει προς το μέρος της και την πιάνει από το χέρι. Εκείνη δε μιλάει απλά τον κοιτάζει με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα. Το δικό της βλέμμα. “Καλησπέρα άγνωστε”, του λέει με την απαλή της φωνή. Αυτός δε μιλάει, απλά περπατάει πλάι της. Δεν τον νοιάζει τίποτα, μόνο να είναι δίπλα της. Και δε ξέρει καν το όνομά της, για φαντάσου!
Κάποτε, ήταν δύο άγνωστοι που βρέθηκαν τυχαία σε ένα μπαρ. Σήμερα, είναι ένα ευτυχισμένο ανδρόγυνο με παιδιά.